Δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που βάλαμε να ακούσουμε την πρώτη κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών σε μια πενταήμερη εκδρομή στην Κέρκυρα. Δεν είχε μπει ακόμη για τα καλά η δεκαετία του ’80 και εκεί που μαθαίναμε το πανκ και το new wave, μας έσκασε μια σφαλιάρα από το πουθενά: ένα αουτσάιντερ ελληνικό συγκρότημα μάς τέντωσε τα αυτιά, μάς άνοιξε τα μάτια και μάς χάρισε (σε όλη τη γαλαρία) μια «διαγωγή κοσμία» μετά την εκδρομή, αφού όλοι μεθυσμένοι τραγουδάγαμε δυνατά τον περιβόητο στίχο του «Ερωτικού» ξεχνώντας ότι ο κ. Μανωλόπουλος, ο Θεολόγος μας, βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του πούλμαν. Κάπως έτσι σκέφτομαι ότι ο καθένας μας έχει μια ιστορία που τον δένει με τον Τζίμη Πανούση. Με έναν άνθρωπο που το αστείρευτο χιούμορ του, πήρε σβάρνα κάθε ιερή αγελάδα της ελληνικής κοινωνίας, την κομμάτιασε, την άλεσε, μετά την έφαγε και την ξέρασε με μοναδικά αναπάντεχο τρόπο στα μούτρα του κάθε ανύποπτου.

Από τον καπιταλισμό μέχρι τον κομμουνισμό και από την ορθοδοξία μέχρι τα σεξουαλικά ήθη των νεοελλήνων, τίποτα δεν γλύτωσε από το γκροτέσκο, σχεδόν διαβολικό, χιούμορ του. Με εικονοκλαστική ακρίβεια κατάφερε να κάνει αυτή τη βάρβαρη ειλικρίνεια ένα δικό του σήμα κατατεθέν. Πάντα απρόβλεπτος και κρυφός, άλλοτε απλοϊκά αφελής ή απόλυτα «καθυστερημένος», ήταν σχεδόν αδύνατον να καταλάβεις πότε μιλούσε σοβαρά και πότε έκανε πλάκα. Παρά τη φαινομενική απουσία ηθικών αρχών και την πολιτική ανυπακοή του, τα άκρως ρεαλιστικά έργα και παραστάσεις του έριχναν πάντα το γάντι στο πολιτικό και κοινωνικό lifestyle του σύγχρονου Έλληνα. Επίσης, παρά την επιμονή του ότι ήταν απλώς ένα παιδί της σάτιρας, ο Τζίμης Πανούσης μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σύγκριση με έναν έμπειρο χειρουργό, ο οποίος με ακρίβεια γνωρίζει που θα πονέσει περισσότερο το νυστέρι του.

Σε κάθε περίπτωση, ο Τζίμης ήταν πάντα ένα άτακτο μεγάλο παιδί, του οποίου οι ηθικές και πολιτικές επιπτώσεις των πράξεων του έμοιαζαν να είναι ασήμαντες, δευτερεύουσες για τον ίδιο. Κάθε φορά, που το όνομά του τύχαινε μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής ή γινόταν πρωτοσέλιδη είδηση κάποιας δικαστικής διαμάχης, ή όταν προς το τέλος, καμάρωνε «χαμένο» σε ανόητες διασκευές «ιερών» αγωνιστικών ασμάτων, κατά βάθος ο ίδιος κέρδιζε και πάλι, με το πάθος και τη συναισθηματική του ενασχόληση με κάθε τι αγωνιστικό. Με το προηγούμενο εννοώ ότι είχε τη γενναιότητα και τη δύναμη να χλευάζει ακόμη και ό,τι αγαπούσε.

Το έργο που έχει αφήσει πίσω του ο Τζίμης Πανούσης μπορεί να μοιάζει σαν μια μεγαλειώδη ροκ φάρσα, αλλά αυτή είναι και η πιο δύσκολη μορφή κωμωδίας που μπορεί να γίνει με επιτυχία. Ειδικά, όταν ο χρόνος πρέπει να είναι τέλειος, ο ρυθμός πρέπει να είναι αμείλικτος και η κάθε ατάκα και ο κάθε στίχος πρέπει να πέφτει με συγκλονιστική ακρίβεια για να εξηγήσει πώς όλα τα παράλογα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, μπορούν να αποκτήσουν νόημα. Κι αυτό από μόνο του είναι μια σκληρή απαίτηση, ακόμη και για τους πιο έμπειρους επαγγελματίες του είδους. Μόνο που ο Τζίμης Πανούσης, δεν το έπαιζε αυθεντία, εν τέλει δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό.