Όσοι ασχολείστε με την ψυχολογία, τις κοινωνικές επιστήμες ή το true-crime, θα έχετε ακούσει την ιστορία της Κίττυ Τζενοβέζε. Η κοπέλα δεχόταν μαχαιριές για μισή ώρα κι ενώ υπήρχαν 38 μάρτυρες, κανείς δεν έκανε τίποτα για να τη βοηθήσει. Με αφορμή τη δολοφονία της, το 1968 δύο Αμερικανοί ψυχολόγοι δημοσίευσαν για πρώτη φορά τη μελέτη τους πάνω στο φαινόμενο της διάχυσης ευθύνης ή αλλιώς “Bystander effect”, το οποίο εξηγεί γιατί όταν συμβαίνει κάτι τραγικό όπως μια δολοφονία, μπροστά σε πλήθος κόσμου, κανείς δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει. Όσο περισσότεροι οι μάρτυρες, τόσο λιγότερο νιώθει κανείς την ανάγκη να πάρει την πρωτοβουλία και να επέμβει. Κι ενώ το bystander effect έχει ενδιαφέρον και κοινωνικά πειράματα έχουν αποδείξει ότι υπάρχει, η δολοφονία της Κίττυ Τζενεβέζε δεν είναι το σωστό παράδειγμα. Η ιστορία που γνωρίζουμε για την δολοφονία είναι γεμάτη παραπληροφόρηση. Εν ολίγοις, δεν υπήρξαν ποτέ 38 μάρτυρες που είδαν μια γυναίκα να δολοφονείται με τα χέρια σταυρωμένα.
Το πραγματικό χρονικό του εγκλήματος
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1964, η Τζενοβέζε ήταν μια 28χρονη ομοφυλόφιλη γυναίκα στην Νέα Υόρκη, η οποία συζούσε με την κοπέλα της, σε μια εποχή όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμη έγκλημα. Συγκεκριμένα, η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στη Νέα Υόρκη συνέβη μόλις το 1980 (New York v. Onofre). Γύρω στις 3:15 το ξημέρωμα, η Κίττυ γυρνά από τη δουλειά της σε μπαρ της περιοχής. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητό της, ένας άντρας ονόματι Γουίνστον Μόσλι τις επιτίθεται μαχαιρώνοντάς την επανειλημμένα. Ακούγοντας τα ουριαλχτά της, ένας άντρας ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού του και φωνάζει «Άσε το κορίτσι ήσυχο». Ωστόσο ήταν σκοτάδι και δε μπορούσε να δει τι ακριβώς συνέβαινε. Το σημείο εκείνο δε φωτιζόταν καλά, αφού ο οδικός φωτισμός τη δεκαετία του ’60 δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατός.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι την εποχή εκείνη κυριαρχούσε η αντίληψη ότι ο καθένας θα πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του και να μην εμπλέκεται στις προσωπικές υποθέσεις των γύρω του. Αν άκουγες ένα ζευγάρι να μαλώνει, ή έβλεπες έναν άντρα να χτυπά τη γυναίκα ή το παιδί του ακόμα και δημόσια, καλό θα ήταν να μη «χωθείς». Το ‘60 ο βιασμός εντός του γάμου δεν ήταν έγκλημα και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας δεν αποτελούσαν ποινικές υποθέσεις. Πέραν αυτού, δίπλα στην περιοχή υπήρχαν αρκετά μπαρ, οπότε οι γείτονες είχαν συνηθίσει να ακούνε φωνές μεθυσμένων μέσα στη νύχτα.
Υπήρξε όμως κάποιος που είδε ακριβώς τι συνέβη από την απέναντι πολυκατοικία. Ενώ είδε όλη την επίθεση, ο άνδρας αποφάσισε να πάει απλά για ύπνο. Σε αυτό το σημείο και για άγνωστο λόγο, ο δράστης αποχωρεί για λίγο από τον τόπο του εγκλήματος. Η Κίττυ έχει δεχτεί σοβαρούς τραυματισμούς στο λαιμό της και δε μπορεί πλέον να ουρλιάξει. Ξέρει ότι δεν έχει δύναμη να φτάσει μέχρι το σπίτι της, γι’ αυτό σέρνεται στο έδαφος προσπαθώντας να φτάσει την πιο κοντινή πόρτα: το διαμέρισμα όπου μένει ένας φίλος και γείτονάς της. Μετά από λίγα λεπτά, ο δολοφόνος επιστρέφει, τη βιάζει και την μαχαιρώνει εκ νέου. Ο φίλος της έχει ξυπνήσει πλέον από τη φασαρία. Ανοίγει ελάχιστα την εξώπορτα του διαμερίσματός του, βλέπει την επίθεση και ξανακλείνει την πόρτα. Σήμερα, οι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο φίλος αυτός ήταν γκέι (θυμίζουμε και πάλι ότι η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικά κολάσιμη την εποχή εκείνη). Η σεξουαλικότητά του μπορεί να μοιάζει άσχετη με την υπόθεση, αλλά το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό για να κατανοήσουμε τη μετέπειτα συμπεριφορά του. Με το που βλέπει την επίθεση, ο άντρας αυτός παίρνει τηλέφωνο μια φίλη του και τη ρωτά τι πρέπει να κάνει. Εκείνη τον συμβουλεύει να μην καλέσει την αστυνομία γιατί αν υποψιαστούν ότι είναι γκέι θα έχει ο ίδιος πρόβλημα με τον νόμο.
Αλλά η πλέον σημαντικότερη πληροφορία, που συχνά παραμελείται στις αναλύσεις της συγκεκριμένεις υπόθεσης, είναι ότι το 1964 δεν υπήρχε τριψήφιο τηλέφωνο για την Άμεση Δράση. Αν ήθελες να μιλήσεις στην Αστυνομία, έπαιρνες πρώτα το ΑΤ της περιοχής σου, αν φυσικά είχες το τηλέφωνο. Αν δεν το είχες, έπρεπε να καλέσεις στο τηλεφωνικό κέντρο και να ζητήσεις να σε συνδέσουν με το ΑΤ. Επίσης, συχνά η αστυνομία δεν ερχόταν καν, ακομά κι όταν οι πολίτες την καλούσαν (κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ). Εκτός κι αν επρόκειτο για περιστατικό ομοφυλοφιλίας – εκεί μάλλον έρχονταν τρέχοντας.
Τελικά, ο άντρας αποφασίζει να καλέσει την αστυνομία. Σιγά-σιγά οι γείτονες στην πολυκατοικία ξυπνούν και μαθαίνουν για την επίθεση. Μια από τις φίλες της Κίττυ, η Σοφία Φαράρ είχε άκουσε τις φωνές μια γυναίκας μέσα στη νύχτα. Ωστόσο, όταν κοίταξε με τον άντρα της από το παράθυρο, δεν είδαν τίποτα εξαιτίας του κακού φωτισμού. Όταν, λοιπόν, έμαθε για την επίθεση βγήκε ουρλίαζοντας να δει τη φίλη της. Μάρτυρες ανέφεραν ότι η Σοφία Φαράρ, χωρίς καν να γνωρίζει αν ο δράστης ήταν ακόμη στην περιοχή, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι της και αγκάλιασε το αιμόφυρτο σώμα της Κίττυ, λέγοντάς της πως «όλα θα πάνε καλά». Η Κίττυ Τζενοβέζε αφήνει την τελευταία της πνοή μέσα στο ασθενοφόρο.
Αστική απάθεια ή παραπληροφόρηση
Και τότε, από πού προκείπτει ο αριθμός των «38 μαρτύρων»; Από τα στοιχεία της αστυνομίας γνωρίζουμε ότι μόνο δύο άντρες είδαν ακριβώς τι συνέβη. Ο ένας πήγε για ύπνο κι ο άλλος κάλεσε την αστυνομία. Συνολικά, η αστυνομία μίλησε μόνο με 5-6 μάρτυρες. Επίσης το ίδιο βράδυ κι άλλοι γείτονες προσπάθησαν να πάρουν τηλέφωνο το αστυνομικό τμήμα για να αναφέρουν τα ουρλιαχτά που είχαν ακούσει. Κάποιοι βρήκαν τη γραμμή απασχολημένη και δεν κατάφεραν να μιλήσουν. Άλλους τους επιβεβαίωσε ο τηλεφωνητής ότι η αστυνομία είχε ενημερωθεί και βρισκόταν καθόδόν. Η υπόθεση δεν έλαβε σχεδόν καμία κάλυψη από τον Τύπο. Ένα-δύο δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες, ανέφεραν ότι μια κοπέλα δολοφονήθηκε άγρια από άγνωστο άντρα. Καμία αναφορά σε «38 μάρτυρες».
Λίγες μέρες μετά, ο δημοσιογράφος Α.Μ. Ρόσενθαλ των Νew York Times, βγαίνει για φαγητό με τον αρχηγό της αστυνομίας, με τον οποίο ήταν χρόνια φίλοι. Εκεί ακούει για πρώτη φορά την ιστορία της Κίττυ Τζενοβέζε. Είναι άγνωστο τι ακριβώς ειπώθηκε σε εκείνο το δείπνο. Είτε ο αρχηγός της αστυνομίας «φούσκωσε» τα γεγονότα, είτε ο δημοσιογράφος διάνθισε την ιστορία με πολλά ψευδή στοιχεία, ώστε να την κάνει πιο σοκαριστική κι εν τέλει «πιασάρικη». Η δολοφονία γίνεται πρωτοσέλιδο: 38 μάρτυρες και δεν έκαναν τίποτα.
Κάτι που τα ρεπορτάζ της εποχής αναφέρουν μόνο επιδερμικά είναι ότι ο δράστης συνελήφθη μόλις 5 μέρες μετά τη δολοφονία, ενώ προσπαθούσε να ληστέψει ένα σπίτι. Γείτονες τον είδαν και τον σταμάτησαν, μέχρι που ήρθε η αστυνομία. Φυσικά, κι αυτό το στοιχείο λείπει από τις δημοσιεύσεις, αφού δε συμβαδίζει με το γενικότερο αφήγημα της απάθειας του bystander effect. Κατά την διάρκειας της ανάκρισης, ο 29χρονος Γουίνστον Μόσλι ομολόγησε ότι είχε σκοτώσει την Τζενοβέζε καθώς και άλλα 2 άτομα. Σύμφωνα με την ψυχιατρική γνωμάτευση, ήταν νεκρόφιλος. Τελικά, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η ιστορία του από εκεί και πέρα έχει πολύ ενδιαφέρον -απέδρασε, επιτέθηκε ξανά σε γυναίκες, κλπ. Προτείνω να την ψάξετε, αλλά στο συγκεκριμένο άρθρο ήθελα να μιλήσω κυρίως για το bystander effect.
Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η αστικοποίηση επέφερε ένα είδος αδιαφορίας κι αποξένωσης, κάνοντας τους ανθρώπους πιο ψυχρούς και λιγότερο αλληλέγγυους. Πάνω σε αυτό το αφήγημα, το bystander effect ήρθε και «κούμπωσε» τέλεια. Ήταν περίτρανη απόδειξη ότι πράγματι οι άνθρωποι έχουν χάσει την ανθρωπιά τους. Κι ας βασίστηκε όλο αυτό σε αβάσιμα έως ψευδή στοιχεία. Άλλωστε, ειδικά μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη, έχει αποδείξει ότι είναι κοινωνικά και πολιτικά αλλληλέγγυα και ενεργή, καθώς από εκεί ξεκίνησαν τόσα κινήματα και διαμαρτηρίες (βλ. Stonewall, οργανώσεις και πορείες για τα δικαιώματα των ΑμΕΑ, γυναικών, αφροαμερικανών και άλλων μειονοτήτων).
Το 2016 η New York Times παραδέχτηκαν μεν ότι μερικά στοιχεία του αρχικού ρεπορτάζ δεν έστεκαν, αλλά τόνιζε ότι δε πρέπει να κολλήσουμε στους αριθμούς. Κι όμως αυτοί οι αριθμοί, μετέτρεψαν την ιστορία της Κίττυ Τζενοβέζε σε κάτι που ποτέ δεν ήταν.
Μελετώντας αυτήν την υπόθεση, αυτό που μένει δεν είναι το bystander effect. Ενώ το φαινόμενο αυτό υπάρχει, η υπόθεση της Κίττυ δεν είναι το ιδανικό παράδειγμα. Αυτό που μένει είναι η παραπληροφόρηση και η δραματοποίηση των ΜΜΕ στο βωμό των πρωτοσέλιδων. Ο τρόμος που βίωναν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, σε μια κοινωνία όπου η ομοφιλοφυλία ήταν έγκλημα αλλά η ενδοοικογενειακή βία όχι. Η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας της Νέας Υόρκης (NYPD). Η ομοφοβία με την οποία η αστυνομία, η γειτονιά και η οικογένεια της Κίττυ αντιμετώπισαν τη σύντροφό της. Μένει η Σοφία Φερράρ, που βγήκε τρέχοντας να αγκαλιάσει το σώμα της φίλης της, χωρίς να υπολογίζει κανέναν κίνδυνο.
Ο δημοσιογράφος Άνγκους Τζόνσον έγραψε: «Η υπόθεση Τζενεβέζε δεν είναι απλώς μια ιστορία περί ατομικής ηθικής ευθύνης. Είναι επίσης μια ιστορία για τους κακοήθεις και διεφθαρμένους θεσμούς και τις διαβρωτικές τους επιπτώσεις στις ζωές μας».