Είναι ανυπόφορο να δουλεύουμε το καλοκαίρι, ιδίως όταν δεν έχουμε τη δυνατότητα να ελπίζουμε σε μερικές διακοπές. Στη Γαλλία της δεκαετίας του 1930, το εργατικό κίνημα έβαλε τον αγώνα για διακοπές σε προτεραιότητα – υποχρώνοντας τα αφεντικά να πληρώνουν για το χρόνο που περνάμε στην παραλία.

Ο ήλιος δεν έλαμπε για την αστική Γαλλία το καλοκαίρι του 1936. Οι κυρίες της αριστοκρατικής κοινωνίας γκρίνιαζαν για τις ορδές των προλετάριων που εισέβαλαν και καταλάμβαναν πολύ χώρο στις αγαπημένες τους παραλίες– οι εστιάτορες στην Κυανή Ακτή ανησυχούσαν ακόμη και για το αν οι εργάτες των εργοστασίων που κατέφθαναν στα θέρετρά τους θα ήξεραν να χρησιμοποιούν το μαχαίρι και το πιρούνι. Τον Ιούνιο, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Σοσιαλιστών είχε εγγυηθεί σε κάθε εργαζόμενο διακοπές δύο εβδομάδων με αποδοχές, κάνοντας τις καλοκαιρινές διακοπές πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους. Πλέον, οι εργάτες θα μπορούσαν να παύσουν να φτιάχνουν ποδήλατα και μπαγκέτες για ένα δεκαπενθήμερο και να ξεκινήσουν να φτιάχνουν κάστρα στην άμμο – και τα αφεντικά τους όφειλαν να τους πληρώσουν γι’ αυτό.

Ο νόμος που παρείχε στους εργάτες περίοδο διακοπών ψηφίστηκε από τον Εβραίο σοσιαλιστή πρωθυπουργό Léon Blum, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Μάιο εκείνης της χρονιάς. Ωστόσο, η αλλαγή οφειλόταν κυρίως στο ισχυρό απεργιακό κίνημα που ακολούθησε μετά την εκλογή του. Σε ολόκληρο τον κόσμο, τα εργατικά συνδικάτα είχαν από καιρό αντισταθεί στην κυριαρχία της εργασίας επί της ζωής: η γενική απεργία που ξεκίνησε στο Σικάγο την Πρωτομαγιά του 1886 απαιτούσε «οκτώ ώρες για δουλειά, οκτώ ώρες για ξεκούραση, οκτώ ώρες για ό,τι επιθυμούμε». Μετά από τη νίκη της αναγνώρισης των νομικών ορίων των εργάσιμων ωρών και την επινόηση των σαββατοκύριακων, στον εικοστό αιώνα, η σταυροφορία του εργατικού κινήματος επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση των διακοπών με αποδοχές.

Έχοντας αρχικά εδραιωθεί στη Γαλλία, οι διακοπές με αποδοχές σύντομα καθιερώθηκαν και αλλού, σε πολλές περιπτώσεις συνοδευόμενος από δικαιώματα όπως το επίδομα ασθενείας και η άδεια μητρότητας. Αλλά ο αγώνας για διακοπές δεν εξαντλούνταν στη παραχώρηση λίγων ημερών ελευθερίας μια φορά τον χρόνο, μόνο και μόνο για να επιστρέψουν τελικά στη γραμμή της παραγωγής. Με την επιρροή της αναδυόμενης μαζικής κουλτούρας, ο αγώνας για να διευρυνθεί ο ελεύθερος χρόνος αφορούσε και τον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών στις οποίες ζούμε. Οι Γάλλοι εργάτες δεν κέρδισαν μόνο το δικαίωμα στις διακοπές, αλλά επίσης έχτισαν ξενώνες, κατασκηνώσεις και κοινωνικές λέσχες όπου μπορούσαν να περάσουν τον χρόνο τους καλύτερα και να τον περάσουν όλοι μαζί, συλλογικά

Οικοδομώντας μια μεγάλη σκηνή

Ο ελεύθερος χρόνος αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο πολιτικών διεκδικήσεων. Το πρώιμο εργατικό κίνημα υπήρξε μια κυψέλη από κοινότητες και συνεταιρισμούς μέσω των οποίων οι εργαζόμενοι συγκέντρωναν τους πόρους τους για να αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ελεύθερο χρόνο τους. Από το 1919, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές δήμαρχοι του Ivry-sur-Seine, ενός προαστίου του Παρισιού, διαχειρίστηκαν ένα ταμείο αλληλεγγύης για να προσφέρουν στα παιδιά των εργατών εκδρομές στη θάλασσα. Όπως ακριβώς οργανισμοί όπως η YMCA προωθούσαν μορφές ψυχαγωγίας συμβατές με τις χριστιανικές αξίες, τα εργατικά κόμματα δημιουργούσαν δικές τους ψυχαγωγικές, αθλητικές και κοινωνικές δραστηριότητες – στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου που διέθεταν.

Το καλοκαίρι του 1936, χρειάστηκε η κυβερνητική παρέμβαση για την καθολική εφαρμογή του επιδόματος αδείας που προηγουμένως είχε επιτευχθεί από μια μικρή μειοψηφία εργατών. Αλλά η επιτυχία αυτή δεν οφειλόταν μόνο στον Léon Blum, ή στο Λαϊκό Μέτωπο που είχε ενώσει τους Σοσιαλιστές με τους ριζοσπάστες φιλελεύθερους και τους κομμουνιστές. Πράγματι, το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου που ανακοινώθηκε πριν τις εκλογές του Μαΐου του 1936 ήταν αρκετά συγκρατημένο – υποσχόταν να εθνικοποιήσει τις βιομηχανίες και να δώσει μεγαλύτερες ελευθερίες στα εργατικά σωματεία, αλλά το αίτημα του για «μείωση της εργάσιμης εβδομάδας χωρίς μείωση στην εβδομαδιαία επιμισθία» δεν έλεγε ποια μείωση μπορούσε να γίνει και πότε.

Ο εκλογικός θρίαμβος του Λαϊκού Μετώπου στις 3 Μαΐου 1936 – λαμβάνοντας το 57% των ψήφων – ενέπνευσε μια ευρύτερη ατμόσφαιρα αλλαγής. Στις 11 Μαΐου, οι εργάτες κατέλαβαν ένα εργοστάσιο αεροσκαφών για να απαιτήσουν την επαναπρόσληψη δύο συναδέλφων τους που απολύθηκαν επειδή απεργούσαν την Πρωτομαγιά- αυτό προκάλεσε τη δράση αλληλεγγύης των λιμενεργατών, πυροδοτώντας ένα ευρύτερο κίνημα. Η απεργία εξαπλώθηκε σε χιλιάδες χώρους εργασίας σε όλη τη Γαλλία, με τη συμμετοχή περίπου 2 εκατομμύρια εργαζομένων. Η επαναστατική ατμόσφαιρα στα κατειλημμένα εργοστάσια έδειξε όχι μόνο ότι οι εργαζόμενοι αισθάνονταν ενδυναμωμένοι, αλλά και ότι είχαν υψηλές προσδοκίες για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.

Ενθαρρυμένος από το μεγάλο απεργιακό κύμα -αλλά επίσης επιφυλακτικός απέναντι στις παρατεταμένες κοινωνικές συγκρούσεις- ο Blum επιδίωξε έναν συμβιβασμό με τους εργοδότες που θα ικανοποιούσε επίσης τους ακτιβιστές των μεγαλύτερων εργατικών κομμάτων. Στις 7-8 Ιουνίου, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός, τα συνδικάτα και οι εργοδότες υπέγραψαν τη Συμφωνία του Matignon, η οποία θέσπισε μια πιο λεπτομερή -και, μάλιστα, πιο ριζοσπαστική- εκδοχή των δεσμεύσεων του μανιφέστου του Λαϊκού Μετώπου. Τα αφεντικά όφειλαν να αποδεχτούν τον περιορισμό της εβδομαδιαίας εργασίας σε σαράντα ώρες (χωρίς απώλεια μισθού), τις διευρυμένες συνδικαλιστικές ελευθερίες και τουλάχιστον δύο εβδομάδες πληρωμένων διακοπών για κάθε εργαζόμενο.

Η Δημοκρατία της Νεολαίας

Οι εργαζόμενοι είχαν κερδίσει το δικαίωμα στις διακοπές με αποδοχές μέσω της αλληλεγγύης, και αυτό ακριβώς το πνεύμα ήταν που διαμόρφωσε και τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιούσαν τον χρόνο των διακοπών. Αυτό διαμορφώθηκε επίσης από προηγούμενες συζητήσεις σχετικά με το τι πραγματικά σήμαιναν οι διακοπές. Στην εποχή του Καρλ Μαρξ, ένα ταξίδι στην παραλία συχνά ήταν συνδεδεμένο με την πρακτική της αποκατάστασης της υγείας, μακριά από τη βρωμιά και την κάπνα της πόλης – η ιστορικός Υvonne Kapp σημειώνει πως ο Μαρξ είχε εμμονή με τα οφέλη των εκδρομών σε παραθαλάσσια μέρη –«τόσο για την ιατρική όσο και την κοινή γνώμη, η δεύτερη πανάκεια μετά το αλκοόλ». Αλλά το πώς περνούσαν οι εργάτες τον ελεύθερο τους χρόνο παρέμενε ένα έντονα διφορούμενο ζήτημα στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Gary Gross, αρκετοί σοσιαλιστές κατήγγειλαν τις επιβλαβείς συνέπειες που είχε η εργασιακή ρουτίνα στο εργοστάσιο στα μυαλά των εργατών, αποστερώντας τους την ενέργεια και τη διανοητική ενάργεια για να κάνουν περισσότερα από το να καταναλώνουν με παθητικό τρόπο ψυχαγωγία. Η κριτική για τα αθλήματα- θεάματα και τον τζόγο ήταν αρκετά διαδεδομένη στο εργατικό κίνημα. Οι υποστηρικτές της αυτοσυγκράτησης εξέφραζαν όχι μόνο τον χριστιανικό ηθικισμό, αλλά και την αναγνώριση ότι οι εργάτες δε μπορούν να ξοδεύουν το οικογενειακό εισόδημα στο αλκοόλ. Τα αριστερά κόμματα έδιναν έμφαση στην πολιτική εκπαίδευση, αλλά επίσης και σε δραστηριότητες όπως η συμμετοχή σε μουσικές μπάντες αλλά και σε περιηγήσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους εργάτες σε πιο φωτισμένες επιδιώξεις και δραστηριότητες.

Ωστόσο, η Αριστερά ήθελε να κάνει περισσότερα από το να ενσωματώσει τους πολιτικοποιημένους εργάτες- ειδικότερα όταν η ακροδεξιά προωθούσε το δικό της όραμα για μαζικές δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο. Από το 1925, οι οργανώσεις του ιταλικού φασισμού «Μετά τη δουλειά» και «Balilla» παρείχαν επιδοτούμενες από το κράτος δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο και από το 1935 το πρόγραμμα της ναζιστική Γερμανίας «Ενδυνάμωση μέσω της ευχαρίστησης» αξιοποιούσε κρατικούς πόρους για να ενισχύσει αθλητικές δραστηριότητες και συλλογικές διακοπές που προωθούσαν στρατιωτικές και εθνικές αξίες, υπερβαίνοντας τις ταξικούς διαχωρισμούς. Το Λαϊκό Μέτωπο έπρεπε λοιπόν να προωθήσει το δικό του δημοκρατικό όραμα για αυτό που θα μπορούσε να σημαίνει η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.

Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στη δουλειά που έκανε o υφυπουργός αθλητισμού και ελεύθερου χρόνου στην κυβέρνηση του Blum, μια θέση την οποία είχε καταλάβει ο Léo Lagrange. Αντανακλώντας τους διαφορετικούς στόχους της πολιτικής για τον ελεύθερο χρόνο, αυτός ο ρόλος που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου αρχικά ανατέθηκε στο Υπουργείο Υγείας αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Αλλά οι επιλογές του Lagrange επίσης αντανακλούσαν τις διαφορές μεταξύ σοσιαλιστικών και φασιστικών στόχων. Όπως το έθετε, το ενδιαφέρον του Λαϊκού Μετώπου ήταν όχι μόνο η χαλάρωση, αλλά να αναδείξει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων της εργασίας. Ειδικότερα, σε αντίθεση προς την αθλητική ελίτ που αναδείχθηκε στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, ο Lagrange στόχευε «λιγότερο στο να δημιουργήσει πρωταθλητές και να οδηγήσει 22 παίκτες στο στάδιο μπροστά από 40,000 ή 10,000 θεατές, αλλά στο να  προσκαλέσει τη νεολαία της χώρας να πηγαίνει πιο συχνά στον στίβο και στην πισίνα».

Το κλειδί εδώ ήταν η έμφαση στη δυνατότητα του ελεύθερου χρόνου να γεφυρώνει τους ταξικούς διαχωρισμούς . Ο Lagrange, όχι μόνο ήταν χορηγός της «Ολυμπιάδας του Λαού» στη Βαρκελώνη, εναλλακτική απάντηση στους Ολυμπιακούς αγώνες του Χίτλερ, αλλά ο ίδιος έκανε ξεναγήσεις στο Παρίσι στους εργάτες γης από άλλες περιοχές. Η κυβερνητική υποστήριξη για αυτό-οργανωμένες ενώσεις που καλλιεργούσαν μια συλλογική διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, ελεύθερη από τον πατερναλισμό που συνδεόταν με την εκκλησία ή τις άλλες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες: Για τον Lagrange, αυτό θα επέτρεπε στον «ανθρακωρύχο, τον τεχνίτη, τον οικοδόμο, τον υπάλληλο και τον δάσκαλο να κατανοήσουν σταδιακά την ενότητα της ανθρώπινης εργασίας».

Αυτό βρήκε ανταπόκριση σε πρωτοβουλίες από τα κάτω. Από το 1935 έως το 1938, η «Ένωση Εργατικού Αθλητισμού και Γυμναστικής» του συνδικάτου CGT αυξήθηκε από 42.000 σε 100.000, καθώς υιοθέτησε το κάλεσμα για ένα «κλαμπ για κάθε εργοστάσιο». Φυσικά, όπως ακριβώς οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να πηγαίνουν διακοπές χωρίς άδεια μετ’ αποδοχών, έπρεπε επίσης να μπορούν να περνούν τον χρόνο τους με χαμηλό κόστος. Τα επιδοτούμενα ταξίδια με το τρένο (με έκπτωση 40%) αποτελούσαν έναν βραχίονα αυτής της πολιτικής, αλλά επίσης καθοριστικής σημασίας ήταν και τα τοπικά συμβούλια του Λαϊκού Μετώπου, οργανώσεις όπως η οργάνωση «Διακοπές για όλους» (που υποσχόταν «κάτι περισσότερο από μια εκδοχή του αστικού τουρισμού με χαμηλότερες τιμές») και η ένωση των ξενώνων νεολαίας CLAJ.

Όπως υποδήλωνε το όνομά της, η CLAJ – το « Κοσμικό Κέντρο Ξενώνων Νεολαίας » – ήταν μια εναλλακτική λύση στις θρησκευτικές οργανώσεις ψυχαγωγίας, ενώ αντίθετα βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό υπό κομμουνιστική επιρροή. Αύξησε κατά πολύ την παρουσία της κατά την εποχή του Λαϊκού Μετώπου, από 45 ξενώνες το 1933 σε 90 το 1935 και σε 450 το 1938. Η παροχή φθηνών καταλυμάτων για δεκάδες χιλιάδες νέους έθρεψε επίσης τη χειραφέτηση των κοινωνικών ηθών και αντιλήψεων. Αν και οι πολιτικές συζητήσεις αποθαρρύνονταν, , το περιοδικό le Cri des Auberges της CLAJ διακήρυσσε ότι «κάθε ξενώνας αποτελεί μια δημοκρατία της νεολαίας», διαχωρίζοντας τη θέση του από το μοντέλο των «οικογενειακών διακοπών» που εν μέρει προωθούνταν από την προπαγάνδα του Λαϊκού Μετώπου.

Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Siân Reynolds, ο ρόλος του προγράμματος CLAJ ήταν ιδιαίτερα σημαντικός λόγω των πιο ελευθεριακών κοινωνικών ηθών που προωθούσε, και ιδίως λόγω του γεγονότος ότι δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ των δύο φύλων (αν και οι κοιτώνες ήταν ξεχωριστοί). Η κοινή κοινωνικοποίηση μεταξύ ανδρών και γυναικών, η επικράτηση της καθομιλουμένης tu (εσύ) έναντι της επίσημης vous (εσείς) και η απουσία ενδυματολογικών κανόνων για τις γυναίκες βασίστηκαν στην υπάρχουσα πρακτική της Κομμουνιστικής Νεολαίας, αλλά επίσης υπονόμευαν τις έμφυλες ιεραρχίες: για τη Lucette Heller-Goldenberg, «έβαλαν τέλος στις εσφαλμένες συσχετίσεις μεταξύ ενός νεαρού κοριτσιού που φιλοδοξούσε να βρει σύζυγο και ενός νεαρού άνδρα που έψαχνε για θύμα».

Εικονογράφηση: @artificial_vandalism / Olafaq

Μια αχτίδα φωτός

Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ήταν όλο χαμόγελα και ήλιο – εξάλλου, σε τελική ανάλυση, είχε δημιουργηθεί ως ένας αμυντικό ανάχωμα ενάντια στον αναδυόμενο φασισμό και κάποιοι από τους συναδέλφους του Lagrange έβλεπαν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον «τα πατριωτικά οφέλη» της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης από ότι την ικανότητα του εγχειρήματος αυτού να μετασχηματίσει την οικογενειακή ηθική. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική του Blum επέφερε σημαντικές αλλάγες, συμπεριλαμβανομένης της ανάδυσης παρόμοιων πρακτικών στη Βρετανία. Αν και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο Westminster είχαν αποτύχει το 1929 και το 1936, το αναδυόμενο αίτημα των εργατικών συνδικάτων για διακοπές με αποδοχές, εμπνευσμένο από το γαλλικό παράδειγμα, πέτυχε να αυξηθεί ο αριθμός των εργατών που δικαιούνταν άδεια με αποδοχές από 1.5 εκατομμύριο το 1935 στα 7.75 εκατομμύρια τον Μάρτιο του 1938.

Η οικονομική πίεση και ο εμφύλιος στην Ισπανία οδήγησαν το Λαϊκό Μέτωπο σε διάλυση το ίδιο φθινόπωρο. Οι φιλελεύθεροι ριζοσπάστες στράφηκαν προς τους συντηρητικούς, υπονομεύοντας σημαντικά μέτρα που είχε εισάγει ο Blum, τα οποία καταργήθηκαν εντελώς κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ο ίδιος ο Lagrange σκοτώθηκε στο μέτωπο τον Ιούνιο του 1940. Ο Blum στο μεταξύ δικάστηκε με την κατηγορία της προδοσίας το 1942. Υπερασπιζόμενος με σθένος τις θέσεις του, χρησιμοποίησε την αίθουσα του δικαστηρίου για να παρουσιάσει την πολιτική του για τον ελεύθερο χρόνο, σε αντιπαράθεση προς τη ρητορική του καθεστώτος Vichy για τις οικογενειακές αξίες. Για τον εβραϊκής καταγωγής σοσιαλιστή, οι διακοπές με αποδοχές πρόσφεραν μια «αχτίδα φωτός στις σκοτεινές και δύσκολες ζωές», όχι μόνο «προσφέροντας τους κάποιες υποδομές για την οικογενειακή ζωή αλλά δίνοντας τους και μια υπόσχεση για το μέλλον- μια ελπίδα».

Αυτή η αχτίδα φωτός θα έμενε στη μνήμη πολλών για πολλά χρόνια. Οι στίχοι του τραγουδιού του Charles Trenet’s (1936) “Y’a d’la joie” αντιλαλούσαν για χρόνια, όπως και οι φωτογραφίες του Henri Cartier Bresson και του φωτογράφου Pierre jamet αποτύπωσαν τη χαρά της ζωής (joie de vivre)της πεζοπορίας και της κατασκήνωσης στο ύπαιθρο. Το φως του καλοκαιριού του 1936 ωστόσο χάθηκε από τη σκοτεινιά που ακολούθησε υπό την εξουσία του καθεστώτος Vichy. Ορισμένοι ιστορικοί σκιαγραφούν αυτή την περίοδο ως μία ανακουφιστική μυθολογία- για τον Julian Jackson, οι εικόνες του πλήθους να χαιρετούν τα τρένα που αναχωρούσαν από τον σταθμό έχουν γίνει σύμβολα του 1936 αντίστοιχα με εκείνες τις εικόνες των οδοφραγμάτων του 1968.

Το καλοκαίρι του 1940, οι παριζιάνικες οικογένειες ετοίμασαν τις βαλίτσες τους για ένα διαφορετικό ταξίδι – την εκκένωση της πρωτεύουσας ενόψει της γερμανικής εισβολής. Ωστόσο, ακόμη και στις σκοτεινές ημέρες της κατοχής, το καλοκαίρι που είχε προηγηθεί τέσσερα χρόνια πριν, είχε δημιουργήσει τις πιο ευτυχισμένες τους αναμνήσεις. Πλέον δεν υπήρχαν ούτε τα κομμουνιστικά ούτε τα σοσιαλιστικά κόμματα, αφού είχαν απαγορευτεί από τους συντηρητικούς και από τον Vichy αντίστοιχα. Αλλά οι δομές που δημιούργησαν οι εργάτες για να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον σκληρά κερδισμένο ελεύθερο χρόνο τους δημιούργησαν επίσης ιστούς αλληλεγγύης που επιβίωσαν ακόμη και κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς μετά τη γερμανική εισβολή, η CLAJ αποτέλεσε τη βάση της ένοπλης αντίστασης.

Σήμερα, ο ελεύθερος χρόνος μας αντιμετωπίζει εχθρούς διαφορετικούς από τα τάγματα εφόδου των ναζί. Οι εργοδότες εκμεταλλεύονται τόσο τις επισφαλείς συνθήκες όσο και τα κινητά μας τηλέφωνα για να μας κρατούν συνεχώς σε ετοιμότητα, καθηλωμένους στις δουλειές μας και απελπισμένους για περισσότερες βάρδιες και απολαβές. Αλλά οι διακοπές με αποδοχές αφορούν ακριβώς την απελευθέρωσή μας από το δίλημμα ανάμεσα στον ελεύθερο χρόνο και την απαραίτητη για εμάς εργασία – πρόκειται για μια υποχρέωση όλων των εργοδοτών να μας πληρώνουν για ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου μας, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν. Στη Γαλλία της δεκαετίας του 1930, ο αγώνας για τις διακοπές δημιούργησε μια γενική αναβάθμιση των συνθηκών όλων των εργαζομένων, εις βάρος των αφεντικών τους. Αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε σήμερα.

Με πληροφορίες από: Jacobin