«Ήταν το καλοκαίρι που πέθανε ο Κολτρέιν. Το καλοκαίρι του “Crystal Ship”. Τα παιδιά των λουλουδιών σήκωναν στον αέρα τα άδεια χέρια τους και η Κίνα έκανε δοκιμές υδρογονοβόμβας. Ο Τζίμι Χέντριξ έβαζε φωτιά στην κιθάρα του στο Μοντερέι. Το ραδιόφωνο στα μεσαία έπαιζε το “Ode to Billy Joy”. Ταραχές ξεσπούσαν στο Νιούαρκ, στο Μιλγουόκι και στο Ντιτρόιτ. Ήταν το καλοκαίρι της ταινίας Elvira Madigan, το καλοκαίρι της αγάπης. Και σε αυτήν τη ρευστή, αφιλόξενη ατμόσφαιρα, μια τυχαία συνάντηση άλλαξε την πορεία της ζωής μου. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα τον Robert Mapplethorpe».

Photography © Lloyd Ziff

Αν κάποιος έλεγε στον Lloyd Ziff το καλοκαίρι του 1968, ότι μόλις είχε φωτογραφίσει ένα από τα πιο επιτυχημένα ζευγάρια καλλιτεχνών του 20ού αιώνα, και ότι θα γινόταν ένας από τους πιο περιζήτητους καλλιτεχνικούς διευθυντές της Αμερικής για περιοδικά όπως το Rolling Stone και το Vanity Fair, μάλλον θα του ζητούσε ευγενικά λίγο από τα παραισθησιογόνα που είχε πάρει. Και όμως, μια φωτογραφική μηχανή και μια αυτοσχέδια φωτογράφιση με την Smith και τον Mapplethorpe,  ήταν το σημείο που ξεκίνησαν όλα γι’ αυτόν. Κάθε θρύλος ξεκινάει ως ένας  συνηθισμένος άνθρωπος με όνειρα και φιλοδοξίες, αλλά υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που μπορούν να μιλήσουν μαζί τους και λιγότεροι ακόμα εκείνοι που έχουν τιν ικανότητα να αναγνωρίσουν το μελλοντικό σημαντικό αποτύπωμά τους. Ο φωτογράφος Lloyd Ziff είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Πολύ πριν η Smith γράψει το πρώτο της άλμπουμ, Horses, το 1975, ο Ziff ήταν μέλος μιας δημιουργικής τριάδας που περιλάμβανε εκτός από αυτόν, την Patti Smith και τον Robert Mapplethorpe. Στα swinging 60s ήταν όλοι τους απλά νέοι, ανοιχτόμυαλοι δημιουργικοί που πειραματίζονταν με την τέχνη τους και έχτιζαν πάνω σε κάθε τι που έβρισκαν. Η μουσική δεν είχε γίνει ακόμα ο κυρίαρχος παράγοντας στη ζωή της Smith. Εκείνη την εποχή απλώς κυνηγούσαν θησαυρούς μέχρι να βρουν τα πραγματικά τους πάθη.

Ο Ziff φοίτησε στο διάσημο Ινστιτούτο Pratt στο Μπρούκλιν, όπου γνώρισε τον συμφοιτητή του Robert Mapplethorpe. Οι δυο τους ζούσαν σε φτηνά διαμερίσματα σε κοντινή απόσταση από τη σχολή, ο Ziff ήταν μόνος του και ο Mapplethorpe ήταν με τη φίλη του άγνωστη εκείνη την εποχή, Patti Smith. «Πολλοί άνθρωποι εκείνοι την περίοδο ήταν εκκολαπτόμενοι καλλιτέχνες, όλοι σπουδάζαμε σε μια σχολή καλών τεχνών, αλλά ο Robert και η Patti ήταν καλλιτέχνες ήδη χωρίς να το ξέρουν. Είχαν έντονα τη φιλοδοξία στο βλέμμα τους. Είχαν μια επιθυμία για αναγνώριση, μπορούσες να το νιώσεις, και ήταν ολοφάνερο», θυμάται. Στις φωτογραφίες του ο Ziff, καταγράφει αυτές τις “ήρεμες πριν από την καταιγίδα”, στιγμές της καριέρας του Mapplethorpe και της Smith μέσα από δύο σημαντικές χρονιές, το 1968 και το 1969. Οι φωτογραφίες του Ziff απεικονίζουν τον Mapplethorpe και τη Smith ακριβώς αυτό που ήταν: δύο νέους, ελκυστικούς καλλιτέχνες των είκοσι ετών, που διψούσαν για τη μεγάλη τους ευκαιρία. Aποτυπώνει μια στιγμή που η Patti Smith και ο Mapplethorpe ήταν νέοι, αχώριστοι, απόλυτα μποέμ και εντελώς άγνωστοι.

Photography © Lloyd Ziff

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και οι τρεις τους ζούσαν στο Μπρούκλιν με ελάχιστα χρήματα. Πήγαιναν στη Νέα Υόρκη με το μετρό, εκεί που ο Andy Warhol έκανε όλα αυτά τα πράγματα για τα οποία διάβαζαν, άκουγαν και συχνά τον συναντούσαν σε κάποια υπόγεια προβολή ταινίας τα μεσάνυχτα κάπου. «Ο κόσμος έπαιρνε ναρκωτικά και θυμάμαι ότι το ’68 άνοιξε ένα κλαμπ στο East Village που λεγόταν “The Electric Circus”, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια μεγάλη αίθουσα χορού με ψυχεδελικό σόου σε μια παλιά πολωνική εκκλησία. Ήταν πολύ διασκεδαστικό να παίρνεις LSD και να τρελαίνεσαι όλη τη νύχτα. Ο Ρόμπερτ και εγώ ήμασταν φίλοι επειδή ήμασταν και οι δύο παρείσακτοι εκεί. Δεν νομίζω ότι μιλήσαμε ποτέ για το ότι είμαστε γκέι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν γίναμε καλοί φίλοι. Δεν νομίζω ότι κάποιος από εμάς ήξερε ότι ήταν γκέι, απλά αναγνωρίζαμε κάτι λίγο διαφορετικό από τους περισσότερους ανθρώπους και ανταποκριθήκαμε σε αυτό ο ένας στον άλλον, γι’ αυτό και με εμπιστεύτηκε να τραβήξω γυμνές φωτογραφίες εκείνου και της Patti. Όταν είσαι είκοσι ενός ετών περίπου, προσπαθείς να καταλάβεις ποιος ακριβώς είσαι ούτως ή άλλως. Αυτό απλά ενισχύθηκε από τη δεκαετία του ’60 και την αίσθηση ότι όλα άλλαζαν», αφηγείται.

«Στην πρώτη φωτογράφιση στο διαμέρισμά τους στο Μπρούκλιν, αυτό που ήθελα πραγματικά να αποτυπώσω ήταν δύο όμορφοι νέοι άνθρωποι – ένας άντρας και ένα κορίτσι – που ήταν φιλόδοξοι, ταλαντούχοι καλλιτέχνες. Μου άρεσε πραγματικά να τους κοιτάζω. Πήρα ένα μάθημα φωτογραφίας στο τελευταίο μου εξάμηνο στο Pratt, και είχα τη τύχη να έχω έναν καθηγητή με μεγάλη επιρροή, τον Arthur Freed. Δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα διάσημος, αλλά ήταν ένας σπουδαίος μέντορας για μένα και μου δίδαξε κάτι που με επηρέασε πραγματικά σε όλη μου τη ζωή. Είναι εύκολο να βγάλεις μια κακή φωτογραφία, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να βγάλεις μια φωτογραφία αγάπης. Η Patti και ο Robert ήταν τόσο όμορφοι, όχι σαν συμβατική ομορφιά – αν και ο Robert ήταν πολύ όμορφος – αλλά απλά έντονοι. Είχαν πραγματικά αυτή την “επιθυμία” να βγουν στον κόσμο και να αφήσουν το στίγμα τους. Ο Robert δεν ήταν φωτογράφος όταν κάναμε αυτές τις φωτογραφίες και η Patti δεν ήταν τραγουδίστρια. Δεν είχε καν συγκρότημα ή κάτι τέτοιο και θεωρούσε τον εαυτό της ποιήτρια και ίσως  εικαστικό καλλιτέχνη. Εγώ απλά φωτογράφιζα όλους τους φίλους μου που πήγαιναν σε σχολή καλών τεχνών, και ήθελαν να αφήσουν το στίγμα τους στον κόσμο, και απλά έτυχε ο Robert και η Patti να είναι οι πιο φιλόδοξοι», αναπολεί ο Ziff.

Photography © Lloyd Ziff

Στην πρώτη σειρά φωτογραφιών, τα ασπρόμαυρα πορτρέτα του ζευγαριού που τραβήχτηκαν στο μικρό τους διαμέρισμα στην Hall Street του Μπρούκλιν, η Smith και ο Mapplethorpe κοιτάζουν έντονα το φακό της κάμερας, με φόντο βινύλια, βιβλία, σκίτσα και πίνακες, στριμωγμένα σε ράφια και τοποθετημένα σχεδόν σε κάθε εκατοστό του τοίχου. Ο Ziff είχε ρωτήσει τον Mapplethorpe νωρίτερα εκείνη την ημέρα αν θα μπορούσε να περάσει από εκεί για να τραβήξει φωτογραφίες εκείνου και της Smith, χωρίς να συνειδητοποιήσει πόσα λίγα χρήματα είχε για να εμφανίσει το φιλμ. «Μπορείτε να δείτε από το contact sheet ότι τράβηξα μόνο μισό ρολό φιλμ. Εμφάνισα το φιλμ στην ντουλάπα και όπως φαίνεται από το contact πέρασε λίγο φως και μερικά από τα καρέ καταστράφηκαν», προσθέτει.

Το 1968 ο Mapplethorpe ρώτησε τον Ziff αν μπορούσε να έρθει με την Patti στο σπίτι του, στο Greenwich Village. Η ιδέα ήταν ότι ο Ziff θα έβγαζε γυμνές φωτογραφίες του ζευγαριού για ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ που ήθελε να κάνει ο Mapplethorpe. «Δεν είχα ποτέ τραβήξει σε στούντιο με φώτα ή οτιδήποτε άλλο, οπότε απλά ήρθαν στο μικρό υπόγειο διαμέρισμά μου», εξηγεί. «Αγοράσαμε μια λάμπα και τη στερεώσαμε σε μια ξύλινη καρέκλα, έβγαλαν τα ρούχα τους και εγώ τράβηξα τις φωτογραφίες», εξηγεί ο Ziff. Αν και το πρότζεκτ, το οποίο ο Mapplethorpe ονόμασε “Κήπος των γήινων απολαύσεων”, προφανώς από τον ομώνυμο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, δεν έγινε ποτέ, οι λήψεις του καθενός σε προφίλ, γονατιστές, με τα μάτια τους δεμένα και τα χέρια τους σε στάση προσευχής, παραπέμπουν τόσο στην αυστηρή καθολική ανατροφή του Mapplethorpe, όσο και σε μια προαναγγελία της ερωτικής, έντονα bondage αισθητικής του μελλοντικού του έργου. «Μετά από αυτό έχασε το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία», αναφέρει ο Ziff, «αλλά το πιο ενδιαφέρον πράγμα ήταν όταν η Patti είπε στον Robert, “Ξέρεις Robert, αν θέλεις να βγάζεις φωτογραφίες γιατί δεν μαθαίνεις να το κάνεις μόνος σου;”». Τον επόμενο χρόνο ο Mapplethorpe θα έπαιρνε μια Polaroid και θα άρχιζε να φωτογραφίζει ο ίδιος.

Photography © Lloyd Ziff

Εκείνη τη περίοδο,το 1968, αμφιβάλλω αν ο Robert ή η Patti γνώριζαν ακριβώς πού οδηγούσε ο δρόμος στον οποίο βρίσκονταν. Ο Robert έκανε γλυπτά, κολάζ, πίνακες και σχέδια, και η Patti έκανε το ίδιο και επίσης έγραφε. Αλλά ήξεραν και δεν αμφισβήτησαν ποτέ ότι ο δρόμος στον οποίο βρίσκονταν ονομαζόταν ART. Η σχέση τους πέρασε από όλα τα επίπεδα. Φωτογράφου, μοντέλου, ερωτική και μετά το χωρισμό τους, φιλική. Αλλά από πίσω υπήρχε μια βαθύτερη επαφή εμπιστοσύνης και στήριξης, που οι δύο άνθρωποι βοήθησαν σε τέτοιο βαθμό ο ένας τόν άλλο, που ουσιαστικά άλλαξαν την πορεία της προσωπικής ζωής τους. «Γελούσαμε με τους εαυτούς μας, λέγοντας ότι ήμουν ένα κακό κορίτσι που προσπαθούσε να είναι καλό και ότι εκείνος ήταν ένα καλό αγόρι που προσπαθούσε να είναι κακό. Με τα χρόνια φτάσαμε να αποδεχτούμε τη διπλή μας φύση. Περιείχαμε αντίθετες αρχές, το φως και το σκοτάδι», αναφέρει η Patti Smith στο βιβλίο της “Just kids”.

Photography © Lloyd Ziff

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την εποχή στη ζωή του Mapplethorpe πριν από τις πρωτοποριακές εικόνες γυμνής, σεξουαλικότητας και φετιχισμού που αργότερα καθόρισαν το έργο του ως φωτογράφου. Ήταν το 1972, λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Mapplethorpe θα συναντούσε τον επιμελητή τέχνης Sam Wagstaff, ο οποίος θα αποδεικνυόταν μέντορας, προστάτης και πρώτος εραστής του στην καθοριστική για τη ζωή του πορεία προς τη σεξουαλική αφύπνιση. «Ο Ρόμπερτ κι εγώ αναγνωρίσαμε κάτι ο ένας στον άλλον, κάπως υποσυνείδητα, για το οποίο δεν μιλήσαμε ποτέ πραγματικά», εξηγεί ο Ziff. «Μπορεί να ήμασταν και οι δύο ομοφυλόφιλοι, αλλά κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό πολύ στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εκτός αν ήσουν υπερβολικά εκδηλωτικός. Αλλά ο Robert ζούσε με την Patti και εγώ είχα μια κοπέλα κάθε τόσο, οπότε δεν ήταν κάτι για το οποίο μιλούσαμε πολύ συχνά».

Photography © Lloyd Ziff

Παρόλα αυτά, ο Ziff περιγράφει τη δεκαετία του ’60 ως μία από τις σπουδαιότερες δεκαετίες της ζωής του. «Σπουδάζαμε τέχνη και όλοι ήταν λίγο καλλιτέχνες και λίγο παράξενοι. Ήταν το τέλος της δεκαετίας του ’60 και οι άνθρωποι απλά μαστούρωναν πολύ με οτιδήποτε, οπότε όλοι ήταν αρκετά έντονοι», θυμάται. Ωστόσο, κοιτάζοντας αυτές τις εικόνες και γνωρίζοντας όσα ξέρουμε τώρα για τον πρόωρο θάνατο του Mapplethorpe από AIDS το 1989, υπάρχει μια έντονη προαίσθηση, η οποία μπορεί να μοιάζει σχεδόν με μικρά προμηνύματα. Στο “Frame 20A”, για παράδειγμα, η Smith βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, σε εστίαση, ενώ ο Mapplethorpe κάθεται πίσω της: μια όμορφη ασπρόμαυρη θολούρα, με μάτια μαυρισμένα από τις σκιές που ρίχνουν τα σγουρά μαλλιά του.

Photography © Lloyd Ziff

Για τον Ziff, οι εικόνες αυτές λειτουργούν ως χρονοκάψουλα. «Δεν είναι ότι τις έβγαλα από το συρτάρι ή από κάτω από το κρεβάτι μετά από 50 χρόνια, τις γνώριζα όλα αυτά τα χρόνια, απλώς δεν έκανα ποτέ τίποτα μαζί τους», λέει. «Αυτό που πραγματικά με ευχαριστεί είναι ότι μπορώ να τις βγάλω έξω στον κόσμο και να μοιραστώ αυτή τη στιγμή στο χρόνο, που ήταν πραγματικά πολύ καιρό πριν, με όλους όσους τώρα μπορεί να ενδιαφέρονται για αυτό. Είναι ένα πραγματικά ικανοποιητικό, όμορφο συναίσθημα να πιστεύεις ότι έκανα κάτι που ενδιαφέρει τον κόσμο, και ιδιαίτερα μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Όχι μόνο επειδή ο Robert και η Patti έγιναν θρυλικές μορφές της τέχνης, αλλά επειδή οι φωτογραφίες είναι επίσης πολύ καλές».