Υπήρξε η πρώτη μεγάλη θρησκευτική αίρεση των ΗΠΑ, ένα κοινόβιο στο οποίο επιτρεπόταν η πολυερωτικότητα και εκεί όπου αναπτύχθηκαν ιδέες όπως ο σοσιαλισμός: ήταν το Oneida Community.

Την πρώτη φορά που είδατε τη λέξη “Oneida”, πιθανόν να το κάνατε γκουγκλάροντας ασημικά ή μαχαιροπήρουνα: τα Oneida Limited ήταν όντως μια παλιά, φημισμένη μάρκα ασημικών και ειδών τραπεζιού.

Ή, πάλι, αν είστε αθεράπευτα μουσικόφιλοι, να σας έρχεται στο νου το ομώνυμο αμερικανικό συγκρότημα από τη Νέα Υόρκη.

Στην πραγματικότητα, το Oneida είναι το όνομα μιας φυλής Πρώτων Εθνών που κατείχε ένα μεγάλο μέρος της πολιτείας της Νέας Υόρκης πολύ πριν αυτή ονομαστεί πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Πάντως, η αλήθεια είναι (και δεν ξεγράφεται) ότι η μάρκα ασημικών Oneida Limited προέκυψε όντως από αυτήν την σοσιαλιστική χριστιανική ουτοπία του 19ου αιώνα, γνωστή ως «Κοινότητα Oneida».

Οι αρχές της Oneida Community

Η Κοινότητα Oneida ιδρύθηκε το 1848 και λειτούργησε για λίγο περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Ήταν βαθύτατα επαναστατική για την εποχή της, ανοίγοντας το δρόμο για την πρόοδο των δικαιωμάτων των γυναικών αλλά και των εργαζομένων. Κοινώς, σοσιαλισμός και φεμινισμός πήγαιναν χέρι-χέρι.

Στο κοινόβιο με έδρα τον ποταμό Ονέιντα στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, οι γυναίκες των τελών του 19ου αιώνα μπορούσαν και έκοβαν τα μαλλιά τους κοντά, εγκατέλειπαν τον πατροπαράδοτο τότε κορσέ και έκαναν την ίδια δουλειά με τους άνδρες. Όλοι δούλευαν τέσσερις έως έξι ώρες την ημέρα και κανείς δεν συγκέντρωνε υλικά αγαθά – ούτε έπιπλα, ούτε ωραία ρούχα.

Και μετά φυσικά είχαμε και όλα εκείνα τα στοιχεία που κατέστησαν την Oneida ως μια sui generis αίρεση: Τα μέλη της κοινότητας ακολουθούσαν ένα σύστημα “σύνθετου γάμου”, πιστεύοντας ότι οι ερωτικές, ανοιχτές σεξουαλικές σχέσεις θα μπορούσαν να τους φέρουν πιο κοντά στο Θεό.

Πίστευαν ότι ο «υγρός ηλεκτρισμός» (sic) του πνεύματος του Ιησού Χριστού ρέει μέσα από τις λέξεις και το άγγιγμα και ότι μια αλυσίδα σεξουαλικών επαφών θα δημιουργούσε μια πνευματική «μπαταρία» τόσο φορτισμένη με την ενέργεια του Θεού, ώστε η κοινότητα θα υπερέβαινε την αθανασία, δημιουργώντας τον επίγειο παράδεισο.

Αίρεση κανονική και με το νόμο δηλαδή.

Η Ellen Wayland-Smith, απόγονος μελών της κοινότητας Oneida, εμβαθύνει στην ιστορία της οικογένειάς της στο βιβλίο της «Oneida: Από την ουτοπία της ελεύθερης αγάπης στο καλά στρωμένο τραπέζι».

Οι πρώιμες επιχειρήσεις της Oneida περιλάμβαναν την κονσερβοποίηση φρούτων και λαχανικών και την κατασκευή παγίδων για ζώα, αλυσίδων και μεταξωτής κλωστής ραπτικής. Ήταν ο προ-προ-προπάππους της Γουέιλαντ-Σμιθ, ο Τσαρλς Κράγκιν, ο οποίος το 1877 πρότεινε στην κοινότητα να αρχίσει να κατασκευάζει κουτάλια στην αποικία της στο Γουόλινγκφορντ του Κονέκτικατ, κοντά στον ορμητικό ποταμό Κουίνιπιακ.

Κάπως έτσι, η αίρεση διαλύθηκε γύρω στο 1880 και έγινε… εταιρεία.

Τη δεκαετία του 1890, η Oneida Community Limited αποφάσισε να επικεντρωθεί στην κατασκευή μαχαιροπήρουνων. Για περίπου 110 χρόνια, η εταιρεία ασημικών… μεγαλούργησε. Ωστόσο, η δεκαετία του 2000 δεν ήταν καλή για την Oneida, οπότε τα στελέχη της αναγκάστηκαν να καταθέσουν αίτηση πτώχευσης το 2006 και να πουλήσουν τη μάρκα.

Όμως προτρέχουμε και εν αρχή υπήρξε μόνο και αποκλειστικά η αίρεση…

Στιγμιότυπο από την έπαυλη της κοινότητας Oneida, η οποία αντιμετώπιζε συνεχείς επικρίσεις στον Τύπο για τις αντισυμβατικές σεξουαλικές πρακτικές της.

Πολυερωτισμός στους κόλπους της Oneida

Το βιβλίο της Wayland-Smith ξεκινά τον Ιούλιο του 1948, όταν η εταιρεία κατασκευής μαχαιροπήρουνων Oneida Limited γιόρταζε τα 100α γενέθλια της Κοινότητας με μια μεγάλη και πλήρης επισημότητας γιορτή. Αυτό που δεν γνώριζαν οι παρευρισκόμενοι στη γιορτή αυτή ήταν ότι ένα φορτηγό με έγγραφα που τεκμηρίωναν με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τα σεξουαλικά πειράματα της Κοινότητας Oneida είχε μόλις μεταφερθεί στη χωματερή της πόλης Oneida και είχε πυρποληθεί.

Η καύση των εγγράφων, η οποία έγινε το 1947, περιλάμβανε ημερολόγια των αρχικών μελών, επιστολές, καθώς και σημειώσεις και ημερολόγια της κοινότητας όσον αφορά τις σεξουαλικές πρακτικές τους.

Ευτυχώς για της Wayland-Smith, δεν χάθηκαν όλα τα έγγραφα.

Ενώ το μεγάλο αρχείο που συγκέντρωσε ο εκ των επικεφαλής της Κοινότητας Ονεϊντα, Τζορτζ Γουόλινγκφορντ Νόις, κάηκε, άλλα μέλη της οικογένειας κράτησαν ημερολόγια και επιστολές. Όλα αυτά, μαζί με βιβλία και εφημερίδες που η κοινότητα κυκλοφόρησε κανονικά, στεγάζονται τώρα στη Συλλογή της Κοινότητας Ονέιντα στο Πανεπιστήμιο Syracuse.

Ο ιδρυτής και πρώτος της ηγέτης

Η Κοινότητα Ονέιντα ξεκίνησε – όπως οι περισσότερες αιρέσεις ή ουτοπίες – από το όραμα ενός χαρισματικού ηγέτη, στην προκειμένη περίπτωση ενός ιεροκήρυκα ονόματι Τζον Χάμφρεϊ Νόις. Γεννημένος σε μια εύπορη οικογένεια στο Putney του Vermont το 1811, ο Noyes, ένας αδέξιος και εσωστρεφής κοκκινομάλλης, μεγάλωσε με το παράπονο ότι ενώ ένιωθε πολύ σεξουαλικά ενεργός, εντούτοις δεν έβρισκε γυναίκες προκειμένου να εκτονώσει αυτό το σεξουαλικό του πάθος.

Όταν η βαθιά θρησκευόμενη μητέρα του τον έστειλε σε ένα τύπου κάμπινγκ το φθινόπωρο του 1831, ο 20χρονος (ακόμη παρθένος) Νόις ανακάλυψε ότι μπορούσε να διοχετεύσει όλη την ερωτική του ενέργεια στον Χριστιανισμό.

Εκείνη τη χρονική συγκυρία, πολλοί από τους χριστιανούς πάστορες υποστήριζαν ότι η επιστροφή του Χριστού ήταν επικείμενη. Υιοθέτησαν μια κυριολεκτική ανάγνωση του βιβλίου της Αποκάλυψης, το οποίο λέει ότι ο Ιησούς θα επιστρέψει και θα κυβερνήσει τη γη για 1.000 χρόνια.

Το κοινόβιο του John Humphrey Noyes ήταν μία από τις πολλές αιρέσεις που προέβλεπαν πώς θα συνέβαινε αυτό. Πολλά θρησκευτικά κινήματα και αιρέσεις του 19ου αιώνα βασίζονταν στη ιδέα ότι «ο Χριστός επιστρέφει».

Ο Noyes ένιωσε τότε αυτή την ανάγκη να ενταχθεί στον κλήρο. Παρακολούθησε σεμινάρια στο Andover στο Newton της Μασαχουσέτης για ένα χρόνο και στη συνέχεια στο Yale. Τον Φεβρουάριο του 1834, ισχυρίστηκε ότι «είχε επιτύχει την πλήρη αγιότητα στη Γη και, ως εκ τούτου, τίποτα από όσα έκανε δεν θα ήταν ποτέ αμαρτία».

Την ίδια στιγμή, ο Νόις κατόρθωσε να προσηλυτίσει μια νεαρή γυναίκα, την Άμπιγκεϊλ Μέρβιν. Όμως, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1835, ο Νόις έμαθε ότι η Μέρβιν (την οποία προόριζε για γυναίκα του) ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον άνδρα.

Για να παρηγορηθεί, υιοθέτησε τη δημοφιλή αντίληψη του 19ου αιώνα περί «πνευματικών συζύγων», σύμφωνα με την οποία τα ζευγάρια παντρεύονταν για γήινους λόγους, όπως η οικονομική σταθερότητα, αλλά ο αληθινός σύντροφος ψυχής ενός άνδρα ή μιας γυναίκας θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Που είναι, βασικά, η βάση όλου αυτού του πολυερωτισμού.

Ο Noyes έγραψε στην Merwin ένα γράμμα για να της εξηγήσει την ιδιότητά της ως πνευματικής του συζύγου.  Τον Ιανουάριο του 1837, ο Noyes έγραψε ένα γράμμα σε έναν φίλο του, εξηγώντας τη μετατόπισή του από την πίστη στις πνευματικές συζύγους στην πνευματική πολυγαμία – η οποία, όπως επέμενε, θα εφαρμοζόταν στη γη μόλις έφτανε ο Ιησούς.

«Όσο μεγάλωνε, φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο John Humphrey Noyes είχε πρόβλημα με τα κορίτσια», λέει η Wayland-Smith.

Όλα αλλάξαν το φθινόπωρο του 1837, όταν μια προσηλυτισμένη γυναίκα από το Βερμόντ, μια πλούσια νεαρή ονόματι Χάριετ Χόλτον, έστειλε 80 δολάρια του Νόις για να εξοφλήσει τους πιστωτές του στην Ιθάκη, και οι δυο τους άρχισαν να αλληλογραφούν.

Τον Ιούνιο του 1838, ο Noyes ζήτησε από τη Holton να τον παντρευτεί με τον όρο ότι «δεν θα ήταν αποκλειστικοί ο ένας στον άλλον στην ελεύθερη κοινωνία της παγκόσμιας οικογένειας του Θεού».

Γρήγορα, μετακόμισε με την Holton στο Putney και εκεί τους ακολούθησαν δύο ακόμη προσηλυτισμένοι του Noyes, ο George και η Mary Cragin.

Με τη βοήθεια της κληρονομιάς του Noyes από τον θάνατο του πατέρα του, η μικρή αυτή ομάδα ίδρυσε μια κοινότητα που ανέπτυξε περαιτέρω την ιδέα του «Βιβλικού Κομμουνισμού», όπου οι προσηλυτισμένοι μοιράζονταν ό,τι είχαν και μπορούσαν. Μέχρι τον Μάρτιο του 1843, η κοινότητα είχε 35 νεοσύλλεκτους.

Η μετάβαση από την αφηρημένη, θεωρητική πολυγαμία του Νόις στην πραγματική εξωσυζυγική σεξουαλική ζωή δεν έγινε μέχρι το 1846, αφού ο Cragin εξέφρασε την σεξουαλική έλξη του για τη σύζυγο του Νόις, τη Χάριετ.

Τα δύο ζευγάρια, οι Noyes και οι Cragins, συναντήθηκαν και συμφώνησαν στον πρώτο «σύνθετο γάμο» της κοινότητας, που θα γινόταν πράξη όταν έφτανε η βασιλεία του Χριστού.

Τρία άλλα ζευγάρια – οι αδελφές του Noyes και οι σύζυγοί τους και η Mary και ο Stephen Leonard – προσχώρησαν στον ίδιο γάμο και οι 10 αυτοί άνθρωποι υπέγραψαν μια συμφωνία που έλεγε ότι «ο John H. Noyes είναι ο πατέρας μας και ο επιστάτης μας που το Άγιο Πνεύμα έχει θέσει πάνω στην οικογένεια που συγκροτήθηκε με αυτόν τον τρόπο».

Η αίρεση των Oneida είχε μόλις πάρει σάρκα και οστά.

Η εκδίωξη από το Βερμόντ και η νέα εγκατάσταση των Oneida

Ο John και η Harriet Noyes μετακόμισαν στο σπίτι των Cragins, ενώ οι αδελφές του Noyes καλωσόρισαν τους Leonards στο οικογενειακό τους σπίτι σε κοντινή απόσταση.

Και εκεί αρχίσαν επισήμως… οι αλλαξοκωλιές (που λέμε).

Τα υπόλοιπα 25 μέλη της Εταιρείας παρέμειναν στο σκοτάδι σχετικά με αυτή τη νέα… «ρύθμιση».

Όμως, ο περίπλοκος αυτός γάμος δεν θα παρέμενε μυστικός για πολύ καιρό. Ο Noyes εκμυστηρεύτηκε σε έναν νέο φίλο τις πολλαπλές σχέσεις του. Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1847, αυτός ο φίλος του τον πρόδωσε και μετέφερε τα νέα για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του Noyes στον εισαγγελέα του Βερμόντ. Ο Noyes συνελήφθη με την κατηγορία της μοιχείας.

Η κατακραυγή των κατοίκων του Putney για την «ανήθικη συμπεριφορά» της ομάδας, τους ανάγκασε έκανε να διαφύγουν στις αρχές του 1848 σε ένα αγρόκτημα στο Oneida Creek της Νέας Υόρκης, μέρος του πρώην καταυλισμού των αυτόχθονων Oneida.

Εκεί, ο Noyes αποφάσισε ότι, προκειμένου «να καταργηθεί ο εγωισμός και η αποκλειστικότητα», τα μέλη της ομάδας, που πλέον ονομαζόταν Κοινότητα των Ονέιντα, 84 συνολικά τον αριθμό, θα έπρεπε να ζουν κάτω από μία κοινή στέγη.

Ευτυχώς, η Κοινότητα είχε προσελκύσει μεγάλο αριθμό τεχνιτών, όπως ξυλουργούς, οι οποίοι βοήθησαν στην κατασκευή μιας τριώροφης κατοικίας που ονομάστηκε Μέγαρο. Ο Noyes γρήγορα δημιούργησε παραρτήματα των Oneida στο Μπρούκλιν (1849-1855) καθώς και στο Γουόλινγκφορντ του Κονέκτικατ (1851-1880).

Στο Μπρούκλιν, ο Noyes εγκαινίασε μια εβδομαδιαία εφημερίδα, την «Εγκύκλιο της Ελεύθερης Εκκλησίας», για να προωθήσει τη θεολογία του Βιβλικού Κομμουνισμού.

 

Τα παντρεμένα ζευγάρια που προσχωρούσαν στο κοινόβιο έπρεπε να εγκαταλείψουν το πνεύμα της σεξουαλικής κτητικότητας και της ζήλειας. Μητέρες και παιδιά ή ζευγάρια εραστών που έδειχναν υπερβολική προσκόλληση θα τιμωρούνταν.

Ένα άλλο κτίριο στο αγρόκτημα μετατράπηκε σε “Σπίτι των Παιδιών”, όπου όλα τα παιδιά της Κοινότητας, ηλικίας ενάμισι έως 12 ετών, θα ανατρέφονταν από νοσοκόμες και δασκάλους. Ο Noyes πίστευε ότι το να ευνοεί κανείς τα δικά του παιδιά έναντι των άλλων ήταν επίσης αμαρτία. Η ιδέα των Oneidans ήταν ότι αν δείξεις μεροληψία σε κάποιο μέλος, όλη η κοινότητα καταρρέει.

Ο Noyes πίστευε ότι ο απόλυτος τρόπος για να φορτιστεί η «μπαταρία του Θεού» της Κοινότητας ήταν μέσω του σεξ, και αν τα μέλη είχαν αρκετό «ηλεκτρικό σεξ» στο όνομα του Ιησού, θα μπορούσαν να επιτύχουν την αθανασία στη γη.

Καθώς τα παιδιά της Κοινότητας γίνονταν έφηβοι, η αχαλίνωτη λίμπιντό τους απειλούσε να αποσταθεροποιήσει το σύστημα του σύνθετου γάμου, οπότε ο Noyes βρήκε μια λύση:
Κάθε αγόρι που ενηλικιώνονταν, συνήθως γύρω στα 14, θα μυούνταν στο σεξ από μια πνευματικά ευσεβή πλην μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα.

Εν τω μεταξύ, τα κορίτσια που είχαν περάσει την εφηβεία – εκείνη την εποχή, η ηλικία συναίνεσης στη Νέα Υόρκη ήταν τα 12 έτη – θα έχαναν την παρθενιά τους από τον ίδιο τον Noyes (ο οποίος κόντευε τα 40 του χρόνια).

Αν και δεν υπάρχουν αρχεία για συντροφικές σχέσεις αδελφού-αδελφής ή παιδιού-γονέα, οι Ονεϊντανοί αποδέχονταν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ θείων και ανιψιών καθώς και πρώτων εξαδέλφων.

Η «συνέντευξη» που σήμαινε σεξ

Η λέξη «συνέντευξη» [Interview] ήταν ο ευφημισμός των Ονεϊντάν για ένα σεξουαλικό ραντεβού. Ήταν κυρίως άνδρες αυτοί που ζητούσαν τις συνεντεύξεις, αλλά ποτέ δεν θα ζητούσαν απευθείας από μια γυναίκα. Δύο ηλικιωμένες, σεβαστές γυναίκες της Κοινότητας λειτουργούσαν ως μεσολαβητές.

Ένας άνδρας έλεγε: «Θέλω να πάρω συνέντευξη από την τάδε» και ζητούσε από αυτή τη μεσάζουσα να μιλήσει στη γυναίκα. Θεωρητικά, η γυναίκα μπορούσε να αρνηθεί χωρίς να ντραπεί. Στην πράξη όμως, η ομάδα ήταν αρκετά μικρή ώστε να υπάρχει σίγουρα κάποια κοινωνική πίεση του στυλ «Θα είναι καλό για σένα να κάνεις σεξ με αυτό το άτομο».

Και φυσικά οι υπόλοιποι της κοινότητας παρακολουθούσαν ως αυτόπτες μάρτυρες την όλη πράξη.

Εγκράτεια από τον αυνανισμό και ένα πείραμα ευγονικής

Ο Noyes έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ανδρική εγκράτεια», όπου ενθάρρυνε τους άνδρες οπαδούς του να αντιστέκονται στην εκσπερμάτιση. Το 1869, εμπνευσμένος από τις θεωρίες της εξέλιξης του Καρόλου Δαρβίνου και του Francis Galton, καθιέρωσε το δικό του πείραμα ευγονικής που ονόμασε “stirpiculture”.

Σε αντίθεση με άλλους ευγονιστές που ακολούθησαν, ο Noyes δεν ενδιαφερόταν να εξαλείψει συγκεκριμένες φυλές (όλοι στην Κοινότητα Oneida ήταν λευκοί), φυσικά χαρακτηριστικά, ασθένειες ή παραμορφώσεις: ο Noyes ήθελε απλά να αναπαράγει τους οπαδούς του με βάση την ηθική τους φύση, ελπίζοντας ότι οι πιο άγιοι ανάμεσά τους θα γεννούσαν μια φυλή αθανάτων.

Η φυλή αυτή ονομαζόταν «stirpicults». Στη δεκαετία που διήρκεσε η stirpiculture, 10 από τα 62 παιδιά-stirpicults που γεννήθηκαν εντός της κοινότητας ήταν παιδιά του ίδιου του Noyes, ο οποίος ήταν τότε μεταξύ 58 και 68 ετών.

Φεμινισμός και σοσιαλισμός

Τόσο η ματαιοδοξία όσο και η συσσώρευση υλικών αγαθών αποδοκιμάζονταν στην Κοινότητα Oneida. Επίσης, για πρακτικούς λόγους, οι γυναίκες έκοβαν τα μαλλιά τους κοντά, απέρριπταν τους κορσέδες που φορούσαν γενικά οι βικτοριανές γυναίκες και φορούσαν παντελόνια κάτω από τα φορέματά τους.

Ενώ ο Noyes δεν θεωρούσε ότι οι γυναίκες βρίσκονταν στο ίδιο πνευματικό επίπεδο με τους άνδρες, οι εργασιακές πρακτικές της Oneida έδιναν επίσης στις γυναίκες ένα σημαντικό ποσοστό ελευθερίας – ελευθερίες που δεν θα τολμούσαν να προτείνουν ούτε καν οι πρώτες σουφραζέτες της εποχής εκείνης.

Χάρη στο «Σπίτι των Παιδιών», οι γυναίκες απαλλάσσονταν από τα βάρη της οικιακής εργασίας και της φροντίδας των παιδιών, οπότε τους επιτρεπόταν να εκτελούν την ίδια σκληρή σωματική εργασία με τους άνδρες. Οι γυναίκες ήταν ακόμη ευπρόσδεκτες να εκτελέσουν «εγκεφαλική εργασία», όπως η συγγραφή.

«Οι Oneidans δεν προσποιήθηκαν ούτε για ένα λεπτό ότι οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες», λέει στο βιβλίο της η Wayland-Smith. «Αλλά στην πράξη, οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε μπορούσαν να κάνουν οι άνδρες. Θεωρούσαν παράλογο το γεγονός ότι οι βικτοριανές γυναίκες φορούσαν μακριές φούστες και κορσέδες και είχαν αυτόν τον μεγάλο σωρό μαλλιών που τις εμπόδιζε να κινηθούν. Οι γυναίκες της Oneida ασχολούνταν με τις ίδιες σωματικές δραστηριότητες με τους άνδρες, και η Κοινότητα πίστευε ότι αυτό ήταν υγιές. Οι γυναίκες αθλούνταν. Έβγαιναν έξω και έκοβαν δέντρα. Η Oneida κατέρριψε τη δημοφιλή ιδέα ότι υπήρχε μια οικιακή σφαίρα όπου οι γυναίκες διέπρεπαν και μια δημόσια σφαίρα όπου οι άνδρες διέπρεπαν».

Πολλές γυναίκες ήταν λογιστές στις επιχειρήσεις της Κοινότητας. Μια γυναίκα ήθελε να γίνει οδοντίατρος και έτσι πήρε μαθήματα από τον κοινοτικό οδοντίατρο και έγινε βοηθός οδοντιάτρου.

Ο proto-φεμινισμός επιτεύχθηκε με κάποιο τρόπο και σειρά είχε ο σοσιαλισμός.

Στην αρχή, το υβρίδιο κομμουνισμού και καπιταλισμού της Κοινότητας ήταν εντελώς ουτοπικό.

«Στην αρχή, είχαν αυτά τα πολύ λογικά ωράρια εργασίας, τέσσερις με έξι ώρες την ημέρα, και τα καθήκοντά τους άλλαζαν συνεχώς», λέει η Wayland-Smith. «Αν κουραζόσουν να δουλεύεις στο εργοστάσιο παγίδων, μπορούσες να δουλέψεις κάπου αλλού. Υπήρχε πάντα μια ιδανική ισορροπία μεταξύ της οικιακής και της “εμπορικής” εργασίας».

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, μετά τις βάρδιες εργασίας του, ένα μέλος της κοινότητας ήταν ελεύθερο να μελετήσει τη Βίβλο, να διαβάσει λογοτεχνία, να μάθει μια άλλη γλώσσα, να εξασκηθεί σε ένα μουσικό όργανο, να αθληθεί ή να κάνει μια βόλτα στο δάσος. Μετά το δείπνο, η Κοινότητα είχε τη νυχτερινή της συνάντηση, που συχνά ακολουθούσε συναυλία, χορός, ανάγνωση ή κάποιου είδους παράσταση. Σαν θερινή, παιδική κατασκήνωση.

«Οι Oneidans ήταν φανατικοί οπαδοί της μουσικής και όλοι τους έπαιζαν μουσικά όργανα», λέει η Wayland-Smith. «Η Κοινότητα είχε χορούς και νυχτερινές συναυλίες. Είχαν μια βιβλιοθήκη 4.000 βιβλίων και παρήγγειλαν συνεχώς νέα βιβλία.Κάθε βράδυ διάλεγαν ένα μυθιστόρημα για να το διαβάσουν δυνατά και όποιος ήθελε μπορούσε να έρθει να το ακούσει. Ήταν μια πολύ εγγράμματη κοινότητα. Είχαν μεγάλο ζήλο για την εκπαίδευση. Εκπαίδευαν τα παιδιά στα δικά τους σχολεία, αλλά είχαν επίσης μαθήματα για ενήλικες σε θέματα όπως τα ελληνικά, η φυσική και η χημεία».

Η άλλη όψη του νομίσματος

Όσο ονειρικά κι αν ακούγονται όλα αυτά, οι Ονεϊδάνες έπρεπε να υποβάλλονται σε έντονο έλεγχο που ονομαζόταν «Αμοιβαία Κριτική». Οι Oneidans δεν επιτρεπόταν να συσσωρεύουν προσωπικά αντικείμενα εκτός από τα βασικά έπιπλα και ρούχα. Οι Oneidans δεν είχαν κοσμήματα και φορούσαν τα τυπικά, απλά ρούχα της Κοινότητας. Δεν χειρίζονταν ποτέ χρήματα.

Μέχρι το 1860, οι Oneidans είχαν φτάσει τους 250, και επέλεξαν να χτίσουν ένα «Νέο Σπίτι» που ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από το παλιό Μέγαρο -το οποίο άνοιξε επίσημα για χρήση στις 20 Φεβρουαρίου 1862.

Ωστόσο, η κοινότητα δεν είχε τα έσοδα που περίμενε προκειμένου να συντηρεί και να αυτοσυντηρείται.

Οπότε, το 1877, ο προ-προπάππους της Wayland-Smith, ο Charles Cragin, ο οποίος ζούσε στην αποικία της Κοινότητας στο Wallingford του Connecticut, είχε μια φανταστική ιδέα.

«Υπήρχε ένα εργοστάσιο ασημικών ακριβώς πάνω στον ποταμό Quinnipiac, απέναντι από το αγρόκτημα της Κοινότητας Oneida», λέει η Wayland-Smith. «Και μια μέρα, ο προ-προ-προπάππους μου καθόταν στις όχθες του ποταμού και παρακολουθούσε το εργοστάσιο κατάντη να παράγει ασημικά. Σκέφτηκε λοιπόν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν και αυτοί. Έτσι έχτισαν ένα εργοστάσιο και αγόρασαν τις μηχανές που χρειάζονταν για να παράγουν τα ασημικά».

Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα συνέπεσε με το τέλος της κοινότητας όπως την γνωρίζαμε μέχρι τότε.

Ο γερασμένος Noyes είχε κουφαθεί και δεν μπορούσε να μιλήσει στις συναντήσεις. Το γήρας του John Humphrey Noyes οδήγησε την Κοινότητα στο τέλος της.

Και καθώς τη δεκαετία του 1860, η Κοινότητα έστειλε 12 από τους νέους της στο πανεπιστήμιο του Γέιλ για να πάρουν πτυχία μηχανικής, ιατρικής και μαθηματικών, αυτή η εμπειρία στον έξω κόσμο και με τα ευρύτερα ρεύματα του θετικισμού και της επιστήμης άλλαξε το ρού της ιστορίας των Oneida.

Επιπλέον, και αφού το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε να θέσει εκτός νόμου την πολυγαμία, η εφημερίδα Syracuse Standard ανέφερε ότι οι αρχές της Κεντρικής Νέας Υόρκης ετοιμάζονταν να συλλάβουν τον John Humphrey Noyes, οπότε ο υπέργηρος Noyes διέφυγε στον Καναδά.

Στον έξω κόσμο, οι ανύπαντρες γυναίκες της Oneida και τα παιδιά τους θα υπέφεραν, χαρακτηριζόμενες ως «μοιχαλίδες» και «μπάσταρδα». Τον Αύγουστο του 1879, ο Noyes κάλεσε σε ψηφοφορία για τον τερματισμό του «σύνθετου γάμου», προκειμένου να προστατευθούν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Η Κοινότητα ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της πρότασης του Noyes, η οποία όρισε το τέλος του «σύνθετου γάμου» για τις 10 μ.μ. της 28ης Αυγούστου 1879.

Το τέλος της πνευματικότητας και η αρχή της επιχειρηματικότητας

Και ένα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1880, αποφασίστηκε ότι η Κοινότητα Oneida θα έπρεπε να διαλυθεί και να αναδιαρθρώσει τις επιχειρήσεις της ως ανώνυμη εταιρεία, την Oneida Community Limited.

Η αίρεση είχε δώσει την θέση της σε μια πολυμετοχική εταιρεία με (οικονομική) σάρκα και οστά.

Τη σκυτάλη της ηγεσίας πήρε ένας εκ των γιών του Νόις, ο Pierrepont, ο οποίος δεν ήθελε καμία από τις πνευματιστικές ανοησίες του πατέρα του. Σκεπτόμενος σαν επιχειρηματίας, ο Noyes αξιολόγησε τις οικονομικές προοπτικές του κάθε προϊόντος και, μέχρι το 1900, αποφάσισε ότι η Oneida θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις παραγωγής νημάτων και κονσερβοποιίας και να αφοσιωθεί στην κατασκευή ασημικών.

Ο Pierrepont Noyes και η OCL μπήκαν στην αγορά ασημικών, προσφέροντας μια μάρκα με την ονομασία “Community Plate” σε μοντέρνα σχέδια και απευθυνόμενος σε νεαρά ζευγάρια της μεσαίας τάξης που ήθελαν ωραία μαχαιροπήρουνα που ήταν λίγο πιο προσιτά.

Ωστόσο, ήταν εξίσου καθοριστική η συμβολή του ως προς τις εργασιακές συνθήκες των υπαλλήλων του.

Όταν ο Pierrepont επισκέφθηκε το σπίτι ενός από τους εργάτες του εργοστασίου του το 1895 και είδε τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε, αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Η απόφασή του ήταν έξυπνη: Ο Pierrepont άρχισε να πληρώνει στους εργάτες του εργοστασίου της OCL μισθούς άνω του μέσου όρου και ανέπτυξε ένα σύστημα καταμερισμού των κερδών για να εμπνεύσει την ολοένα και πιο αποτελεσματική εργασία.

Η εταιρεία προσέφερε επίσης στους υπαλλήλους της φθηνή γη και δάνεια για την ανέγερση σπιτιών, δημιουργώντας ένα χωριό κοντά στην Ονέιντα, το Sherrill. Στη συνέχεια, η OCL κατασκεύασε ένα σχολείο, μια εμπορική περιοχή, ένα κοινοτικό κέντρο και γήπεδα στο Sherrill, τα οποία παρείχαν αθλητικές δραστηριότητες, ταινίες και διαλέξεις για να κρατήσει τους εργαζόμενους από το να στηρίζονται στο ποτό για ψυχαγωγία.

Αυτό που ήταν εντυπωσιακό ήταν η πάγια πολιτική της εταιρείας να αναλαμβάνει η διοίκηση το κύριο βάρος των οικονομικών χτυπημάτων. Αντί να απολύει εργαζομένους σε δύσκολους καιρούς, οι διευθυντές έκαναν βαθιές περικοπές στους μισθούς τους. Επιπλέον, ο Πιέρποντ ενθάρρυνε όλους τους συγγενείς του να υιοθετήσουν έναν σεμνό τρόπο ζωής και να απορρίψουν την απληστία και την υπερβολή της νέας και αναδυόμενης αμερικανικής χρηματιστικής τάξης.

Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο Pierrepont πίστευε ότι οι προνομιούχοι θα έπρεπε να μάθουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που να δείχνει συμπόνια για τους μη έχοντες.

Το τέλος της μάρκας

Ωστόσο, η κυριαρχία των απογόνων της Κοινότητας Oneida στην Oneida Limited έφτανε στο τέλος της. Ο γιος του Pierrepont, P.T. Noyes, αποσύρθηκε από πρόεδρος της εταιρείας το 1981, και από εκείνο το σημείο και μετά, ο επικεφαλής της Oneida θα ήταν πάντα ένας «ξένος», αν και η οικογένεια διατηρούσε θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η American Airlines αφαίρεσε τα μεταλλικά μαχαιροπήρουνα από τα αεροπλάνα της, τερματίζοντας τη σχέση της με την Oneida. Η εταιρεία κατέθεσε αίτηση πτώχευσης το 2006. Η Oneida Limited πωλήθηκε το 2011, όταν συγχωνεύθηκε με την εταιρεία κατασκευής υαλικών Anchor Hocking.