Ίσως, αν σπούδαζες κοινωνικές επιστήμες ή ψυχολογία, να είχες ακούσει πρώτη φορά για το σκοτεινό πείραμα του Στάνφορντ σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας. Ίσως πάλι να έχεις δει κάποια από τις ταινίες που έχουν βασιστεί σε αυτό (αν όχι τότε να ξέρεις ότι μόνο η γερμανική αξίζει). Κι όμως, αυτό που οι περισσότεροι δε γνωρίζουν είναι ότι η ιστορία του πειράματος όπως την ξέρουμε δεν είναι παρά ένας αστικός μύθος. Σύμφωνα με την ιστορία, τον Αύγουστο του 1971 ο νεαρός καθηγητής ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο δημιουργεί μια προσομοίωση φυλακής στο υπόγειο του τμήματος ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Ως εθελοντές για το πείραμα επιλέγονται 24 άντρες φοιτητές, λευκοί, μεσοαστοί, χωρίς προηγούμενο ιατρικό ιστορικό ή ποινικό μητρώο. Η συμμετοχή στο πείραμα θα είναι ένα εύκολο χαρτζιλίκι γιαυτούς, λίγο πριν ξεκινήσει το νέο ακαδημαϊκό έτος. Στο υπόγειο του πανεπιστημίου, ρίχνουν κέρμα για να μοιράσουν τους ρόλους: οι μισοί θα είναι δεσμοφύλακες και οι υπόλοιποι φυλακισμένοι. Σκοπός του πειράματος είναι να δουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις των ρόλων αυτών στους ανθρώπους. Ο Ζιμπάρντο ενδιαφέρεται να μελετήσει πώς η εξουσία επηρεάζει τη διαμόρφωση ταυτοτήτων και συμπεριφορών. Λίγες μόλις ώρες αφότου έχει ξεκινήσει το πείραμα, παρατηρείται ένα ανατριχιαστικό φαινόμενο. Οι «δεσμοφύλακες» γίνονται ακραία βίαιοι και κακοποιητικοί. Από την άλλη, οι κρατούμενοι υιοθετούν έναν παθητικό ρόλο, αποδεχόμενοι τη βία που τους ασκείται. Το πείραμα ξεφεύγει γρήγορα κι ενώ το αρχικό σχέδιο ήταν να κρατήσει δύο εβδομάδες, τελικά αναγκάζονται να το διακόψουν την 6η μέρα.
Το πείραμα αυτό θεωρήθηκε σταθμός για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βοήθησε στο να αναλύσει σκοτεινές πτυχές της ιστορίας, όπως το ολοκαύτωμα, το δουλεμπόριο Αφρικανών και γενοκτονίες. Επίσης χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για να «σπρώξει» το αίτημα για μια αλλαγή στο σύστημα των φυλακών. Αν νέοι, νομοταγείς, «φυσιολογικοί» φοιτητές μπορούν να μετατραπούν σε τέρατα μόλις αποκτήσουν λίγη εξουσία, φανταστείτε τι συμβαίνει στις πραγματικές φυλακές. Κάτι έπρεπε να αλλάξει. Οι φυλακές έπρεπε να γίνουν πραγματικά ιδρύματα σωφρονισμού κι όχι κολαστήρια ψυχών.
Μόνο που το πείραμα δεν έγινε ακριβώς έτσι. Από το 2018 μέσα από επιστημονικές έρευνες, ιστορικές αναλύσεις και ρεπορτάζ, σημαντικά στοιχεία έχουν έρθει στην επιφάνεια που καταρρίπτουν το πείραμα όπως το ξέραμε.
Πρώτον, τόσο οι δεσμοφύλακες όσο και οι φυλακισμένοι, δεν άρχισαν να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο αυθόρμητα. Κάτι που ποτέ δεν αναφέρθηκε στην αρχική έρευνα ήταν ότι ο δρ Ζιμπάρντο είχε εκπαιδεύσει τους εθελοντές, εξηγώντας τους πώς ακριβώς πρέπει να συμπεριφέρονται. Αυτό το γνωρίζουμε γιατί το Στάνφορντ έχει δημοσιεύσει απομαγνητοφωνημένα κείμενα αλλά και ηχγραφήσεις του πειράματος. Έτσι, έχουμε πρόσβαση σε ό,τι έγινε και ειπώθηκε από την αρχή του πειράματος μέχρι το τέλος. Στα αρχεία αυτά ο Ζιμπάρντο εξηγεί λεπτομερώς στους φύλακες πώς θέλει να φερθούν. Αυτό στην επιστήμη λέγεται researcher bias, ή αλλιώς προκατάληψη του ερευνητή κι εμφανίζεται όταν οι πεποιθήσεις ή οι προσδοκίες του ερευνητή επηρεάζουν τον σχεδιασμό της έρευνας ή τη διαδικασία συλλογής δεδομένων.
Είναι προβληματικό γιατί έτσι δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε πώς αντιδρούν τα υποκείμενα φυσικά κι αυθόρμητα υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αντιθέτως, ο ερευνητής -είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα- σπρώχνει το αποτέλεσμα της έρευνας προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, μια κατεύθυνση που ταιριάζει περισσότερο με το αποτέλεσμα που θα ήθελε ο ίδιος να πάρει, για να ταιριάξει με τα πιστεύω του. Κι αυτό δεν γίνεται πάντα με κακό σκοπό. Ο Ζιμπάρντο ήθελε μέσω του πειράματος να αναδείξει το πρόβλημα των φυλακών της δεκαετίας του ‘70. Ήθελε να φανερώσει την αποτρόπαιη κακοποίηση που δέχονταν οι κρατούμενοι, σε μια εποχή που λίγοι μιλούσαν για αυτό το ζήτημα. Ωστόσο αυτό δεν παύει να σημαίνει ότι ο τρόπος που χτίστηκε και παρουσιάστηκε το πείραμα είναι παραπλανητικός. Δεν μπορείς να ζητήσεις από κάποιον εθελοντή να φερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο κι όταν το κάνει, να το παρουσιάζεις σαν γενικευμένη και πανανθρώπινη αυθόρμητη συμπεριφορά. Σήμερα οι ερευνητές είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με αυτό, ειδικά όταν πραγματοποιούν ποιοτικές έρευνες. Πλέον ξέρουμε ότι ένας ερευνητής μπορεί ακόμη κι άθελά του να χειραγωγήσει τις απαντήσεις των συμμετεχόντων προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ακόμη κι από μικρά πράγματα όπως τον τρόπο που διατυπώνει τις ερωτήσεις μιας συνέντευξης.
Θα δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα, για να εξηγήσω πόσο λεπτό είναι το ζήτημα το research bias στην πράξη. Πριν λίγα χρόνια θα πραγματοποιούσα επιτόπια έρευνα στους ιθαγενείς πληθυσμούς της Σρι Λάνκα, ως μέρος του μεταπτυχιακού μου στην Ιατρική Ανθρωπολογία. Ήθελα να αναδείξω τα ψυχικά και σωματικά προβλήματα που προκαλεί στους ιθαγενείς η υποχρεωτική αστικοποίηση και η νομική απομάκρυνση τους από το δάσος, στο οποίο ζούσαν για αιώνες. Γνώριζα ήδη πώς η αστικοποίηση κι ο καπιταλισμός είχαν επηρεάζει την υγεία ιθαγενών από άλλες χώρες, οπότε γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο κι εδώ; Για μένα ήταν ένα πολύ λογικό συμπέρασμα. Οπότε με σόκαρε πάρα πολύ όταν το proposal της έρευνάς μου απορρίφθηκε. Μέχρι που οι καθηγητές μου μου εξήγησαν τον λόγο: «Φαίνεται ότι έχεις ζήλο για αυτό το θέμα και σε ενδιαφέρει πραγματικά. Αλλά η έρευνα δεν είναι ακτιβισμός. Δεν μπορείς να μελετήσεις το πώς μια πολιτική τους επηρεάζει, αν δεν ξέρεις πρώτα ΕΑΝ τους επηρεάζει. Ξεκινάς με μια αντίληψη που ελπίζεις να επιβεβαιώσεις». Χρειάστηκε να γράψω το proposal άλλες δύο φορές για να το δεχτούν.
Αλλά ας γυρίσουμε στο πείραμα του Στάνφορντ και σε ένα άλλο στοιχείο που έχει έρθει στην επιφάνεια και επιβεβαιώνει πόσα λίγα γνωρίζαμε για αυτό. Ο Κάρλο Πρέσκοτ είναι πρώην κατάδικος και ακτιβιστής που μάχεται για μια αλλαγή στο σωφρονιστικό σύστημα. Το 1971 συνεργάστηκε με τον Ζιμπάρντο στον σχεδιασμό του πειράματος. Ο Πρέσκοτ έδωσε λεπτομερείς περιγραφές για την κατάσταση στις φυλακές όπως τη βίωσε ο ίδιος. Ανέφερε πως οι φύλακες κάλυπταν τα κεφάλια των φυλακισμένων με χάρτινες σακούλες και τους αποκαλούσαν με αριθμούς αντί για ονόματα, σε μια προσπάθεια απανθρωποποίησης. Περιέγραψε ακόμα πως κρατούσαν τους κρατούμενους αλυσοδεμένους μεταξύ τους κι ότι αντί για τουαλέτες τους ανάγκαζαν να κάνουν την ανάγκη τους σε κουβάδες. Και τι σύμπτωση; Οι φύλακες στο πείραμα του Στανφορντ έκαναν ακριβώς τα ίδια στους φυλακισμένους. Ο Πρέσκοτ έχει αναφέρει έκτοτε ότι μετάνιωσε που συμμετείχε στο πείραμα. Σε συνέντευξή του αναφέρει πως μοιράστηκε αυτές τις πληροφορίες με τον δρ Ζιμπάρντο για να του δώσει μια εικόνα των φυλακών και σοκαρίστηκε όταν είδε πως ο Ζιμπάρντο «τάισε» τις πληροφορίες αυτές στους δεσμοφύλακες. Με λίγα λόγια, ενώ το πείραμα ήθελε να καταδείξει όλους τους τρόπους που «φυσιολογικοι» νεαροί σκαρφίστηκαν για να βασανίσουν τους συμφοιτητές τους, σύμφωνα με τον Πρέσκοτ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όλα τα βασανιστήρια δεν ήταν δικές τους ιδέες αλλά κομμάτι του τρέινινγκ.
Και προχωράμε στο πιο καταδικαστικό στοιχείο για το πείραμα του Στάνφορντ. Πολλοί «φυλακισμένοι» έχουν κατά καιρούς δηλώσει δημόσια ότι οι αντιδράσεις τους ήταν ψεύτικες. Ο πιο γνωστός φυλακισμένος του πειράματος είναι γνωστός με τον αριθμό 8612, αλλά το πραγματικό του όνομα είναι Νταγκ Κόρπι. Παρακάτω θα βρείτε ένα ανατριχιαστικό ηχητικό ντοκουμέντο στο οποίο ο Κόρπι επηρεασμένος ψυχολογικά από τον εγκλεισμό, έχει βγει εκτός εαυτού. Ο νεαρός ακούγεται να ουρλίαζει, να κλαίει και να παρακαλάει τους φύλακες να τον αφήσουν να φύγει, μόλις 35 ώρες αφότου είχε ξεκινήσει το πείραμα. Αυτή η εμπειρία του άλλαξε τη ζωή – ο Κόρπι αποφάσισε να στραφεί στην κλινική ψυχολογία για να μπορεί να βοηθά ανθρώπους που υποφέρουν ψυχικά.
Όμως, 47 χρόνια μετά ο ίδιος ο Νταγκ Κόρπι κατέρριψε την ιστορία αυτή, αποκαλύπτοντας ότι εκείνο το mental breakdown ήταν ψεύτικο (Grunge, 2017). Ο Κόρπι το καλοκαίρι ‘71, διάβαζε για τις εξετάσεις της ιατρικής σχολής. Όταν πήρε μέρος στο πείραμα, σκέφτηκε ότι θα είχε αρκετό χρόνο για μελέτη. Η πρώτη μέρα του πειράματος πέρασε ομαλά, γνωρίζοντας ότι οι δεσμοφύλακες δεν μπορούν πραγματικά να του κάνουν κακό. Ωστόσο, όταν οι φύλακες αρνήθηκαν να του δώσουν τα βιβλία του για να διαβάσει για τις εξετάσεις, ζήτησε να φύγει από το πείραμα με την πρόφαση ότι ήταν άρρωστος. Ο Ζιμπάρντο δεν του επέτρεψε να αποχωρήσει κι έτσι, λίγες ώρες μετά, συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να «κοπεί» στις εξετάσεις αν δεν φύγει αμέσως, προσποιήθηκε τον ψυχικά ασθενή.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι που έχουν οδηγήσει τους αναλυτές σήμερα να καταρρίψουν το πείραμα του Στάνφορντ αλλά στο άρθρο αυτό αναφέρθηκαν μόνο οι βασικότεροι. Όπως και με την ιστορία της Κίττυ Τζενοβέζε και το bystander effect (η οποία επίσης έχει καταρριφθεί και μπορούμε να την αναλύσουμε σε άλλο άρθρο), είναι φυσικό πώς τόσο παλιές έρευνες και θεωρίες καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια ολόκληρη μυθολογία γύρω τους, για να καταρριφθούν τελικά λίγα χρόνια αργότερα. Εντύπωση, ωστόσο, κάνει το γεγονός ότι τέτοιες έρευνες διδάσκονται ακόμα σαν ευαγγέλιο σε τόσα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, κάτι που τονίζει την ανάγκη να ενημερώνεται πιο τακτικά η εκπαιδευτική ύλη. Κλείνοντας, παραθέτω τους προβληματισμούς του καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας, Σ. Αλεξάντερ Χάσλαμ, σχετικά με το πείραμα:
«Νομίζω ότι είναι πολύ προβληματικό πολιτικά να προτείνεις ότι αν βάλεις ανθρώπους σε κακές καταστάσεις, θα κάνουν κακά πράγματα, γιατί αφαιρεί οποιαδήποτε ατομική ευθύνη απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα ή φορείς εξουσίας. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η τυραννία πάντα κάποια στιγμή ανατρεπόταν, όταν τελικά οι άνθρωποι αντεπιτίθονταν εναντίον της».