«Οι αλήθειες που φθείρονται πιο δύσκολα είναι πάντα οι φαντασιακές»
Ο Οδυσσέας Ελύτης, το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, γεννιέται στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ο πατέρας του καταγόταν απ’ το χωριό Καλαμιάρης της Μυτιλήνης και είχε εγκατασταθεί στο πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδερφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το 1914 ο πατέρας του μεταφέρει τα εργοστάσια του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τα πρώτα καλοκαίρια του μικρού Οδυσσέα περνούν στην Κρήτη, στη Μυτιλήνη και στις Σπέτσες, ενώ οι χειμώνες είναι γεμάτοι με αδιάκοπο διάβασμα. Πρωτογνωρίζει την νεοελληνική λογοτεχνία ξοδεύοντας όλα του τα χρήματα σε βιβλία και περιοδικά. Από το περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, όπως ο ίδιος ομολογεί, μπαίνει στην μαγεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά περισσότερο από τον ποίηση και τη λογοτεχνία, που η μελέτη τους μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα του φαίνεται δύσκολη και αδιάφορη, του μιλάει η Ελλάδα. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, αρχίζει να ασχολείται ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στην διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Τότε, ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση. Την άνοιξη του 1927, όμως, μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν κάποια ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας, αλλά περίπου την ίδια περίοδο στρέφεται οριστικά προς την λογοτεχνία.
Το καλοκαίρι του 1928 παίρνει το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 7 3/11. Μετά από πιέσεις των δικών του αποφασίζει να σπουδάσει χημικός, αλλά την ίδια εποχή έρχεται σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας έτσι την γνωριμία του με την αρχαία λυρική ποίηση. Ανακαλύπτει το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για την λογοτεχνία και που σύμφωνα με τον ίδιο: «… μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση». Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής παραιτείται από την πρόθεση να ασχοληθεί με την χημεία και το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Όταν το 1933 ιδρύεται η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, ο Ελύτης γίνεται ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν.
Λίγο αργότερα γνωρίζει τον Γιώργο Σαραντάρη ο οποίος τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ο Ελύτης ακόμη ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του. Ο Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων, το περιοδικό όπου συνεργάστηκαν ονόματα όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γεώργιος Θεοτοκάς, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός κ.α. Το 1935, μια ιδιαίτερη χρονιά για την πνευματική του πορεία, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος, γνωρίζει τον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο συνδέθηκε με στενή και μακροχρόνια φιλία. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του “Υψικάμινος” του Εμπειρίκου, και ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγει μπροστά του ένας ορίζοντας σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου με τα δικά του εφόδια μπορούσε να θεμελιώσει το δικό του ποιητικό οικοδόμημα.
Σε μια από τις καθιερωμένες συγκεντρώσεις του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Κατσίμπαλη, δύο από τους συμμετέχοντες (ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Γιώργος Σεφέρης) κρατούν ορισμένα από τα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, αργότερα τα στοιχειοθετούν κρυφά και λίγο μετά τα παρουσιάζουν στον ίδιο με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Αρχικά ο Ελύτης, με επιστολή του στον Κατσίμπαλη, θα ζητήσει την απόσυρσή τους, αλλά τελικά πείθεται να δημοσιευθούν, αποδεχόμενος επίσης και το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. Ετσι το Νοέμβριο του 1935 δημοσιεύονται στα Νέα Γράμματα τα πρώτα του ποιήματα και το 1936 η ομάδα των νέων ποιητών είναι πια μεγαλύτερη. Τρία χρόνια αργότερα, θα εγκαταλείψει οριστικά τη Νομική και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνεται η πρώτη του συλλογή, με τίτλο «Προσανατολισμοί», ενώ ένα χρόνο αργότερα θα μεταφρασούν για πρώτη φορά ποιήματά του στα γαλλικά για το ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.
Ο ποιητής
«Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα»
Ο πόλεμος τον στέλνει ως ανθυπολοχαγό στη ζώνη πυρός, αλλά το 1941 μεταφέρεται με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στα Γιάννενα. Ως ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κωστή Παλαμά» ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» και το 1943 εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Ο Ηλιος ο Πρώτος, Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένα ύμνος του ποιητή στη χαρά της ζωής και την ομορφιά της φύσης. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα μεταφράσει Λόρκα, θα δημοσιεύσει το ποιητικό έργο «’Ασμα Ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», θα διοριστεί για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, θα ταξιδέψει στην Ελβετία, θα εγκατασταθεί στο Παρίσι (όπου και θα παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη), θα συναντηθεί και θα δημιουργήσει φιλίες με μεγάλους ζωγράφους (Ματίς, Σαγκάλ, Ντε Κίρικο, Πικάσο), θα ταξιδέψει στην Ισπανία, και θα καταλήξει το Λονδίνο, όπου θα συνεργαστεί με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.
Το μεγάλο αυτό έργο θα εκδοθεί τελικά τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ικαρος και λίγους μήνες μετά την έκδοσή του θα αποσπάσει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ένα χρόνο μετά θα ξεκινήσει και η φιλία του ποιητή με το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, μια σχέση που το 1964 οδηγεί στο ξεκίνημα της ιστορικής ηχογράφησης του μελοποιημένου Άξιον Εστί. Το ορατόριο του συνθέτη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και αρχικά η παρουσιάσή του ήταν σχεδιασμένη για το Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε την παραχώρηση του χώρου, οι δημιουργοί του έργου απέσυραν το έργο, το οποίο τελικά παρουσιάστηκε στις 19 Οκτωβρίου στο Rex. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου μένει μακριά από τη δημοσιότητα. Αφιερώνεται στη ζωγραφική και τα κολλάζ. Το 1969 φεύγει στο Παρίσι, επιστρέφει πίσω στην Αθήνα δύο χρόνια αργότερα, αρνείται να παραλάβει το «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» που είχε θεσπίσει η Δικτατορία. Το 1977 θα αρνηθεί και την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκό, δεν θα σταματήσει όμως το πολύπλευρο πνευματικό του έργο, και το 1978 θα αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η αναγγελία της απονομής του Βραβείου Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη γίνεται από τη Σουηδική Ακαδημία στις 18 Οκτωβρίου του 1979. «Για την ποίηση του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία», αναφέρει το σκεπτικό της απόφασης. Το Δεκέμβριο του 1979 ο Ελύτης παραλαμβάνει από το Βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουστάβο το Βραβείο. Είναι η δεύτερη φορά που το σημαντικό αυτό βραβείο απονέμεται σε Έλληνα λογοτέχνη. Η πρώτη είναι στον Γιώργο Σεφέρη.
«Για τον ποιητή – μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις», θα πει χαρακτηριστικά στο λόγο του εκείνη τη βραδιά. «Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια».
Την απονομή του Βραβείου Νόμπελ, ακολούθησαν πολλές διακρίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τίμής σε ειδική συνεδρίαση της ελληνικής Βουλής, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «εδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσει καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Το έργο
«Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου’ δωσε το δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή την διαμαρτυρία μου για το άδικο, την μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί»»
O Ελύτης δεν αυτοβιογραφήθηκε, παρά μόνο ποιητικά. Οι άνθρωποι που εκφράζουν την ίδια την ζωή μέσα σε μία κόλλα χαρτί, δεν αγαπούν την «δόξα των πολλών». Αντιθέτως, νιώθουν μια ισχυρή έλξη, μία ακατανίκητη ηδονή προς την μόνωση. Άνθρωποι της μοναξιάς με δύναμη ευαισθησίας και με μοναδικό κοινωνό στην σιωπή τους τις λέξεις να συνθέτουν άλλοτε εικόνες κι άλλοτε σενάρια ζωής. Έτσι κι ο Οδυσσέας Ελύτης ο οποίος επικαλείται συχνά στα πεζά του κείμενα την δυσχέρεια κοινωνικής ένταξης ως ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του ποιητή: «Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει στους δρόμους και φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου»
Ο Έλληνας νομπελίστας ήταν περίπου 68 ετών όταν δέχθηκε να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό του: «Τον δρόμο μου πρέπει να πω ότι τον βρήκα πολύ δύσκολα. Είναι κάτι που οι νέοι δυσκολεύονται να το καταλάβουν. Πιστεύουν ότι οι ποιητική έκφραση είχε ανέκαθεν τον χαρακτήρα που έχει σήμερα. Τους είναι αδύνατον να φανταστούν τι σημαίνει να ανατρέπεις κάτι που βρίσκεις και να βάζεις κάτι άλλο στη θέση του. Αλλά όχι οτιδήποτε. Κάτι άλλο που να είναι ικανό να σταθεί και να αντικαταστήσει το παλαιό.»
Ο καθημερινός άνθρωπος Ελύτης παραμένει ουσιαστικά άγνωστος διότι άργησαν να δημοσιευτούν ημερολόγια, αλληλογραφία, ή μαρτυρίες γύρω από την ζωή και το έργο του. Η εξοικείωσή μας με το πραγματικό, κατά κάποιο τρόπο καθημερινό πρόσωπο του Ελύτη, γίνεται ιδανικά μέσα από την έκδοση ενός απροσδόκητου τίτλου, το βιβλίο του καθηγητή Φυσικής, λογοτέχνη και δοκιμιογράφου Δημήτρη Νικορέτζου, «Αγαπητέ μου Teriade», όπου σχολιάζονται 12 ανέκδοτες επιστολές του ποιητή, γραμμένες από την περίοδο 2 Αυγούστου 1948 μέχρι την Πρωτομαγιά του 1973, με παραλήπτη τον εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Eλευθεριάδη-Teriade. Επιστολές που σχολιάζουν πολλά και καίρια ζητήματα όπως τα προβλήματα στη σχέση με την οικογένεια του, η αίσθηση ότι η Γαλλία φαντάζει σαν δεύτερη πατρίδα του, το αίσθημα ασφυξίας στην πνευματική επαρχία της Ελλάδας, η σχέση του με διάφορα πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, η μελοποίηση του Αξιον Εστί από το Θεοδωράκη κ.ά. Γράφει στον Teriade χαρακτηριστικά για την υποτιθέμενη οικονομική του ευρωστία: «Για όλα χρειάζονται χρήματα και χρήματα πάλι δεν έχω εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Μου φτάνουν ίσια-ίσια για να πληρώνω το νοίκι μου και να τρώω. Το παραμικρό επιπλέον έξοδο μου είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσω, ούτε καν τα βιβλία που μου χρειάζονται για την ενημέρωσή μου ν’ αγοράσω. Και σαν από τραγική ειρωνεία, να έχω την φήμη του πλούσιου, να με ζηλεύουνε οι συνάδελφοί μου και να συζητούν ότι θα πρέπει να εξαιρεθώ από τα μέτρα που πρόκειται να λάβει η νέα Κυβέρνηση του (Γεωργίου) Παπανδρέου για την ενίσχυση των πνευματικών ανθρώπων.»
Η λέξη Άπαντα δεν άρεσε ποτέ στον ίδιο. Τη θεωρούσε βαρύγδουπη και συμβατική, θεωρούσε πως δίνει την εντύπωση της ολοκλήρωσης ενός έργου, ενώ εκείνος συνέχιζε να γράφει μέχρι το τέλος. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, ωστόσο, είχε ξεκινήσει να συζητά με τους κοντινούς του (τη σύντροφό του Ιουλίτα Ηλιοπούλου, τον επιμελητή του Γιάννη Χάρη και τις εκδότριες Χρυσή και Κατερίνα Καρύδη) το ενδεχόμενο ενός βιβλίου λειτουργικού, αλλά όχι μνημειακού, με όλα τα ποιήματά του. Ένα ενδεχόμενο που θα πραγματοποιηθεί μερικά χρόνια μετά το θάνατό του.
Το τέλος…
” Η ποίηση είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά…Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη, αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων , εκεί που ο ήλιος και ο Aδης αγγίζονται”.
Οι εφημερίδες της εποχής βγαίνουν με τίτλο: «Έδυσε ο Ήλιος ο Πρώτος» και σαν φινάλε για τον ποιητή του Αιγαίου: «Ο θάνατος του ποιητή, ο θάνατος του Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι απλώς μία απώλεια. Είναι η απουσία ενός μεγέθους που δημιουργούσε την προσδοκία της παρέμβασης, την προσδοκία του λόγου εκεί όπου όλοι μιλούσαν και ήταν σαν να μην έλεγαν τίποτα…».
Ο επικήδειος του μεγάλου ποιητή μόνο απ’ τον ίδιο θα μπορούσε να έχει γραφτεί. Τόσο χαρμόσυνα μελαγχολικά και τόσο ποιητικά που κάνει ακόμη και τον θάνατο να φαντάζει ερωτικός: «Θα πενθώ πάντα / μ’ ακούς / Για σένα μόνος στον παράδεισο…»