Το 1982 θα τραγουδούσα στο Camden Rocks Festival του Λονδίνου. Όταν έφτασα στην αγγλική πρωτεύουσα, είχα μάθει ήδη ότι θα ήταν εκεί ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και του τηλεφώνησα πρώτα απ’ όλα για να τον καλούσα στην παράσταση. Ήμασταν παρέα μ’ έναν φίλο αρχιτέκτονα από τη Θεσσαλονίκη. Με τον Βαγγέλη είχαμε γνωριστεί λίγα χρόνια πριν στο Παρίσι, όπου επίσης είχα πάει για παράσταση κι οι βαλίτσες μου είχαν χαθεί στο αεροδρόμιο. Ο Βαγγέλης, λοιπόν, μου λέει «Σας στέλνω τώρα αυτοκίνητο να σας φέρει στο στούντιο μου» και, πραγματικά, ύστερα από λίγη ώρα σκάει μια Ρολς Ρόις έξω απ’ το ξενοδοχείο. Πάμε στο στούντιο του – ένα απ’ τα ωραιότερα στούντιο που είχα δει στη ζωή μου -, αγκαλιές – φιλιά, τα γνωστά κι αρχίζουμε να λέμε τα δικά μας.

Θυμάμαι ότι στους τοίχους του στούντιο υπήρχαν πολλά video wall που έπαιζαν εικόνες φύσεις, τοπία, δάση, βουνά κλπ. «Είναι η επαφή μου με τη φύση και με τον έξω κόσμο, αφού πουθενά δεν πηγαίνω, δεν βγαίνω έξω», θυμάμαι τώρα τα λόγια του. Ύστερα κάθισε στα κίμπορντς κι αρχίσαμε να αυτοσχεδιάζουμε, εκείνος μουσικά κι εγώ φωνητικά. Ήταν ένα jam session που δεν θα μάθω ποτέ αν ηχογραφήθηκε, αν κράτησε δηλαδή κάτι ο ίδιος ο Βαγγέλης, που βασιζόταν πολύ στους ελληνικούς παραδοσιακούς ασυγκέραστους δρόμους με τον δικό του τρόπο.

Λίγο πριν φύγουμε από το στούντιο, επειδή την επόμενη μέρα θα είχα την πρόβα ήχου και την παράσταση, προθυμοποιήθηκε να μας έδινε τη Ρολς Ρόις με τον οδηγό του για να κυκλοφορούμε άνετα όπου θέλουμε. Πραγματικά, του δώσαμε και κατάλαβε με τον φίλο μου! Πρωί πρωί κάναμε εκδρομή έξω απ’ το Λονδίνο και μετά τουρ στην πόλη. Σταματούσαμε στα Golden Egg να φάμε κάτι πρόχειρο και ο κόσμος παραξενευόταν που μας έβλεπε να κατεβαίνουμε από το πιο ακριβό αυτοκίνητο. Φτάσαμε στο σημείο, κάπου κοντά στο Μπάκιγχαμ, όπου σταματήσαμε πάλι για να τσιμπήσουμε κάτι στα γρήγορα, να μας κυκλώσουν έφιπποι αστυνομικοί από τα ανάκτορα ως προστασία μάλλον.

Τα ίδια και όταν πήγαμε στο χώρο της συναυλίας στο Camden. Οι μουσικοί απ’ τις άλλες χώρες έπαθαν την πλάκα τους που την Ελληνίδα την έφερναν με Ρολς Ρόις για να τραγουδήσει. Ο Βαγγέλης δεν είχε καταφέρει να παραστεί, κάτι που δεν με εξέπληξε, αφού δεν του άρεσε να κυκλοφορεί μες τον κόσμο. Μιλήσαμε, όμως, την επόμενη στο τηλέφωνο και μου είπε ότι μπορούμε να κρατήσουμε τη Ρολς Ρόις για όσες μέρες θα μέναμε στο Λονδίνο. Εκείνος θα αναχωρούσε με τη δεύτερη Ρολς Ρόις του, όπως μου είπε, για το Παρίσι. Τον ξανάδα αρκετά χρόνια μετά όταν είχε αγοράσει το σπίτι στην Αρεοπαγίτου.

Έκαναν στενή παρέα με τον Νίκο Κούνδουρο, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στο Παρίσι στα τέλη του 1960. Ο Βαγγέλης είχε δώσει άδεια στον Κούνδουρο για να χρησιμοποιήσει το τραγούδι «Four Horsemen» από το «666» των Aphrodite’s Child στην ταινία του, «Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας». Σε μια από εκείνες τις συναντήσεις μας στην Αθήνα, θυμηθήκαμε τη Ρολς Ρόις στο Λονδίνο και γελούσαμε πολύ. Όλο λέγαμε πως θα κάνουμε κάτι μαζί που θα βασιζόταν στο «πάντρεμα» ασυγκέραστης και συγκερασμένης παραδοσιακής μουσικής, μα που – όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις – δεν προχώρησε.

Μας έμεινε η φιλία και η αλληλοεκτίμηση. Με θλίβει βαθιά ο θάνατος αυτού του ανθρώπου που τον έζησα να παίζει και να φτιάχνει μουσική. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό και αγαπούν πιο πολύ από μας την πατρίδα τους, είτε γιατί δεν αφομοιώνονται ποτέ από την ξενιτιά, είτε γιατί τους λείπει μονίμως η γενέτειρα τους και τη νοσταλγούν. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ακριβώς επειδή ήταν κοσμοπολίτης και παγκόσμιος καλλιτέχνης, είχε μια βαθύτατη σχέση με την Ελλάδα, τις επιστήμες και τη φιλοσοφία της.

Θα τον θυμάμαι πάντα με τα πιο όμορφα συναισθήματα. Καλό του ταξίδι στο άπειρο.