Το 1954, όταν ο Γιώργος Σεφέρης έπρεπε να ασκήσει τα καθήκοντα του ως διπλωμάτης στην Βηρυτό ταξίδεψε με το ίδιο πλοίο που ήταν ασυρματιστής ο Νίκος Καββαδίας. Μέχρι, εκείνη τη στιγμή ο νομπελίστας ποιητής απέφευγε οποιαδήποτε συναναστροφή με τον Καββαδία παρόλο που ο δεύτερος είχε ήδη εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Μαραμπού” και “Πούσι”. Ψάχνοντας ο Σεφέρης τρόπο να μεταφερθεί στην πρεσβεία ο Καββαδίας του πρότεινε να γίνει ο οδηγός του. Μην έχοντας άλλη επιλογή και μην μπορώντας να βρει δικαιολογία ο Σεφέρης δέχτηκε. Σε μια από τις βόλτες με το αυτοκίνητο οι δυο άντρες πέρασαν από μια συνοικία όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Στα μπαλκόνια έβλεπες κρεμασμένες ελληνικές σημαίες, βασιλικούς στις γλάστρες και ακούγονταν ρεμπέτικα τραγούδια. Ο Σεφέρης ενθουσιάστηκε και ρώτησε τον Καββαδία που βρίσκονται. Τότε, ο Καββαδίας του φανέρωσε πως βρίσκονταν στην περιοχή με τα ελληνικά μπορντέλα. Ο Σεφέρης εκνευρίστηκε και τον κατέβασε κάτω από το αμάξι. Θεώρησε προσβολή τόσο για τον ίδιο όσο και για την πατρίδα αυτό τον συσχετισμό και γυρνώντας στο πλοίο έγραψε μια διόλου κολακευτική επιστολή για τον Νίκο Καββαδία που στην ουσία τον κατακεραύνωνε για το ήθος και τους τρόπους του. Ο Καββαδίας δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του παρά επέμενε πως η συγκεκριμένη συνοικία είναι ό,τι πιο “παστρικό” έχει μείνει από την Ελλάδα.

Χρόνια, πριν, στην Αργεντινή τραυματίστηκε πολύ σοβαρά μετά από καυγά με έναν νταβατζή. Στο πορνείο που είχε επισκεφτεί γνώρισε μια Ελληνίδα ιερόδουλη. Η γυναίκα του ζήτησε να τη βοηθήσει φυγαδεύοντας την στο πλοίο. Ο ποιητής κατάφερε να την κρύψει στην καμπίνα του και να την κατεβάσει στο επόμενο λιμάνι πληρώνοντας τα ναύλα της επιστροφής. Ο νταβατζής του την φύλαγε και στην επόμενη επίσκεψη του τον μαχαίρωσε με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή του. Χρόνια, μετά την συνάντησε στο σπίτι του Καραγάτση, σε μια παρέα πολλών ατόμων. Εκείνη έκανε πως δεν τον ήξερε κι όταν εκείνος επέμενε η κοπέλα είπε πως την παρενοχλεί με αποτέλεσμα να του ζητήσουν να φύγει. Ο Καββαδίας της ζήτησε συγνώμη κι έφυγε.

Αυτός ήταν ο Νίκος Καββαδίας ή αλλιώς Κόλλιας όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι οποίοι αρκετοί από αυτούς αγνοούσαν ποιος στα αλήθεια είναι. Ο αρμενιστής ποιητής ποτέ δεν έγινε αποδεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Τι κι αν από το γυμνάσιο δημοσίευε κείμενα του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας για τους περισσότερους ήταν ένας μέθυσος και έκφυλος παρίας. Μοναδικοί του υποστηρικτές εκείνη την εποχή υπήρξαν ο Καραγάτσης και ο Κώστας Βάρναλης. Η υπόλοιπη γενιά του ’30 έβλεπε μάλλον με αμηχανία και σκεπτικισμό την γραφή του απομονώνοντας τον. Με το βλέμμα τους στην Ευρώπη και επηρεασμένοι από τον ελεύθερο στίχο ήθελαν να αφήσουν πίσω τις πληγές που άφησε η Μεγάλη ιδέα και να εκφράσουν το ασυνείδητο της εποχής τους παντρεύοντας την παράδοση με τον μοντερνισμό. Η βιωματική γραφή του Νίκου Καββαδία, αδυσώπητη και βαθιά τραυματισμένη, δεν έβρισκε χώρο σε μια εποχή που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν.

Ο Θάνος Μικρούτσικός ένας από τους κατεξοχήν μελετητές του ποιητικού του έργου με πάνω από 2 εκατομμύρια πωλήσεις του δίσκου “Σταυρός του Νότου” (1979) και άλλες τόσες το 1991 με τις “Γραμμές των Οριζόντων” τον είχε χαρακτηρίσει “ποιητή του ανέφικτου”.

Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Νίκος Καββαδίας κατάφερε να ελευθερώσει την ποίηση από την εξημερωμένη αστική αντίληψη του λόγου τοποθετώντας στον πυρήνα της τον ίδιο τον άνθρωπο. Πόρνες, ομοφυλόφιλοι, εξαρτημένοι όλοι ήταν φίλοι του. Μα και κορίτσια της καλής κοινωνίας που διάβαζαν κρυφά την ποίηση του. Ακούει όπερες του Βέρντι και σπαράζει στα μεράκια του Βαμβακάρη. Στην καμπίνα του έχει έργα του Τσαρούχη, του Γκόγια και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Στο αριστερό του χέρι έχει τατουάζ μια γοργόνα- χορεύτρια και κάτω από το μαξιλάρι τη φωτογραφία του μικρότερου αδελφού του, Αργύρη που αυτοκτόνησε στην Ιαπωνία το 1957. Παρέα με ένα κιτρινισμένο τετράδιο που κρατούσε σημειώσεις από ποιήματα του Μπωντλαίρ και του Λόρκα!