“Αδέλφια μου Έλληνες… Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μία είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία”.
Αυτό ήταν τα λόγια του Ναζίμ Χικμέτ που ακούστηκαν, στις 19 Αυγούστου του 1952, από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Βαρσοβίας.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να καταλάβει ο Ναζίμ Χικμέτ πως η πραγματικότητα διέφερε αρκετά από τις δοξασίες και τα “μασάλ” για τον έρωτα της όμορφης “Σιρίν και του Χιοσρέβ”. Πως τα παραμύθια μπορεί να είναι αλήθεια καμιά φορά όμως είναι και ψέματα και το δίκιο μόνο με τον αγώνα χαίρεται.
Πως μπορεί να υπάρξει κι άλλος τόπος, εκτός από αυτόν που ο λαός πρέπει να σκύβει το κεφάλι και τα παιδιά να μην χορταίνουν ψωμί. Το τραπέζι των ανθρώπων μας χωράει όλους. Και εμάς και εκείνους, κι όσους έμειναν πίσω μα και όσους θα ΄ρθουν.
Τα ποιήματα του μιλούν για μια ζωή καλύτερη, πιο όμορφη και σίγουρα πιο δίκαιη. Με ύφος λυρικό και άπειρους συμβολισμούς το έργο του Ναζίμ Χικμέτ μεταφράζεται σχεδόν σε όλες τις γλώσσες. Αρχικά, δείχνει να προτιμά την ομοιοκαταληξία όσο όμως εξελίσσεται περιορίζει το μέτρο και ακολουθεί πιο ελεύθερες μορφές έκφρασης.
Επηρεάζεται από τον Ρωσικό Φουτουρισμό και ταυτίζεται με την επανάσταση των Μπολσεβίκων του 1917. Διαβάζει με μανία Μαγιακόφσκι δίνοντας μεγάλη προσοχή στα έργα “Αριστερή Πορεία” και “Ωδή στην Επανάσταση”.
Μετά, το 1924 επιστρέφει στην πατρίδα του και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Tα βάζει με τα κακώς κείμενα της εποχή και κάνει λόγο για την εξαθλίωση και την φτώχια. Τους σύγχρονους σουλτάνους που καταδυναστεύουν τους λαούς και την ανάγκη για επανάσταση. Λίγο καιρό μετά συλλαμβάνεται και κρατείται για αρκετά χρόνια στις φυλακές της Προύσας. Η δίκη του έγινε κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς συνήγορο.
Το 1951, του χορηγείται αμνηστία μετά τις πιέσεις που ασκούν σπουδαίες προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Πάμπλο Πικάσο, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και αποφασίζει να αυτοεξοριστεί πάλι στην Ρωσία.
Το 1955 τον βρίσκει στο πλευρό των Ελληνοκυπρίων στην προσπάθεια τους να αποτινάξουν τον βρετανικό ζυγό. Συνδέεται με υψηλά στελέχη της ΕΟΚΑ και επιθυμεί τη συμφιλίωση με τους Τουρκοκύπριους.
Στις 3 Ιουνίου 1963 πεθαίνει στην Μόσχα, μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα. Το 2009, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν του δίνει και πάλι την τουρκική ιθαγένεια, αλλά το σώμα του δεν έχει επιτραπεί να επιστρέψει στην Τουρκία, όπως ήταν η τελευταία του επιθυμία “Θάψτε με στην Ανατολία. Σ’ ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι να ‘ναι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει”.
Ο Τούρκος συνθέτης Ζουλφού Λιβανελί μελοποιεί πολλά από τα ποιήματα του, ενώ στην Ελλάδα γίνεται ευρέως γνωστός από τους Γιάννη Ρίτσο, Θάνο Μικρούτσικο, Μαρία Δημητριάδη και Μάνο Λοίζο.