Το πρωί της 27ης Απριλίου 1810 ο Μπετόβεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήγε στο πιάνο του και συνέθεσε το φημισμένο «Für Elise», ένα από τα πρώτα κομμάτια που μαθαίνουν στο πιάνο όλες και όλοι οι επίδοξοι πιανίστες και πιανίστριες του κόσμου.

Η αληθινή ονομασία του έργου είναι «Bagatelle No. 25 in A minor» αλλά όλοι όσοι το γνωρίζουν με την αφιέρωση που ήταν γραμμένη επάνω στο πρωτότυπο χειρόγραφο «Für Elise» (σημαίνει «Για την Eλίζα» στα γερμανικά).

Ποια ήταν στην πραγματικότητα η Elise;

Ο τίτλος του χειρογράφου – δείτε παρακάτω – μάς πληροφορεί ότι γράφτηκε ‘για την Ελίζα’, αλλά ποια ήταν αυτή η Ελίζα; Στο πρωτότυπο χειρόγραφο υπάρχει η σημείωση: «Für Elise am 27 April [1810] zur Erinnerung», δηλαδή «για την Ελίζα, 20 Απριλίου, ως ενθύμιο».

Ιστορικά μιλώντας, ο Μπετόβεν το 1810 είχε μια μαθήτρια με την οποία είχε και μια ρομαντική σχέση, την Τερέζα Μαλφάτι. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να ονομάζεται και Ελίζα;

Μάλιστα, στα τέλη του 1810, ο Μπετόβεν έκανε στην Μαλφάτι και πρόταση γάμου.

Το μυστήριο ωστόσο περιπλέκεται γιατί το «Für Elise» δεν κυκλοφόρησε ποτέ όσο ο Μπετόβεν ήταν εν ζωή, αλλά 40 χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1867, από τον μουσικολόγο Λούντβιχ Νολ.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Νολ, μια γυναίκα ονόματι Μπαμπέτ Μπρετλ από το Μόναχο, του είχε παραδώσει μια υπογεγραμμένη χειρόγραφη παρτιτούρα, την οποία η ίδια είχε κληρονομήσει από την Τερέζα Μαλφάτι μετά τον θάνατο της τελευταίας το 1851.

Ωστόσο, άλλοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι η Elise θα μπορούσε να ήταν μια Γερμανίδα σοπράνο με το όνομα Elisabeth Röckel [Ελίζαμπετ Ρέκελ] και η Ελίζα Μπάρενσφελτ. Η Röckel έπαιξε στην όπερα του Μπετόβεν «Fidelio» και πολλές πηγές δείχνουν ότι η Elisabeth – ή Ελίζα –  συναντούσε συχνά τον Μπετόβεν.

Όπως και να έχει, η μυστηριώδης Ελίζα παραμένει μυστηριώδης 213 χρόνια μετά.

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν

Ο Ludwig van Beethoven – 17 Δεκεμβρίου 1770 – 26 Μαρτίου 1827 – ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας της κλασικής μουσικής. Μέχρι και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών. Μερικές από τις γνωστότερες συνθέσεις του περιέχουν 9 συμφωνίες, 5 κονσέρτα για πιάνο, 1 κονσέρτο για βιολί, 32 σονάτες για πιάνο, 16 κουαρτέτα εγχόρδων, μία Λειτουργία (Missa solemnis), καθώς και μία όπερα, τη Φιντέλιο. Η καριέρα του ως συνθέτη χωρίζεται διακριτά σε τρεις περιόδους, την πρώιμη, τη μέση και την τελευταία. Η πρώτη τελειώνει περίπου το 1802, η μέση διαρκεί από το 1802 έως και το 1812, ενώ η τελευταία αρχίζει το 1812 και τελειώνει το 1827, οπότε και πέθανε.

Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη, τότε πρωτεύουσα του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, το οποίο ήταν μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σημερινή Γερμανία). Ήδη από μικρή ηλικία επέδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική, με τον πατέρα του, Γιόχαν βαν Μπετόβεν να είναι ο πρώτος του δάσκαλος, μαζί με τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε. Σε ηλικία 21 ετών μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να μαθητεύει στο πλευρό του Γιόζεφ Χάυντν, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη και το ρεπερτόριο του βιρτουόζου πιανίστα. Στη Βιέννη έζησε μέχρι και το θάνατό του. Κατά το τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής του άρχισε να εξασθενεί η ακοή του, ώσπου αργότερα έγινε ολοκληρωτικά κωφός. Έτσι, το 1811, σταμάτησε να διευθύνει και να εκτελεί μπροστά σε κοινό, και καταπιάστηκε αποκλειστικά με τη σύνθεση.

Το έργο του Μπετόβεν

Το έργο του Μπετόβεν διακρίνεται κυρίως σε τρεις χρονικές περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από τις δημιουργίες του μέχρι το 1802, οπότε και δημιουργεί το προσωπικό του ύφος. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί περίπου μέχρι το 1816 και ο Μπετόβεν είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος συνθέτης. Η τελευταία περίοδος διακρίνεται από την παρουσία του ρομαντικού στοιχείου στις συνθέσεις του.

Τις πρώτες σονάτες που συνέθεσε ο Μπετόβεν τις αφιέρωσε στον Χάιντν, που αποτέλεσε και το σημαντικότερο δάσκαλό του. Οι σονάτες αυτές χαρακτηρίζονται από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Χάιντν. Η σημαντικότερη ίσως από αυτές είναι η Παθητική (op. 13). Άλλες εμφανείς επιδράσεις είναι ο Μότσαρτ, ο Μούτσιο Κλεμέντι (Muzio Clementi) και ο Γιαν Ντούσεκ (Jan Dussek). Τον Απρίλιο του 1800, ο Μπετόβεν παρουσίασε την 1η Συμφωνία και δύο χρόνια αργότερα τη 2η Συμφωνία. Η πρώτη ακολουθεί περισσότερο τα κλασικά πρότυπα, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από περισσότερες καινοτομίες, κυρίως ως προς τη δομή της. Τα πρώτα έργα του Μπετόβεν διακρίνονται γενικά από συχνές εναλλαγές στη δυναμική και έντονες αντιθέσεις ή εξάρσεις. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν επιπλέον τα έξι πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων (op. 18) και τα δύο πρώτα κοντσέρτα για πιάνο.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του ο Μπετόβεν έχει αναγνωριστεί σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη ως συνθέτης και πιανίστας. Παράλληλα αναπτύσσει ένα περισσότερο προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως “ηρωικό”. Η περίοδος αυτή ξεκινά με την 3η Συμφωνία (ή Ηρωική Συμφωνία), η οποία είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις για τα πρότυπα της εποχής και χαρακτηρίζεται από αρκετές παρεκτροπές από την κλασική δομή των συμφωνιών. Το δεύτερο μέρος (Πένθιμο Εμβατήριο) έχει εμβατηριακό χαρακτήρα και θεωρείται αναφορά στη Γαλλική Επανάσταση. Αφιερώθηκε αρχικά στον Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη.

Η τρίτη δημιουργική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση της 9ης Συμφωνίας, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια το Μάιο του 1824. Αναφέρεται πως ο Μπετόβεν, που φαινομενικά διηύθυνε το έργο, δεν ήταν σε θέση να ακούσει τα χειροκροτήματα του πλήθους και χρειάστηκε να τον στρέψει προς το κοινό για υπόκλιση μία από τις σολίστ. Στην 9η Συμφωνία υπάρχει ένα στοιχείο καινοτομίας, που είναι η χρήση χορωδίας και τεσσάρων μονωδών στη μελοποίηση του ποιήματος Ωδή στη Χαρά του Σίλερ (Friedrich Schiller). Θεωρείται ως σήμερα ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής αν και, σε ορισμένα σημεία, ο συνθέτης έχει (πιθανόν λόγω της κώφωσής του) γράψει για ορισμένα όργανα (όπως το κόρνο) νότες που δεν τις διαθέτουν. Άλλα έργα που ανήκουν στην τελευταία περίοδο δημιουργίας του Μπετόβεν είναι τα τελευταία έξι κουαρτέτα εγχόρδων, οι τελευταίες έξι σονάτες για πιάνο, καθώς και η Missa Solemnis (Επίσημη Λειτουργία), έργο θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής.