Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για την Μπεατρίς Γουντ. Το τελευταίο επιζών μέλος του αμερικάνικου τμήματος του κινήματος του ντανταϊσμού, την κεραμίστρια, την καλλιτέχνη, την συγγραφέα, την ηθοποιό, την ερωμένη, και φυσικά, την έμπνευση πίσω από τον πεισματάρικο χαρακτήρα της «Ρόουζ» στον«Τιτανικό». Η Μπεατρίς γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και πέθανε στα τέλη του 20ού και στο μεταξύ έζησε μια ασύλληπτη ζωή. Η επιγραφή στο εργαστήριο κεραμικών της έγραφε «Λογική και παράλογη» και ήταν μια αρκετά εύστοχη περιγραφή της ζωής της.
Επαναστάτρια και πεισματάρα
Η Μπεατρίς γεννήθηκε σε μια εύπορη και κοσμική οικογένεια στο Σαν Φρανσίσκο το 1893. Πέντε χρόνια αργότερα η οικογένειά της μετακόμισε στην άλλη άκρη της χώρας στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της έχουν σχέδια γι’ αυτήν- αλλά η Μπεατρίς είχε διαφορετικά πλάνα. Ενώ η μητέρα της ονειρευόταν μια καλλιεργημένη κόρη που θα την εισήγαγε στην υψηλή τάξη της Νέας Υόρκης, η Μπεατρίς ονειρευόταν να δημιουργεί τέχνη. Στα 20 της απαρνήθηκε την περιουσία της, θέτοντας σε κίνηση μια ζωή αυτονομίας που ήταν σπάνια για τις γυναίκες της γενιάς της.
Η Μπεατρίς στάλθηκε στη Γαλλία για να περάσει χρόνο σε ένα μοναστήρι, όπου είχε ωστόσο την ευκαιρία να να έρθει σε επαφή με τις τέχνες και τον πολιτισμό της Ευρώπης. Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, αρνήθηκε να ενταχθεί υψηλή κοινωνία, και αντ’ αυτού επέστρεψε τρέχοντας πίσω στη Γαλλία. Υπό τη φροντίδα ενός κηδεμόνα, σπούδασε θέατρο και τέχνη στην Académie Julian όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Κλοντ Μονέ και να τον παρακολουθεί να ζωγραφίζει στους κήπους του Ζιβερνί. Στον «Τιτανικό» του Κάμερον, η Ρόουζ αναφέρεται στον Μονέ όταν ο Τζακ τη ζωγραφίζει γυμνή.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ουσιαστικά οδήγησε την Μπεατρίς πίσω στη Νέα Υόρκη, όπου (κόντρα στην επιθυμία των γονέων της) εντάχθηκε στο Γαλλικό Εθνικό Επανορθωτικό Θέατρο και γνώρισε κάποια επιτυχία ως ηθοποιός με το καλλιτεχνικό όνομα «Δεσποινίς Πατρίσια». Στον Τιτανικό, μαθαίνουμε ότι αφού επέζησε από την τραγωδία, η Ρόουζ συνέχισε να εργάζεται μεταξύ άλλων και ως ηθοποιός στη δεκαετία του 1920.
Ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, η Μπεατρίς ερωτεύτηκε έναν άνδρα – τον Ανρί-Πιέρ Ροσέ – και ένα καλλιτεχνικό κίνημα – το Νταντά. Ο Ροσέ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στον κόσμο της γαλλικής πρωτοποριακής τέχνης και οι δυο τους γνωρίστηκαν μεταξύ τους από ποιον άλλον, από τον Μαρσέλ Ντυσάν. Μαζί με τον Ντυσάν και τον Ροσέ, η Μπεατρίς δημιούργησαν περιοδικά και εκδόσεις της ντανταϊστικής τέχνης, και συγκεκριμένα το The Blind Man το 1917. Η μοντέρνα τέχνη όπως την αντιλαμβανόμαστε αναμφισβήτητα ξεκίνησε από το ιδιόρρυθμο και υπέροχα χαοτικό κίνημα του Ντανταϊσμού, μεταξύ των ετών 1913 και 1923, από τους Αμερικανούς πρεσβευτές του Νταντά, που διαμόρφωσαν τον κόσμο της τέχνης της Νέας Υόρκης όπως τον ξέρουμε σήμερα.
Ο Βάλτερ και η Λουίζ Άρενσμπεργκ ήταν εύποροι φιλότεχνοι που διοργάνωναν συχνά καλλιτεχνικά γκαλά. Η Μπεατρίς, ο Ντυσάν και ο Ροσέ ανήκαν σε αυτόν τον κύκλο, μαζί με τον Μαν Ρέι, τον Εντγκάρντ Βαρέζε, τον Φράνσις Πικαμπιά και τον Τζόζεφ Στέλλα. Την περίοδο αυτή η Μπεατρίς απέκτησε το περίφημο παρατσούκλι της, «Η μαμά του Νταντά». Τώρα, όσον αφορά τη σχέση της με τον Ροσέ και τον Ντυσάν; Ε, λοιπόν, οι θεωρίες για το ερωτικό τους τρίγωνο εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα.
Ενώ o Ντυσάν υπήρξε μέντορας της Γουντ, η επαναστατική δημιουργικότητά της δεν ξεκίνησε – ούτε τελείωσε – με αυτόν. «Η Μπεατρίς ήταν ρομαντική, αλλά ποτέ δεν επέτρεψε σε έναν άντρα να ελέγξει τη ζωή της», εξηγεί ο Νιούμαν. «Πληρώσε τους δικούς της λογαριασμούς από την αρχή μέχρι το τέλος».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Μπεατρίς άρχισε να διαμορφώνει την ταυτότητά της ως καλλιτέχνης, ζωγραφίζοντας και σκιτσάροντας. «Δημιούργησε ένα αφηρημένο έργο για να πειράξει τον Ντυσάν ότι ο καθένας μπορούσε να δημιουργήσει μοντέρνα τέχνη», αναφέρει το Beatricewood.com. «Ο Ντυσάν ωστόσο εντυπωσιάστηκε από το έργο της, φρόντισε να το δημοσιεύσει σε ένα περιοδικό και την προσκάλεσε να εργαστεί στο στούντιό του». Η Μπεατρίς θα εξέθετε τα έργα της με την Εταιρεία Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών, ενώ παράλληλα συνέχισε να συνεισφέρει σε καλλιτεχνικές εκδόσεις. Είναι γνωστό ότι υπερασπίστηκε το αμφιλεγόμενο έργο του φίλου της Ντυσάν για τα ουρητήρια Fountain, αλλά σήμερα είναι δύσκολο να βρει κανείς το δικό της ντανταϊκό έργο και, δυστυχώς, το όνομά της δεν έχει συχνά την ίδια βαρύτητα με των συγχρόνων της ντανταϊστών.
Τη δεκαετία του 1920, η Μπεατρίς μετακόμισε στο Μόντρεαλ για να ενταχθεί και πάλι στη θεατρική σκηνή, αλλά για άλλη μια φορά, γρήγορα κουράστηκε από τη ζωή ως ηθοποιός.
«Ξέρετε, η υποκριτική είναι πολύ συναρπαστική. Αλλά το να είσαι ηθοποιός δεν είναι, επειδή εστιάζεις τόσο πολύ στον εαυτό σου. Στο χαμόγελό σου και στον τρόπο που κινείς το κεφάλι σου και στον τρόπο που κοιτάς. Και πραγματικά, είναι μεγάλος μπελάς».
– Μπεατρίς Γουντ.
Παντρεύτηκε για σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς αμέσως μετά, οι γονείς της κανόνισαν την ακύρωσή του γάμου- δεν χάθηκε αγάπη από την πλευρά της – ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τον συγκεκριμένο άντρα και κάποτε ισχυρίστηκε ότι «ποτέ δεν έκανε έρωτα με τους άντρες που παντρεύτηκε και ότι ποτέ δεν παντρεύτηκε τους άντρες που αγάπησε».
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, η Μπεατρίς διαπίστωσε ότι ο όμορφος κόσμος της τέχνης και των εραστών της είχε καταρρεύσει. Ο ντανταϊσμός βρισκόταν σε παρακμή και τόσο ο Ντυσάν όσο και ο Ροσέ είχαν επιστρέψει στην Ευρώπη. Οι Άρενσμπεργκ είχαν μετακομίσει στο Λος Άντζελες, οπότε και τα γκαλά που κάποτε διοργάνωναν συχνά είχαν εκλείψει.
Η αγάπη, η τέχνη και το Σύμπαν
Ερωτεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με τον Βρετανό ηθοποιό και σκηνοθέτη Ρέτζιναλντ Πόουλ. Η σχέση τους ήταν έντονη, αλλά στο τέλος της ράγισε την καρδιά όταν ερωτεύτηκε κάποια άλλη.
Την ίδια περίπου εποχή, η Μπεατρίς έγινε οπαδός του Τζιντού Κρισναμούρτι, μέλους της Θεοσοφικής Εταιρείας, καθώς και συγγραφέα, ομιλητή και μυστικιστή. Ζωγραφική, θέατρο, ντανταϊσμός, όλα αυτά αποτελούν μέρος της κληρονομιάς της Μπεατρίς Γουντ, αλλά ίσως η τέχνη για την οποία είναι πλέον διάσημη είναι το έργο της στην κεραμική.
Η Μπεατρίς αποφάσισε τελικά να μετακομίσει στο Λος Άντζελες για να μπορεί να ακούει συχνότερα τις ομιλίες του Κρισναμούρτι και στη συνέχεια τον ακολούθησε στο εξωτερικό, στην Ολλανδία, όπου της ήρθε η πρώτη ιδέα για τη δημιουργία κεραμικών. Είχε αγοράσει ένα πανέμορφο σετ από μπαρόκ σερβίτσια με ένα εντυπωσιακό γυαλιστερό γλάσο.
Η Γουντ άρχισε να χρησιμοποιεί πηλό, κάπως τυχαία, σε ηλικία 40 ετών. Παρακινημένη από την επιθυμία να δημιουργήσει μια τσαγιέρα που να ταιριάζει με το σερβίτσιο που είχε, αγοράσει, γράφτηκε στο πρώτο μάθημα κεραμικής το 1933. Σύντομα άρχισε να σφυρηλατεί αγγεία και δισκοπότηρα στολισμένα με χειροποίητες λεπτομέρειες (μικρές σταγόνες πηλού διατεταγμένες σε περίπλοκα, ανομοιόμορφα μοτίβα, γυμνές φιγούρες) και επικαλυμμένες με λούστρο που δίνουν το αποτέλεσμα που θυμίζει κρυστάλλινες μπάλες. Η ίδια είπε: «… Θα μπορούσα να πουλάω τα κεραμικά μου γιατί όταν έφυγα από το σπίτι μου δεν είχα καθόλου χρήματα. Και έτσι έγινα αγγειοπλάστης».
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, η Μπεατρίς συνέχισε να σπουδάζει κεραμική. Η Άλισον Μπράντες του Αμερικανικού Μουσείου Κεραμικής Τέχνης γράφει τα εξής για την Μπεατρίς: «Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Γουντ μεταπήδησε από το κίνημα Νταντά στον πηλό – η κεραμική έχει μια ιστορία ως το υλικό επιλογής των “αουτσάιντερ”, με περιθώρια για άπειρες δυνατότητες στη φόρμα, το γλάσο και το ψήσιμο, και η Γουντ ήταν έτοιμη για αυτή την πρόκληση».
Η Μπεατρίς ήταν μαθήτρια του Γκλεν Λούκενς και στη συνέχεια της Γκέρτρουντ και του Ότο Νάτζλερ. Ήταν μια ένθερμη μαθήτρια, η οποία αποδεχόταν τα όριά της. Οι παραδοσιακές δομές μάθησης δεν της ταίριαζαν, έτσι μάθαινε ό,τι μπορούσε και στη συνέχεια εφάρμοζε το δικό της προσωπικό στυλ στη δουλειά της- συχνά γήινο, με οργανικά σχήματα, και με συγκλονιστικά υαλώματα. Κάπου στη συνέχεια, προέκυψε ρήξη μεταξύ της Μπεατρίς και των Νάτζλερ, όταν εκείνοι την κατηγορήσουν ότι αντιγράφει πολύ πιστά τη δουλειά τους.
Μέχρι το 1947 η Μπεατρίς εξέθετε τα κεραμικά της έργα στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη και εκτελούσε παραγγελίες από παντού, μεταξύ άλλων και από καταστήματα όπως το Nieman Marcus. Αποφάσισε να μετακομίσει στο Οχάιοο της Καλιφόρνια και συνέχισε εκεί την καριέρα της. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Τζιντού Κρισναμούρτι βρισκόταν επίσης στο Οχάιοοο. Η Μπεατρίς αισθανόταν πολύ δεμένη μαζί του και ήθελε να συνεχίσει να εντάσσει τις αξίες που πρέσβευε στην καθημερινή της ζωή. Έγινε μέλος της καλλιτεχνικής κοινότητας της περιοχής, και όταν ένας φίλος την ενθάρρυνε να χτίσει ένα σπίτι και ένα στούντιο κεραμικής στο Ίδρυμα Happy Valley, το έκανε, και παράλληλα δίδασκε μαθήματα κεραμικής στο ίδρυμα.
Η καριέρα της στην αγγειοπλαστική συνέχισε να εκτοξεύεται, με αποτέλεσμα να εκθέτει τα έργα της μέχρι την Ιαπωνία. Η δουλειά της ξεχώριζε ως ζωηρή, πολύχρωμη και παιχνιδιάρικη. Όπως και κάποια από τα ντανταϊστικά της έργα, μερικά από τα κεραμικά της ήταν ερωτικά, γεγονός που της τράβηξε επίσης την προσοχή. Το 1961 το Υπουργείο Εξωτερικών την προσκάλεσε σε μια περιοδεία στην Ινδία, όπου τα χρώματα και οι παραστάσεις έγιναν αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς της.
Υπερβαίνοντας τα ηλικιακά όρια
Στα ογδόντα της, η Μπεατρίς έγινε συγγραφέας. Το πρώτο της έργο υπήρξε The “Angel Who Wore Black Tights”. Ανέπτυξε φιλία με την Αναΐς Νιν, η οποία την ενθάρρυνε και τη βοήθησε να γράψει το πιο διάσημο βιβλίο της, το “I Shock Myself”, την αυτοβιογραφία που θα αποτελούσε την έμπνευση του Τζέιμς Κάμερον για τον χαρακτήρα της Ρόουζ στον Τιτανικό. Αυτή είναι η αυτοβιογραφία της Μπεατρίς. Μετά από αυτό ακολούθησαν το “Pinching Spaniards” και το “33rd Wife of a Maharajah: A Love Affair in India”. Θυμάστε τη σκηνή στην αρχή της ταινίας όπου βλέπουμε φευγαλέα το πανέμορφο σπίτι της Ρόουζ καθώς δουλεύει στον κεραμικό τροχό της;
Η Μπεατρίς είχε προσκληθεί να παρευρεθεί στην πρεμιέρα του Τιτανικού, αλλά ήταν πολύ άρρωστη για να εμφανιστεί στο κόκκινο χαλί. Η ηθοποιός που την υποδύθηκε στα γηρατειά της, η Γκλόρια Στιούαρτ, και ο Τζέιμς Κάμερον επισκέφθηκαν τη Γουντ στα 105α γενέθλιά της και της χάρισαν ένα αντίγραφο VHS της ταινίας.
Η ίδια ισχυρίστηκε ότι δεν την είδε ποτέ γιατί «ήταν πολύ μεγάλη για να είναι θλιμμένη». Πέθανε εννέα ημέρες αργότερα.
Φαίνεται ότι η Μπεατρίς ήταν μια γυναίκα που ακολούθησε το πάθος της και άφησε το στίγμα της σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Μπορεί να μην είναι τόσο γνωστή όσο κάποιοι από τους φίλους της, αλλά το αποτύπωμά της βρίσκεται παντού. Όταν ρωτήθηκε για τη μακροζωία της, απάντησε ότι όλα οφείλονται στα «βιβλία τέχνης, τις σοκολάτες και τους νεαρούς άνδρες».
❈Δείτε επίσης: Η επιστημονική μαγεία της Ρεμέδιος Βάρο