Ζεστός, χαρμολυπημένος Ιούλιος του 1946 και στην Αθήνα γεννιέται, μέσα στους κόλπους μιας επώνυμης οικογένειας, ένα πολύ όμορφο κορίτσι με αστραφτερά μάτια, σαν εξ αρχής μουσκεμένα, φτιαγμένα για δάκρυα.

Η Μαργαρίτα Καρπάνου, κόρη της πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέα Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του ποιητή και δικηγόρου Γιώργου Καραπάνου, μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν 8 ετών. Ο πατέρας της ήταν πολύ ερωτευμένος με την μητέρα της, την διεκδικούσε, αλλά εκείνη δεν ήθελε και έτσι έφυγε για το Παρίσι με την μικρή, συνωνώματή της κόρη.

Κάπου στο φόντο της ζωής της, ως μικρού παιδιού πάντα, υπήρχε ένας Σαρτρ, μια Μπωβουάρ, ένας Πικάσο, ένα Καμί. Βεβαίως, πολλή μελαγχολία. Και μεγάλη σύνδεση με τη μάνα, ένα πρόσωπο που της ενέπνευσε έργα, θυμούς, έναν ολόκληρο δεύτερο κόσμο μέσα της. «Δεν έπρεπε να είχε γίνει μητέρα η μητέρα μου», δήλωσε η Καραπάνου σε μια τηλεοπτική της συνέντευξη, από τις σπάνιες, δύο χρόνια αφού είχε ξεπεράσει την μανιοκατάθλιψή της που την μάστιζε 30 χρόνια.

Και συμπήρωσε το εξής: «Με αγάπησε όταν αρρώστησα η μητέρα μου».

Το μίσησε το Παρίσι η Καραπάνου, ήταν ένα είδος εξορίας για εκείνη. Αγάπησε , στον αντίποδα, πολύ την γιαγιά της, την ομορφιά της, τα ζώα (τα σκυλιά της ιδίως, την Λου και τον Λι), τα γιασεμιά, τα πρωινά τσιγάρα, την απλότητα του να επιθυμείς να σηκωθείς από το κρεβάτι το πρωί που ξυπνάς.

Έβαζε τα βιβλία της και την τέχνη της πολλές σκάλες κάτω από τον έρωτα. Και βεβαίως, αγαπούσε πολύ τους άντρες.

Ήταν, με βαθύ και ξεχωριστό τρόπο, πιστή στον Θεό. Πίστευε απόλυτα σε Εκείνον. Και η πίστη της της στάθηκε βοηθός. Μαζί με την ελπίδα της, που δεν έχασε ποτέ, ουσιαστικά, όπως έχει τονίσει αρκετές φορές.

Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» κυκλοφόρησε το 1976. Το δεύτερο, «Ο Υπνοβάτης», τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία το 1988. Βιβλία της έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Σουηδία και το Ισραήλ.

Λίγες ημέρες πριν τον θάνατό της κυκλοφόρησαν τα δύο τελευταία της αυτοβιογραφικά βιβλία. Το «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» στο οποίο περιλαμβάνονται 117 γράμματα που της έστειλε η μητέρα της από το Παρίσι και το «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», στο οποίο περιέχεται τα ημερολόγιο που τηρούσε από ηλικία δεκατριών έως τριάντα τριών ετών (1959-1979).

Η Καραπάνου έγραψε ένα βιβλίο για τη διπολική διαταραχή, την περίφημη μανιοκατάθλιψη. Το ονόμασε «Ναι». Χρησιμοποίησε με ανεπανάληπτα ποιητικό τρόπο τις φρικτές και θεϊκές της εμπειρίες ως ψυχικά ασθενούς και έγραψε για την Λώρα, μια συγγραφέα με μανιοκατάθλιψη που σκέφτεται συχνά το σεξ, κοιμάται ή δεν κοιμάται, στο τέλος αγαπιέται και σώζεται.

Η συγγραφέας χαρτογραφεί με αινιγματικό, συχνά τρόπο, ένα οδοιπορικό (όπως εύστοχα επισημαίνει η βιβλιοκριτικός Πηνελόπη Αλεξίου) εντός και εκτός των ψυχιατρικών κλινικών, εντός και εκτός της ασθένειας. Έχει δηλώσει ότι επέζησε στις κλινικές, γράφοντας το «Ναι». Το «Ναι» την έσωσε και, επίσης, ένα πουλάκι που, μια μέρα, ήρθε στο παράθυρό της και της χάρισε την ελπίδα και την φράση «μήπως κάτι υπάρχει μες στην απόλυτη κόλαση;»

Η Μαργαρίτα Καραπάνου σπούδασε κινηματογράφο και φιλοσοφία στο Παρίσι και νηπιαγωγός δι’ αλληλογραφίας στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε σαν νηπιαγωγός στην Αθήνα. Επίσης, παντρεύτηκε, αλλά χώρισε σύντομα.

Το κορίτσι με τα αστραφτερά μάτια πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου του 2008 στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν λόγω της πνευμονοπάθειας που την ταλαιπωρούσε. Μάλλον όχι ευτυχισμένο. Σίγουρα, είχε νικήσει τον ίδιο του τον εαυτό που πολλές φορές είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει.

Μας άφησε γερό αποτύπωμα, πολλές σελίδες ομορφιάς και αλήθειας.

Έγραφε σε καφενεία στο Ciao, στο Κολωνάκι, ή στον Ίσαλο, στην Ύδρα, όπως η ίδια έχει δηλώσει. Βιωματικά, όλα της τα έργα. Και διαφορετικά μεταξύ τους, σχεδόν δύσκολα κατανοείς ότι τα έγραψε ίδιος άνθρωπος. Έγραφε μόνο πρωί, με τον καφέ.

Είχε πει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις: «Αισθάνομαι ότι δεν μπορείς πια να πεις πράγματα με πολλές λέξεις. Ούτε να γράψεις σελίδες ολόκληρες. Σε μια σελίδα μπορείς να βάλεις δυο γραμμές. Ο κόσμος έχει γίνει τρομερά αποσπασματικός και δεν μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα με όλη την πλοκή στις σελίδες.»

Και κάτι άλλο ωραίο και χρήσιμο είχε πει: «Η αγάπη είναι… να τεντώσεις το χέρι σου σ’ έναν άλλο άνθρωπο, αυτό είναι το παν.»

Εμείς σήμερα την διαβάζουμε στα λεωφορεία και κρατάμε με το ζόρι τα κλάματά μας. Στις παραλίες την ξεφυλλίζουμε και σκάμε χαμόγελα.

Κάποιοι από εμάς ευχόμασταν να έχουμε υπάρξει δικοί της άνθρωποι. Για δικούς μας λόγους, αυτό. Μπορεί και για μια της ατάκα: «Επειδή αρρώστησα, έμαθα την αγάπη και την συμπόνοια. Για όλους τους ανθρώπους.»