Τα σπίτια κάποτε αδειάζουν είτε λόγω μετακόμισης ή ακόμα όταν οι ένοικοί τους φεύγουν απ’ τη ζωή. Αδειάζουν επίσης όταν οι μεγάλοι έρωτες πεθαίνουν και αυτός που μείνει πίσω σε ένα μοναχικό σπίτι, γεμάτο μνήμες και όνειρα που εξέπεσαν, φωνάζει τον παλιατζή για να τα μαζέψει καθώς δεν έχει τη δύναμη να ζει παρέα με τις αναμνήσεις. Όλα αυτά τα ενθύμια από παλιές αγάπες και μακρινά ταξίδια συγκεντρώνονται σε μεγάλα τσουβάλια στην Πλατεία Αβησσυνίας. Πορσελάνινες κούκλες, παλιά φωτογραφικά άλμπουμ, ερωτικές επιστολές, χάρτες, τηλέφωνα, ανθοστόλιστα πιάτα, μουσικά κουτιά, μπιζού με ψεύτικα ρουμπίνια και μπρούτζινα αγάλματα. Όλα αυτά τα ανομοιόμορφα ως προς το είδος και αξία αντικείμενα προς πώληση, φέρουν πάνω τους το γλυκόπικρο μαρτύριο του χρόνου και αφηγούνται τις ιστορίες των ανθρώπων. Όπως ακριβώς ο Kristof. Γράφει μονόπρακτα παραμύθια που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ιστορίες για μαρκαδόρους, αρχαίους μύθους και κύκνους-μαντευτές.

Τον συνάντησα το πρωινό του Σαββάτου, ανάμεσα σε συλλέκτες, ρομαντικούς, περίεργους και τουρίστες. Σε όλη τη διάρκεια της βόλτας μας σιγοτραγουδούσε ένα γερμανικό κομμάτι, που ενώ η χαρμόλυπη μελωδία μου ακουγόταν γνώριμη, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο ήταν. «Codo των DÖF», με ενημέρωσε ο συνομιλητής μου, που μεταφράζοντας τα αρχικά του βρήκα ότι σημαίνουν «Αυστρογερμανική ευαισθησία». Αφορά την ιστορία ενός τύπου που αντιπροσωπεύει το κακό και το μίσος, “Hässlich ich bin so hässlich” και οι κυνηγημένες αφηγήτριες καταφεύγουν στον γαλαξία της αγάπης, τον Codo. «Κοιμάμαι και ξυπνάω με αυτό το κομμάτι», μου λέει, και συμφωνήσαμε ότι είναι υπέροχο να παθαίνεις εμμονή με τα τραγούδια.

Στα σημεία που τον έλουζε ο ήλιος, τα μαλλιά του έμοιαζαν σαν αλλόκοσμο φωτοστέφανο, που τον έχρηζε τον Άγιο ενός «άγριου ρομαντισμού», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τη μουσική του. Όταν του ζήτησε να μου το εξηγήσει, ανέφερε ότι «έχει πάντα κάτι μακάβριο μέσα όλο αυτό», και συνέχισε, «μια δασκάλα στο σχολείο μου είπε “ανήκεις σε μια γενιά ρομαντικών των ‘80s, αλλά με έναν πολύ δικό σου τρόπο”».

Φωτ.: Χριστιάνα Στυλιανού / Olafaq

Και θα συμφωνήσω με τη δασκάλα. Η μουσική του έχει έντονα κινηματογραφικά στοιχεία, σα να σε ταξιδεύει με μια τεράστια σαπουνόφουσκα πάνω από τον κόσμο, σε έναν πολύ δικό του ονειρόκοσμο. Όπως έμαθα αργότερα, ο ίδιος κρατά ημερολόγιο ονείρων. Για όλα αυτά μιλήσαμε καθώς περιφερόμασταν σε ζιγκ ζαγκ διαδρομές από τα σκιερά σημεία του παζαριού στις αντηλιές, σχεδόν σαν υπνωτισμένοι από την μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ, ανάμεσα στους πάγκους, τις αντίκες, κάτι υπερμεγέθεις πινόκιο, παιδικά πιανάκια και πολύχρωμες ψεύτικες γλαδιόλες.

– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;

Θυμάμαι να ακούμε τη Λιλιπούπολη στο σχολικό όταν πήγαινα νηπιαγωγείο σχεδόν κάθε μέρα. Μετά ξεκίνησα μαθήματα πιάνου. Όμως, αν κάτι με έχει στοιχειώσει μουσικά είναι ο ομώνυμος  δίσκος των a Flock of seagulls όπου έπαιζε ο πατέρας μου, με το “I run” στη διαπασών!

– Πότε και πώς γεννήθηκε η ιδέα του Kristof, και τι ήθελε να εκφράσει;

Κάπου στο λύκειο, ένα απόγευμα ξεκίνησα να αυτοσχεδιάζω στο πιάνο από βαρεμάρα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική. Με τα πολλά, είχα μαζέψει υλικό και τέλη του 2012 έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο “Rêvealité”, πιάνο-φωνή, που ας πούμε είχε μια μορφή ντέμο, καθώς όλα τα κομμάτια είχαν ηχογραφηθεί σε μία λήψη. Το “Kristof” ήταν ένα παρατσούκλι που κράτησα από μικρός. Συνήθως λέω ότι γράφω μουσικά μονόπρακτα.  

– Ποια μουσικά είδη θεωρείς πως έχουν επηρεάσει περισσότερο τη μουσική σου;

Η κλασική, οι ρομαντικοί συνθέτες, η ποπ και όλα τα φάσματα της new wave.

Φωτ.: Χριστιάνα Στυλιανού / Olafaq

– Ποιοι παράγοντες σε ώθησαν να χρησιμοποιήσεις ελληνικό στίχο στον τέταρτο δίσκο σου;

Στην πρώτη περίοδο της καραντίνας είχα την ανάγκη να γίνω πιο άμεσος και ξεκίνησα να γράφω συνειδητά στα ελληνικά. Είχα χρόνο να ξαναδώ στίχους μου, να διορθώνω κλπ. Έτσι πήρα την απόφαση ο επόμενος δίσκος να είναι μόνο ελληνόφωνος. Το αστείο είναι ότι πλέον με δυσκολεύει το αγγλόφωνο.

– Θα ήθελα αρχικά να μας μιλήσεις λίγο για τον τελευταίο σου δίσκο «Ψυχαγωγία».

Η «Ψυχαγωγία» είναι ο πρώτος ελληνόφωνος δίσκος  που φτιάξαμε με τον παραγωγό μου Βασίλη Ντοκάκη την περίοδο της καραντίνας. Ήταν σημειώσεις και ποιήματα που ντύσαμε μουσικά με πειραγμένα πιάνα, σύνθια και πρόζα.  Η «ψυχαγωγία» έχει να κάνει με την αίσθηση του μέσα με το έξω, τη φαντασία, τη ανάκληση ψυχών με μαγικά μέσα, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι «Μαρκαδόροι», την ανα-πνοή ,το απόκοσμο, τον ψυχοπομπό Ερμή, την τέρψη, τις τύψεις, τον έρωτα, το φως, την αποστασιοποίηση και το σύμπαν.

– Ποιες ήταν οι κύριες πηγές έμπνευσης του δίσκου; Κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν τα 10 τραγούδια του;

«Λένα Πλάτωνος, Chopin, Momus, Agnes Obel, Pulp , Soap & Skin, Μπέκετ, ημερολόγιο, στιχάκια, ηχογραφήσεις με τάμπλετ, καραντίνα, πρωινό, πιάνο, ασκήσεις-ζέσταμα, αυτοσχεδιασμός, προπαραγωγή, στούντιο, παραγωγή, διάλειμμα, “το αφήνουμε για μετά”, ξανά και ξανά, φωνή, ξανά φωνή, ενορχηστρώσεις, πιάνο, “πάτα τη σουρτνίνα”, καλοκαίρι, επιστροφή, πάμε πάλι. Ίσως και όχι. Έτοιμο!».

Φωτ.: Χριστιάνα Στυλιανού / Olafaq

– Θα ήθελα να σταθούμε λίγο στο τέταρτο track του δίσκου, «Κύκνος», όπου «ένα αγόρι χορεύει στο βυθό» Θα μπορούσες να μας δώσεις ένα back story γι’ αυτό το τραγούδι;

Το κομμάτι έχει αναφορές στο έργο του Πλάτωνα «Φαίδων» και στην «Hχώ» και το «Νάρκισσο». Οι κύκνοι είναι μαντευτές. Αισθάνονται το θάνατο τους και κελαηδούν δυνατά από χαρά που θα βρουν τους Θεούς ενώ οι άνθρωποι νομίζουν ότι θρηνούν. Στο κομμάτι, ο κύκνος, είναι μια πολύ όμορφη εικόνα που έχω από το Βερολίνο, από ένα αγόρι σε μια λίμνη. Αυτή η αίσθηση ότι μια τόσο όμορφη ύπαρξη χάνεται.

– Στις μέρες μας «ξεχνάμε να αγκαλιαστούμε»;

Στις μέρες μας πολλά ξεχνάμε. Στο κομμάτι «όλοι κοιμούνται» αποτυπώνονται αυτά. Από ένα κοινό σημείο συνάντησης, ένα πάρτυ μέχρι ένα χαιρετισμό και φυσικά την αγκαλιά. Μετά τον κόβιντ νιώθω πως φοβόμαστε να έρθουμε πιο κοντά με τους γύρω περισσότερα απ’ ότι πριν. Μιλάω κυρίως μεταφορικά. Κι αυτό με λυπεί και με τρομάζει.

– Σε ποια ταινία θα ήταν ιδανικό σάουντρακ o Kristof;

Σε μια ταινία μυστηρίου με ένα κερασάκι μελοδραματισμού!

– Θα έλεγα ότι η μουσική σου έχει έντονα κινηματογραφικά στοιχεία, σα να ταξιδεύει ο ακροατής σε μια τεράστια σαπουνόφουσκα πάνω από τον κόσμο, με έντονα ονειρικά στοιχεία. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για το ονειρικό αυτό στοιχείο;

Τα όνειρα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μου. Με ενδιαφέρει αυτό το σημείο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Κρατάω και ημερολόγιο ονείρων. Στο δίσκο υπάρχει πολύ μέσα αυτό το στοιχείου του μαγικού ρεαλισμού. Πολλά στοιχεία από τα όνειρα μου λειτουργούν ως αφορμή να γίνουν κομμάτια.

– Πώς σου αρέσει να περνάς το χρόνο σου πέρα από τη μουσική;

Ταξίδια, ζωγραφική, βόλτες, ποτά, ταινίες, μεξικάνικες σειρές, βραδιές beauté και βραδιές κοιτάζοντας το ταβάνι και κάνοντας το απόλυτο τίποτα.

– Είναι απαραίτητο ένας καλλιτέχνης να εφεύρει έναν μυθικό κόσμο, μια απεδαφικοποίηση από την πεζή πραγματικότητα για να μπορεί να πορευτεί;

Με ενδιαφέρει όταν ακούω καλλιτέχνες να μπορώ να μπω στον δικό τους «μυθικό» κόσμο, οπότε για μένα είναι απαραίτητο ναι!

– Αυτό τον καιρό βρίσκεσαι στην Κρήτη για τα γυρίσματα κάποιας ταινίας. Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για το εγχείρημα αυτό, και για τον δικό σου ρόλο;

Ναι, μόλις τελειώσαμε τα γυρίσματα για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Έξαρχου. Μια υπέροχη εμπειρία. Στην ταινία είμαι ένα από τα μέλη μιας ομάδας ανιματέρ που δουλεύουν χειμώνα καλοκαίρι σε ένα all-inclusive resort hotel. Η ταινία έχει αρκετό χορό, ιδρώτα και φαντασμαγορικά shows.

Φωτ.: Χριστιάνα Στυλιανού / Olafaq

– Θα σε δούμε κάπου λάιβ σύντομα;

Την ερχόμενη Τετάρτη 7 Δεκέμβρη, θα κάνουμε ένα σουαρέ – πιανιστικό λάιβ με την Nalyssa Green στο Booze. Επίσης, θα παίξουμε στην Πάτρα με τη μπάντα μου στον Συνδετήρα 16 Δεκεμβρίου όπου θα κάνω opening act στην αγαπημένη Kat – Tango With Lions για το νέο της δίσκο “you.me” .

– Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο αυτόν τον καιρό;

Ετοιμάζω ένα κόμικ με πρωταγωνιστές κάτι ανθρωπάκια που ζωγραφίζω όλη την ώρα!