“Eskimo,” “Plombir,” και το σπέσιαλ παγωτό της GUM ήταν η μόνη σκέψη που έκαναν τα παιδιά το καλοκαίρι στη Σοβιετική Ένωση.
Όπως θα έλεγαν οι ξένοι τουρίστες, υπήρχαν τρεις λόγοι για να επισκεφθεί κανείς την ΕΣΣΔ: Να παρακολουθήσεις μπαλέτο, να πας στο τσίρκο και να δοκιμάσεις παγωτό. Κάθε χρόνο, η χώρα εξήγαγε περισσότερους από 2.000 τόνους παγωτού. Αλλά ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά που έκανε το σοβιετικό παγωτό τόσο ξεχωριστό;
Η δημοτικότητα του παγωτού γνώρισε μεγάλη άνθιση στη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1930, όταν το κράτος εφάρμοσε ορισμένα πρότυπα για το συγκεκριμένο έδεσμα. Οι άνθρωποι σε όλη τη χώρα έτρωγαν τις ίδιες μάρκες και το παγωτό μετατράπηκε σε ένα είδος συλλογικής ιεροτελεστίας. Στους κατασκευαστές επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν μόνο φυσικά συστατικά – δεν υπήρχαν πρόσθετα χημικά στα τρόφιμα! Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι Σοβιετικοί θυμούνται την πλούσια, γαλακτώδη γεύση του.
Το παγωτό πωλούνταν χύμα ή μοιραζόταν στα παιδιά σε συσκευασίες των 50 ή 100 γραμμαρίων σε πάγκους του δρόμου, περίπτερα και καφετέριες.
Οι άνθρωποι συχνά αγόραζαν πολλά πακέτα παγωτά πριν τρέξουν στο σπίτι για να βεβαιωθούν ότι όλη η οικογένεια είχε ένα από αυτά. Συνήθως μια κυρία που φορούσε ένα ιδιόμορφο καπέλο άνοιγε το μεταλλικό δοχείο και μπορούσες να διαλέξεις την αγαπημένη σου μάρκα.
Μπορούσατε επίσης να αγοράσετε διάφορες γεύσεις παγωτού στις καφετέριες. Σερβιριζόταν σε μπάλες σε ειδικά μεταλλικά μπολάκια και πασπαλίζονταν με τριμμένη σοκολάτα, ξηρούς καρπούς ή περιχυνόταν με σιρόπι. Αν ήσασταν τυχεροί, θα μπορούσατε να πετύχετε και τα τρία ταυτόχρονα!
Το πιο περιζήτητο σοβιετικό παγωτό ήταν από το κεντρικό πολυκατάστημα της Μόσχας, το GUM. Κυκλοφορούσε σε γεύση crème brûlée, σοκολάτα ή βανίλια και σερβιριζόταν σε κύπελλο βάφλας. Πολλοί τουρίστες που επισκέπτονταν τη ρωσική πρωτεύουσα έδιναν προτεραιότητα σε μια στάση στο παγωτατζίδικο του πολυκαταστήματος. Εξάλλου, ήταν και εξακολουθεί να είναι κοντά στην Κόκκινη Πλατεία, το Κρεμλίνο, το Μαυσωλείο του Λένιν και τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου. Η συνταγή του παραμένει μυστική – ακόμα και σήμερα – και παραμένει πολύ δημοφιλής τόσο στους Μοσχοβίτες και στους ταξιδιώτες.
Το παγωτό σε κυπελάκι βάφλας ήταν συνήθως καλυμμένο με λεπτό στρογγυλό χαρτί, το οποίο τα παιδιά συχνά έγλειφαν και κολλούσαν σε πόρτες και παράθυρα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, τα «Ζώα των Πάγων» χρησιμοποιήθηκαν για τη διαφήμιση του σοβιετικού παγωτού: Ένας πιγκουίνος που κρατάει μια πιατέλα, μια φώκια με ένα ψηλό κύπελο παγωτό στη μύτη της και πολικές αρκούδες πάνω σε ένα παγόβουνο.
Ένα από τα πιο δημοφιλή παγωτά είχε το σχήμα ενός εσκιμώου πάνω σε ένα ξυλάκι.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, το παγωτό “Eskimo” ήταν χειροποίητο (τα ξυλάκια σερβίρονταν ξεχωριστά).
Το “Lakomka” εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και σχεδόν αμέσως έγινε μια από τις πιο δημοφιλείς ποικιλίες παγωτού για τα παιδιά στην ΕΣΣΔ. Ήταν ένα σωληνάριο παγωτού κρέμας ή σοκολάτας με επικάλυψη σοκολάτας γάλακτος. Κόστιζε 28 κοπέκ – που αντιστοιχούσε σε εννέα διαδρομές με το τραμ.
Το πιο ακριβό είδος σοβιετικού παγωτού ήταν το “Plombir” που κόστιζε 48 κοπέκ. Ζύγιζε 250 γραμμάρια, αλλά αυτή η μερίδα δεν ήταν αρκετή για όλη την οικογένεια. Οι Σοβιετικοί λάτρευαν να το απολαμβάνουν με σπιτική μαρμελάδα (varenye).
Τα παγωτά φρούτων (σορμπέ) ήταν τα φθηνότερα, κόστιζαν μόνο επτά κοπέκ και πωλούνταν μόνο σε χάρτινο κυπελάκι. Δεν ήταν πολύ δημοφιλή ανάμεσα στα παιδιά, αλλά αν δεν είχαν αρκετά χρήματα για το κρεμώδες χωνάκι βάφλας, τότε αναγκαστικά συμβιβάζονταν με αυτό.
Η αυγή της σοβιετικής παραγωγής παγωτού ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στη δεκαετία του ’90, η χώρα άρχισε να εισάγει ξένες μάρκες παγωτών και τα σοβιετικά κρατικά πρότυπα έπαψαν να τηρούνται πλέον. Τώρα, η υπέροχη, κρεμώδης γεύση παραμένει μια μακρινή νοσταλγική ανάμνηση που χρησιμεύει μόνο για να θρέψει τις μνήμες όλων εκείνων που είχαν την χαρά να το γευτούν.