Μέχρι σήμερα η Κατερίνα Γώγου (1940-1993) παραμένει στο bete-noire ημισφαίριο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης με μία μόνο ποιητική ανθολογία να περιλαμβάνει το πρωτοποριακό κι αιρετικό έργο της. Ωστόσο, τα ποιήματά της έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ριζοσπαστικής κουλτούρας της χώρας και του συλλογικού φαντασιακού των Εξαρχείων. Σχεδόν κάθε φορά που περπατώ την Πατησίων, επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου σε λούπα εκείνος ο στίχος τσεκουριά, «Η ζωή μας είναι η Πατησίων» και ναι αυτό την κάνει μια ποιήτρια που μιλάει στο σήμερα μέσα από τα βγαλμένα έντερα της Αθήνας:

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της παιδικής της ηλικίας στις σκληρές συνθήκες της ναζιστικής κατοχής, όταν η πείνα οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο θάνατο. Οι αναμνήσεις της από τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου αποτυπώνονται σε ένα πεζογράφημα που δημοσιεύτηκε μεταθανάτια από την ημιτελή ποιητική αυτοβιογραφία της «Με λένε Οδύσσεια».

Λίγα χρόνια αργότερα η Κατερίνα Γώγου ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.

Τα εφηβικά της χρόνια τα πέρασε στο αθηναϊκό κέντρο της μετεμφυλιακής περιόδου, μια εποχή αυστηρής λογοκρισίας, αστυνομικής τρομοκρατίας και που τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων στα ξερονήσια ήταν ασφυκτικά γεμάτα από εξόριστους πολιτικούς κρατούμενους. Στο «Με λένε Οδύσσεια» η Γώγου θυμάται μια από τις σπάνιες στιγμές που μπόρεσε να εκφράσει την αγανάκτησή της για την κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη μαζί με εκατοντάδες άλλους εφήβους, όταν προβλήθηκε η ταινία «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» το 1955 στο Παλλάς. «Όταν η ταινία ήρθε στην πόλη, συγκεντρώθηκε το κίνημα όλων των οργισμένων παιδιών ακόμα και από τις πιο απομακρυσμένες γειτονιές και από την κάτω Αθήνα […] όταν ακούστηκε το τραγούδι της ταινίας, το περίφημο «Ένα δύο τρία τέσσερα ροκ», οι μισοί από εμάς άναψαν τους αναπτήρες τους και οι άλλοι μισοί έσκισαν με ξυράφια τις βελούδινες πολυθρόνες του αριστοκρατικού Παλλάς που τότε ήταν ο μεγαλύτερος κινηματογράφος της Αθήνας. Εγώ έκανα και τα δύο». Ήταν η γέννηση της τάσης του τεντιμοϊσμού στην Αθήνα, η οποία σύντομα επρόκειτο να κατασταλεί ανελέητα με τον νόμο 4000, ο οποίος προέβλεπε τον αναγκαστικό δημόσιο εξευτελισμό μέσω του «ξυρίσματος του τριχωτού της κεφαλής των “τεντιμπόϊδων”».

Μέσα στην αυστηρή λογοκρισία της μετεμφυλιακής μοναρχίας, ο μόνος τρόπος που μπορούσε να βγάλει τα προς το ζην ως ηθοποιός ήταν μέσω της κωμωδίας και μόνο, είδος που εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό την αναπαραγωγή της κρατικής ιδεολογίας, καθώς και των καπιταλιστικών και πατριαρχικών αξιών της εποχής. Οι ρόλοι που αποδίδονταν στην Κατερίνα από την Φίνος Φιλμ, την εταιρεία που την εργοδοτούσε, ήταν συνήθως ο δευτερεύων ρόλος της αφελούς οικιακής βοηθού, ή της ανόητης μικρής αδελφής, ή αυτός της απείθαρχης μαθήτριας. Ο πιο χαρακτηριστικός της ρόλος ήταν αυτός που έπαιξε στο «Το ξύλο ήρθε από τον Παράδεισο» το 1959, όπου δίπλα στην αγαπημένη ηθοποιό του καθεστώτος, Αλίκη Βουγιουκλάκη, υποδύθηκε τον ρόλο της κατεργάρας μαθήτριας που την έκανε διάσημη. Μέχρι την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974 έπαιξε και σε δεκάδες άλλες κωμωδίες στην ίδια πάντα γκάμα ρόλων. Όπως αναφέρει η Βιργινία Σπυράτου στη βιογραφία της Κατερίνας Γώγου «Έρωτας Θανάτου», από τις Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, «ο κόσμος του κινηματογράφου συνέθεσε το καπιταλιστικό ιδεώδες ως καταναλωτική κοινωνία, όπου οι ήρωες υποστήριζαν την τάξη μέσα στα όρια της παραδοσιακής οικογένειας και μέσα στο πατριαρχικό κράτος». Παρά την ερμηνεία μιας μεγάλης σειράς γυναικείων στερεοτυπικών ρόλων, η Κατερίνα Γώγου ανέπτυξε μια οξεία ριζοσπαστική οπτική που απείχε πολύ από τις συντηρητικές φεμινίστριες της μεταχουντικής εποχής, τις οποίες χλεύαζε πικρά σε ένα ποίημα της του 1980 από τη συλλογή «Ιδιώνυμο»:

Ο φεμινισμός της Κατερίνας Γώγου απείχε πολύ από τις ασκήσεις δημοκρατικής προοδευτικότητας που κυριαρχούσαν τότε. Πολλά από τα πρώτα της ποιήματά μιλούσαν για έναν κόσμο που η ελληνική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογικά κυρίαρχης αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αγνοούσε ή ήθελε να αγνοήσει: την πορνεία. Ένα μεγάλο μέρος της ποίησης της Κατερίνας ήταν αφιερωμένο σε μια ιογενή περιγραφή της σκοτεινής πλευράς της Αθήνας, με έναν τρόπο που κανείς δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει μέχρι τότε:

Για τη Γώγου, γράφει η Σπυράτου, «οι πόρνες δεν ήταν ένα κοινωνικό γεγονός, ήταν ένας κοινωνικός σχηματισμός και ως τέτοιος ήταν απαραίτητο μέρος της αναπαραγωγής του ελέγχου: μια γυναίκα πρέπει να είναι πόρνη όταν το απαιτεί ο άντρας και πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι πόρνη για να γίνει σύζυγος και μητέρα. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η ανδρική απαίτηση της θηλυκής εικόνας που πρέπει να ικανοποιηθεί». Η ίδια ήταν πάντως επαναστάτρια, αλλά μια επαναστάτρια που δεν χωρούσε στα πρότυπα του αριστερίστικου ηρωισμού της εποχής της Μεταπολίτευσης.

Η πρώτη ποιητική συλλογή που εξέδωσε η Γώγου το 1978 ήταν το «Τρία κλικ αριστερά», μια βιτριολική απεικόνιση μιας Αθήνας που δεν αρμόζει στους αριστερούς ηρωισμούς και στην δημοκρατική θριαμβολογία της εποχής. Αναπόφευκτα ταυτίστηκε με τους απόκληρους της μητρόπολης και το λούμπεν περιθώριο, όπως κανένας άλλος συγγραφέας ή στοχαστής δεν είχε κάνει στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να εγκολπωθεί στο νεοσύστατο αναρχικό περιβάλλον των Εξαρχείων που γεννιόταν εκείνη την εποχή. Μια σχέση που εξελίχθηκε σε αμοιβαίο δεσμό εμπιστοσύνης και σεβασμού μέχρι και το θάνατο της ποιήτριας. Το τέλος της δεκαετίας του 1970 υπήρξε μια εποχή έντονης απογοήτευση της ριζοσπαστικής νεολαίας της Αθήνας από τα κλασικά αριστερά ρεύματα και τα πρώτα πειραματικά βήματα προς τον αναρχισμό που το ξεχασμένο λούμπεν περιθώριο των ιερόδουλων, των πρεζάκηδων, των ψυχιατρικών ασθενών, των φυλακισμένων κ.λπ. απέκτησε μια πολιτική σημασία των «μη εκπροσωπούμενων» ομάδων και θα αποτελούσε την ηθική βάση του αναρχικού κινήματος της δεκαετίας του 1980. Η Γώγου ήταν μια πραγματική προφήτης αυτής της απροσδόκητης πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης, και τα ποιήματά της απέκτησαν σεβασμό ακριβώς γι’ αυτό.

Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1970 η Γώγου ασχολήθηκε ξανά με τον κινηματογράφο, αυτή τη φορά όμως σε ρόλους εκ διαμέτρου αντίθετους από τα γυναικεία στερεότυπα της προγενέστερης καριέρας της. Έκανε αρχή το 1977 με την πρωτοποριακή ταινία «Το βαρύ πεπόνι», την πρώτη απόπειρα ενός ελληνικού κοινωνικού νεορεαλισμού, σε σκηνοθεσία του συζύγου της και πατέρα της μοναχοκόρης της, Παύλου Τάσιου. Η ταινία περιγράφει τη νέα αστική εργατική τάξη που αποτελείται από ντεκλασάτους μικροϊδιοκτήτες που ήρθα από τα χωριά τους στην Αθήνα. Η Γώγου εμφανίζεται ως μια βιομηχανική εργάτρια που πληρώνεται «με το κομμάτι», η οποία παραβιάζει το προκαθορισμένο χρονικό όριο εργασίας, και αναζητά καταφύγιο στον έρωτα για να διαπιστώσει ότι αυτός απλώς την εγκλωβίζει στην εργασία στο σπίτι και στην πατριαρχία. Για τον ρόλο της η Γώγου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, θα εμφανιστεί και πάλι στη μεγάλη οθόνη για την ταινία «Παραγγελιά», επίσης σε σκηνοθεσία του Τάσιου. Η ταινία προσπάθησε να περιγράψει τη ζωή του Νίκου Κοεμτζή. Τον Φεβρουάριο του 1973, μετά την αποφυλάκισή του, ο Κοεμτζής πήγε με φίλους του στο μουσικό νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», όπου ο αδελφός του παρήγγειλε από την ορχήστρα να παίξουν ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Βεργούλες» (Τα δυο σου χέρια) του Μάρκου Βαμβακάρη. Όταν σηκώθηκαν και άλλοι άντρες να χορέψουν (ως γνωστόν το ζεϊμπέκικο είναι ανδρικός χορός που προέρχεται από τη Μικρά Ασία και για λόγους τιμής χορεύεται κατά μόνας), ο τραγουδιστής τους ανακοίνωσε ότι πρέπει να καθίσουν καθώς το τραγούδι ήταν «παραγγελιά». Μετά από αυτό ακολούθησε καυγάς και ο Κοεμτζής μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τρεις αστυνομικούς, νομιζόμενος ότι σκοτώνουν τον αδελφό του. Η υπόθεση Κοεμτζή πήρε τεράστια δημοσιότητα στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύοντας μια φιγούρα εκτός εποχής, έναν άνδρα με εμμονή με την τιμή του σε μια κοινωνία που κινούνταν σε έναν εντελώς διαφορετικό ηθικό κώδικα. Η ταινία περιελάβανε μια σειρά από απαγγελίες ποιημάτων από το «Τρία κλικ αριστερά» της Γώγου υπό την πρωτοποριακή μουσική επένδυση του Κυριάκου Σφέτσα, του μελλοντικού διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος. Η απαγγελία και η μουσική της ταινίας κέρδισαν το βραβείο καλύτερης μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και σύντομα εκδόθηκαν σε βινύλιο για να γίνουν ένα από τα μουσικά κειμήλια της ριζοσπαστικής κουλτούρας της δεκαετίας του 1980, που παραμένει μέχρι και τις μέρες μας μια από τις πιο τολμηρές απόπειρες παντρέματος ποίησης και μουσικής στην Ελλάδα. Το πιο γνωστό ποίημα που απαγγέλλεται κατά τη διάρκεια της ταινίας έχει άμεσες πολιτικές αναφορές για την κατάσταση που επικρατούσε στην τότε δημοκρατική Ελλάδα.

Την ίδια χρονιά, το 1980, η Γώγου δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική της συλλογή, «Ιδιώνυμο». Ο τίτλος της συλλογής αναφερόταν στο νόμο 410/1976 που οχύρωνε τις δυνάμεις ασφαλείας κατά των διαδηλωτών και το ίδιο το καθεστώς κατά των απεργιών κ.λπ. Ο νόμος βαφτίστηκε «ιδιώνυμο» από τους αναρχικούς και τους αριστερούς της εποχής, μια λέξη που παρέπεμπε στο νόμο που ψηφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τον φιλελεύθερο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος διέταζε την εκδίωξη των κομμουνιστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ξερονήσια.

Μέχρι το 1980 η ποιήτρια είχε ήδη εμπλακεί βαθιά στην αναρχική κουλτούρα που ευδοκιμούσε τότε στην περιοχή των Εξαρχείων, όπου το 1981 εμφανίστηκε η πρώτη κατάληψη της Αθήνας στην οδό Βαλτετσίου. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1979, η Γώγου έπαιξε κεντρικό ρόλο στη μεγάλη συναυλία κατά της αστυνομικής καταστολής στο Σπόρτινγκ, όπου συμμετείχαν πολλοί τραγουδιστές της εποχής. Η συναυλία έγινε με αίτημα την άμεση απελευθέρωση του Φίλιππου και της Σοφίας Κυρίτση, δύο αναρχικών που είχαν φυλακιστεί κατηγορούμενοι ως τρομοκράτες.

Το 1982 η Γώγου εκδίδει την τρίτη της ποιητική συλλογή «Το Ξύλινο παλτό», όπου η ποίησή της αποκτά μια περισσότερο προσωπική πινελιά, ενώ το 1984 η Γώγου παίζει τον τελευταίο της ρόλο στην ταινία «Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού»,  της οποίας το σενάριο γράφτηκε από την ίδια. Η ταινία, σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Θωμόπουλου, αφηγείται την ιστορία τριών ζευγαριών που ξεπούλησαν τις επαναστατικές τους ιδέες για τη μικροαστική άνεση, ένα θέμα που καυτηριάζει ολόκληρη τη «γενιά του Πολυτεχνείου» που μέχρι τότε είχε εδραιωθεί για τα καλά σε θέσεις εξουσίας.

Το 1986, η Γώγου δημοσιεύει την τέταρτη ποιητική συλλογή της «Απόντες», γνωστή για το ποίημα που είναι αφιερωμένο στη δολοφονημένη Σόνια, μια αναρχικιά τραβεστί:

Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο-σκοτεινός-
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή…
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια
Γύρω στο χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής
αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο που δε φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τους Διαφορετικούς σκοτώνουν

Οι κόκκινες φαλτσέτες στο ποίημα αναφέρονταν στην παραδοσιακή κομμουνιστική πολιτική κατά της ομοφυλοφιλίας.Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν μια εποχή σκληρού αγώνα για την απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων στην Ελλάδα. Μόλις λίγα χρόνια πριν, το 1979, η δεξιά κυβέρνηση είχε προτείνει νόμο για τον εκτοπισμό των ομοφυλόφιλων σε καταυλισμούς σε διάφορα ξερονήσια. Ο νόμος ανατράπηκε λόγω της εκτεταμένης μαζικής αντίδρασης καθώς και της διεθνούς πίεσης από διανοούμενους όπως ο Φουκώ και ο Γκουαταρί. Ο αγώνας κατά του νόμου του εκτοπισμού, αποτέλεσε το λίκνο του κινήματος απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων της δεκαετίας του 1980 με επικεφαλής κυρίως την αριστερή ομάδα AKOA. Τον πιο μαχητικό ρόλο στον αγώνα όμως έπαιξαν οι τραβεστί που συγκρούστηκαν ακόμη και με τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Η Σόνια ήταν μια αναρχική τραβεστί που είχε στενή σχέση με την Πάολα Ρεβενιώτη, την πρωτοπόρο αναρχική τρανς φιγούρα της δεκαετίας, η οποία εξέδιδε το «Κραξιμο», ένα αναρχικό περιοδικό για τραβεστί που υπήρξε η αφορμή για να συλληφθεί πολλές φορές. Η δολοφονία της Σόνιας και η εγκατάλειψη του κακοποιημένου γυμνού πτώματός της σε ερημικά βράχια της Αττικής, αποτέλεσε μια συγκλονιστική υπόθεση για εκείνη την εποχή.

Η Γώγου πολλές φορές υπήρξε και η ίδια θύμα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Το 1986 υπέβαλε μήνυση κατά του στρατηγού Αντώνη Δροσογιάννη, του διαβόητου Υπουργού Δημόσιας Τάξης του ΠΑΣΟΚ, αφού ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από αστυνομικούς των ΜΑΤ κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής διαμαρτυρίας. Η Γώγου βρισκόταν στη μόνιμη λίστα υπόπτων του Υπουργείου, γεγονός που επιδεινωνόταν από τη φιλία και τη συντροφική της σχέση με την Κατερίνα Ιατροπούλου, μια εμβληματική μορφή της εποχής που αγωνιζόταν για την κατάργηση των φυλακών. Ο αγώνας της Γώγου ενάντια στην καταστολή αποτυπώνεται καλύτερα στο ποίημά της «Καμιά φορά»:

Το 1988, η Κατερίνα εξέδωσε το πέμπτο της βιβλίο με τίτλο «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», μια συλλογή 38 ποιημάτων, πολλά από τα οποία αποτελούνται από δύο ή ακόμα και έναν μόνο στίχο. Η συλλογή αποτυπώνει μια περίοδο ψυχικής οδύνης που οδήγησε τη Γώγου μέσα και έξω από τις κλινικές για το υπόλοιπο της ζωής της. Ένα χαρακτηριστικό ποίημα από τη συλλογή έχει ως εξής:

Δέντρο ήμουνα κι έσπασα.
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά να παίξουνε τους κρεμασμένους.
Ρίζα με λένε τώρα.

Τέλος, το 1990, η Κατερίνα εξέδωσε το τελευταίο της βιβλίο «Νόστος», το οποίο συνδυάζει τόσο την προηγούμενη πολιτική και κοινωνική διεισδυτική ματιά της όσο και την υπαρξιακή της αγωνία.

H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.

Ένα αδημοσίευτο ποίημα της Κατερίνας που ξεθάφτηκε και δημοσιεύτηκε στην πρόσφατη βιογραφία της ο «Έρωτας Θανάτου» από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, αποκαλύπτει την ακλόνητη προσήλωσή της στην αναρχία:

Μη με σταματάς.Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη.Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.

Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ’ του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν’ αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε.Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ’ τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.

Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.

Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»

Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.

Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν’ αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.

Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ’ ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.

Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ’ την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.