Το 1986-87 η Φιλιππίνα Λιβιτσάνου, πρωτοετής φοιτήτρια στην ΑΣΚΤ, 19 ετών τότε, αγόρασε την πρώτη φωτογραφική της µηχανή και µε ενθουσιασµό ξεκίνησε να παγιδεύει στον φακό της ό,τι της προκαλούσε ενδιαφέρον. Κάπως έτσι, κατέγραψε τα φοιτητικά δρώµενα, στα δύσκολα µεταβατικά για την Ελλάδα χρόνια που πολλά υποσχόταν η «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ, όταν οι αντίπαλοι µεθούσαν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους στην απαλλαγή. Το 1987 στο υπόγειο του πολυτεχνείου στην αίθουσα της σπουδής του «γυµνού νυκτός» των απογευµατινών εργαστηρίων πραγµατοποιούνταν οι φοιτητικές συνελεύσεις, και εκείνος ο αµφιθεατρικός χώρος ενέπνευσε την Φιλιππίνα για τις πρώτες της φωτογραφίες. Το υλικό που παρουσιάζεται σε ένα µεγάλο µέρος του βιβλίου «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» είναι µια επιλογή από το ανέκδοτο προσωπικό αρχείο της καλλιτέχνιδας, αν και ένα µικρό µέρος του είχε παρουσιαστεί πίσω στο 1987 στο ίδιο το εμβληματικό εκείνο κτίριο.
Συνάντησα την Φιλιππίνα µε αφορµή την κυκλοφορία του βιβλίου µια ηλιόλουστη Κυριακή στο σπίτι της. Οι ερωτήσεις που είχα να τις κάνω ήταν πολλές, βασικά γιατί εκείνη την εποχή εγώ βρισκόµουν για σπουδές στη Σουηδία, αλλά τα νέα για την «Κατάληψη της Καλών Τεχνών» τα µάθαινα από τους φίλους και ήταν συχνά κεντρικό θέµα στα γράµµατα έφταναν στην Ουψάλα από την πατρίδα. Η κυκλοφορία του βιβλίου είναι µια περιορισµένη έκδοση, από εκείνες όµως, που αν πέσουν στα χέρια σου κάνεις τα πάντα για να την έχεις στη βιβλιοθήκη σου. Το «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» υπογράφουν οι Σύλβια Κουτρούλη, Φιλιππίνα Λιβιτσάνου και Φώτης Καζάζης. Το βρήκα τυχαία πριν λίγους µήνες µέσω του φίλου Γιάννη Καρδάση, όταν ο ∆ηµήτρης Παπαϊωάννου ανέφερε στη συνέντευξή του την «κατάληψη» της Καλών Τεχνών. Έψαξα, βρήκα την Φιλιππίνα και τελικά καταφέραµε να συναντηθούµε να µιλήσουµε για εκείνες τις µέρες και αυτό το µοναδικό φωτογραφικό της αρχείο.
«Εκείνη η εποχή ήταν πολύ σηµαντική, και πολύ ιδιαίτερη», ξεκινά να αφηγείται η Φιλιππίνα. «Κοιτάζοντας κι εγώ πίσω ή ψάχνοντας τα πρόσωπα, είδα ότι από εκείνον τον χώρο πέρασαν πάρα πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που σήµερα έχουν σηµαντικές θέσεις. Κάποιοι είναι καθηγητές στη σχολή, άλλοι είναι ενεργοί και δηµιουργούν όπως ο Χαραλαµπίδης, ο Σκαλτσάς, ο Στεφανάκης, ο Βλασταράς, ο Ψυχούλης, ναι το ξέρω, θα ξεχάσω πολλούς, αλλά ήταν όλοι, ένας ένας, παιδιά µε ιδιαιτερότητες που έκαναν κάτι πολύ σηµαντικό. Κατά τη γνώµη µου ήταν όλοι µαζί ενωµένοι σε µια συλλογική προσπάθεια. Μια προσπάθεια από όλους τους φοιτητές, ασχέτως πολιτικής παράταξης. Γιατί µέσα εκεί υπήρχαν και απολιτίκ άτοµα, υπήρχαν παιδιά από το ΚΚΕ, υπήρχαν Τροτσκιστές, αναρχικοί… Ναι, όλοι είχαµε σχέση µε τον αναρχικό χώρο, αλλά και µε τον φεµινιστικό χώρο. Αρκεί να σκεφτείς ότι 1985 γινόντουσαν κινητοποιήσεις για να νοµιµοποιηθούν οι αµβλώσεις για να καταλάβεις πώς το φεµινιστικό κίνηµα είχε παρουσία. Βέβαια, πάντα υπήρχαν οµάδες και οµάδες. Εγώ ήµουν στην Αδέσµευτη Κίνηση Γυναικών, που ίσως και λόγω του χαρακτήρα µου, ακόµα έχω σχέσεις µε την οµάδα αυτή και τη στηρίζω».
«Η Σχολή Καλών Τεχνών ήταν από τον Νοέµβριο του 1987 σε κατάληψη. Η κατάληψη αυτή έγινε επειδή διεκδικούσαν οι φοιτητές έναν ενιαίο χώρο για να δουλεύουν. Για να το καταλάβουµε αυτό πρέπει να σκεφτούµε ότι η Σχολή Καλών Τεχνών εκείνη την εποχή ήταν διαλυµένη, χωρισµένη. Υπήρχε ένα παράρτηµα στη Χέυδεν, ένα παράρτηµα στην Νοταρά, κάποια παραρτήµατα στο Πολυτεχνείο, ένα παράρτηµα στην Αγίου Μελετίου, σε εκείνο το ιστορικό κτίριο που λεγόταν το Μικρό Πολυτεχνείο και μάλλον μιλούσε ο Ε. Βενιζέλος… Οι φοιτητές όλοι δεν µπορούσαν να βρεθούν σε ένα κοινό κτίριο. Το αίτηµα, λοιπόν, της κοινής στέγασης, δεν ήταν µόνο των φοιτητών, το διεκδικούσαν και οι καθηγητές. Όταν λοιπόν στις πρώτες συζητήσεις που έγιναν για να πάµε να πιάσουµε ένα κτίριο, υπήρχαν αντιρρήσεις, όλες από την µεριά των παιδιών της ΚΝΕ. ∆εν ήθελαν να πάρουµε ένα κτίριο. Είχαν άλλους τρόπους διαµαρτυρίας. Έτσι, λοιπόν, παραιτήθηκαν από τη συντονιστική επιτροπή, αλλά ένας από αυτούς, ο Μιχάλης ο Μανταδάκης, τελειόφοιτος τότε, παρέµεινε και αποδείχθηκε ο πιο µαχητικός, γιατί ήθελε κι αυτός έναν χώρο για όλους τους φοιτητές. Οι περισσότεροι που απέµειναν ήµασταν πρωτοετής, µε µια αγνότητα και ενθουσιασµό για να κάνουµε κάτι».
«Τελικά, πώς φτάσατε σε αυτό το κτίριο;» την ρωτάω. «Το είχε προτείνει ο Γιάννης Στεφανάκης», µου απαντά η Φιλιππίνα και συνεχίζει να θυµάται και να αφηγείται εκείνες τις πρώτες ηµέρες της κατάληψης. «Ο Γιάννης είχε περάσει µια µέρα από εκεί, το είδε εκεί στη γωνία Πολυτεχνείου και 3ης Σεπτεµβρίου, το οποίο µετά τον µεγάλο σεισµό είχε κριθεί ακατάλληλο. Το κτίριο του Παναγιώτη Φωτεινού ήταν παράρτηµα του Νοσοκοµείου Συγγρού, γιατί ο καθηγητής Φωτεινός το είχε αφήσει στο πανεπιστήµιο. Ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, κοντά στο πολυτεχνείο. Εγώ τότε δεν ήξερα τι σηµαίνει «κατάληψη». Όλοι ήµασταν νέα παιδιά, µε πιο µεγάλους τους τελειόφοιτους Γιάννη Στεφανάκη και ο Μιχάλη Μανταδάκη. Μετά την 17 Νοέµβρη, και µετά το ξύλο που φάγαµε από τις συµπλοκές στην κατάθεση στεφανιών, την εποµένη βροχερή µέρα πήγαµε να καταλάβουµε το κτίριο. Εµείς ήµασταν γύρω στα τριάντα άτοµα. Υπόψην, εκείνη την εποχή η Καλών Τεχνών δεν ήταν µεγάλη. Δηλαδή για να µπεις στην Καλών Τεχνών της Αθήνας έπαιρναν σαράντα πέντα παιδιά. Και αυτό ήταν ένα από τα βασικά αιτήµατα µας, η αύξηση των εισακτέων. Τα πανώ και τα κείµενα είχαν ετοιµαστεί όλα από το πολυτεχνείο. Και αποφασίσαµε να πάµε να µπούµε, προσπαθήσαµε να µπούµε από την µπροστινή πόρτα, δεν ήταν εύκολο, µετά πήγαµε από την πίσω, και τελικά µπήκε κάποιος από ένα παράθυρο και µας άνοιξε. Το κτίριο είχε ήδη παραβιαστεί από προηγούµενους χρήστες ναρκωτικών, και έτσι µας άνοιξε την µπροστινή πόρτα και καταφέραµε και µπήκαµε µέσα».
«Είχαµε καλέσει δηµοσιογράφους που τους δώσαµε το κείµενο µε τα αιτήµατά µας και βασικά µπαίνοντας µέσα αντικρύσαµε ένα πανέµορφο κτίριο πνιγµένο στην σκόνη. Μας ενθουσίασε ο χώρος και ειδικά η αίθουσα µε τους καθρέφτες. Αµέσως αρχίσαµε να το καθαρίζουµε και υπήρξε συλλογική προσπάθεια για να φέρουµε νερό από ένα απέναντι φαστφουντάδικο, να συνδέσουµε παράνοµα το ρεύµα και δούλεψαν όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Αλλά, ναι, ήµασταν όλοι αριστεροί. Δεν υπήρχαν δεξιοί στη σχολή, δεν υπήρχαν σκινχεντς. Θυµάµαι, είχαν εµφανιστεί κάποια στιγµή ένας ή δύο, τους είχα δει και στο µάθηµα φιλοσοφίας του Παύλου Χριστοδουλίδη, και θυµάµαι τα λόγια του που τους είπε «κακώς είσαι νοσταλγός αυτής της εποχής». Στις πρώτες συνελεύσεις της κατάληψης, στην αίθουσα µε τους καθρέφτες, αφού είχαµε λύσει τα σοβαρά προβλήµατα, ξεκίνησαν οι διαµάχες για το ποιος θα πάρει ποιο δωµάτιο. Αυτό έφερε σε ρήξη λίγο τα πράγµατα. Το σκεπτικό µας ήταν ότι έχουµε µια στέγη για την σχολή. Το κάνουµε όλο αυτό για να βοηθήσει τη σχολή να έχει έναν ενιαίο χώρο και µάλιστα σκεφτόµασταν αυτόν τον χώρο να τον πάρει όντως η σχολή και να στεγάσει όλα τα εργαστήρια. Της έφτανε. Θα έλυνε το στεγαστικό της πρόβληµα. Και όλοι οι φοιτητές της θα βρίσκονταν σε έναν κοινό χώρο».
«Αυτή η κατάληψη, οφείλουµε να πούµε, βοήθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών και απέκτησε τον ενιαίο χώρο στο εργοστάσιο κάτω στην Πειραιώς. Βέβαια, δεν πήρε ποτέ αυτό το κτίριο που είχαµε πιάσει τότε. Σε εκείνο το κτίριο έκανα πρώτη φορά την έκθεση φωτογραφίας, µε πολλές από τις φωτογραφίες που συµπεριλαµβάνονται στην έκδοση. Τις είχα εκθέσει στο ισόγειο όπου έδειχνα όλες τις δραστηριότητές µας, αλλά κάποιοι τότε επέµεναν ο καθένας να έχει το δικό του χώρο, και εγώ θυµάµαι είχα διαφωνήσει µε όλους τότε. Διαφώνησα και µε τον Μιχάλη τον Μανταδάκη, ενώ ήξερα ότι αν δεν ήταν εκείνος δεν θα γινόταν ποτέ η κατάληψη. Γιατί ουσιαστικά δούλεψε πάρα πολύ, µιλούσε µε τους καθηγητές και ναι είχε ανάγκη έναν χώρο ως τελειόφοιτος, αλλά το σηµαντικότερο που πρέπει να πούµε είναι ότι είχε ένα όραµα στο µυαλό του. Στον δεύτερο χρόνο της κατάληψης µπήκε µέσα στην κατάληψη η Οµάδα Εδάφους χωρίς να ρωτήσει κανέναν και ουσιαστικά έκλεισε το ισόγειο. Ο Μιχάλης χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν έφυγε σιωπηλά. Μετά από δύο χρόνια αγώνων εκεί µέσα. Και αυτό είναι προς τιµήν του».
Πολλοί πέρασαν από εκείνη την κατάληψη. Όχι µόνο φοιτητές της Καλών Τεχνών, όχι µόνο αντιεξουσιαστές, όχι µόνο πάνκιδες, όχι µόνο ντίλερς. Γιατί «ο χώρος ήταν από την αρχή ευάλωτος και οι συγκρούσεις,οι αντιδράσεις και η επιθετικότητα εξαντλούνταν στις σελίδες του ηµερολογίου της κατάληψης», θυµάται η Φιλιππίνα. «Πολλά από τα παιδιά που έµεναν στο Φωτείνιο ήταν παιδιά από την επαρχία και από χαµηλά οικονοµικά στρώµατα. Υπήρχαν και παιδιά µε οικονοµική άνεση… Ήταν η προσωπική τους επανάσταση απέναντι στην κοινωνική τους τάξη. Η αστυνοµία ποτέ δεν µας ενόχλησε, οι καθηγητές επισκέπτονταν τον χώρο, αν και ορισµένοι κρατούσαν αποστάσεις, κυρίως, όταν η σχολή έλυσε το πάγιο στεγαστικό αίτηµα (µε την εγκατάσταση στα κτίρια της Πειραιώς)… Η ιστορία στο Φωτείνιο αναδεικνύει την αδιαλλαξία της κρατικής µέριµνας να υποστηρίζει την καλλιτεχνική δηµιουργία. Σε µια δηµιουργική απαλλαγµένη από τα ναρκωτικά περίοδο η κατάληψη των καλλιτεχνών τελείωσε, οι «ενοχλητικοί παρείσακτοι δηµιουργοί» έφυγαν αξιοπρεπώς χωρίς αντιδράσεις. Μόνο ένα σύνθηµα στον τοίχο επί της οδού Πολυτεχνείου από έναν καλλιτέχνη: «Κάθε αρχή και ένα τέλος, κάθε τέλος και µια αρχή» έµεινε να αιωρείται στο οµιχλώδες τοπίο της πόλης… Η ιστορία της κατάληψης στο Φωτείνιο θα µπορούσε να είναι σαν το παραµύθι της Χιονάτης, όταν την ανακάλυψαν στο δάσος οι επτά νάνοι και σίγουρα ήµασταν πολλοί περισσότεροι από επτά, µαγεµένοι από το κάλος της, όµως η «κακιά» µητριά, η µάγισσα που τη ζήλευε την νάρκωσε µε όµορφο δηλητήριο, ποιος ξέρει άραγε πότε και αν θα ξυπνήσει;».
• Όλες οι φωτογραφίες είναι της Φιλιππίνας Λιβιτσάνου, εκτός των δύο πορτρέτων της Κατερίνας Γώγου, τα οποία ανήκουν στον Φώτη Καζάζη. Οι φωτογραφίες που έχουν χρησιμοποιηθεί σε αυτό το άρθρο έχουν χορηγηθεί με την έγγραφη άδεια και των δύο φωτογράφων. Κάθε αναπαραγωγή τους υπόκειται σε νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
• Το βιβλίο «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» βιβλιοθετήθηκε σε 200 αντίτυπα τον Μάιο του 2022.
Το 1986-87 η Φιλιππίνα Λιβιτσάνου, πρωτοετής φοιτήτρια στην ΑΣΚΤ, 19 ετών τότε, αγόρασε την πρώτη φωτογραφική της µηχανή και µε ενθουσιασµό ξεκίνησε να παγιδεύει στον φακό της ό,τι της προκαλούσε ενδιαφέρον. Κάπως έτσι, κατέγραψε τα φοιτητικά δρώµενα, στα δύσκολα µεταβατικά για την Ελλάδα χρόνια που πολλά υποσχόταν η «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ, όταν οι αντίπαλοι µεθούσαν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους στην απαλλαγή. Το 1987 στο υπόγειο του πολυτεχνείου στην αίθουσα της σπουδής του «γυµνού νυκτός» των απογευµατινών εργαστηρίων πραγµατοποιούνταν οι φοιτητικές συνελεύσεις, και εκείνος ο αµφιθεατρικός χώρος ενέπνευσε την Φιλιππίνα για τις πρώτες της φωτογραφίες. Το υλικό που παρουσιάζεται σε ένα µεγάλο µέρος του βιβλίου «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» είναι µια επιλογή από το ανέκδοτο προσωπικό αρχείο της καλλιτέχνιδας, αν και ένα µικρό µέρος του είχε παρουσιαστεί πίσω στο 1987 στο ίδιο το εμβληματικό εκείνο κτίριο.
Συνάντησα την Φιλιππίνα µε αφορµή την κυκλοφορία του βιβλίου µια ηλιόλουστη Κυριακή στο σπίτι της. Οι ερωτήσεις που είχα να τις κάνω ήταν πολλές, βασικά γιατί εκείνη την εποχή εγώ βρισκόµουν για σπουδές στη Σουηδία, αλλά τα νέα για την «Κατάληψη της Καλών Τεχνών» τα µάθαινα από τους φίλους και ήταν συχνά κεντρικό θέµα στα γράµµατα έφταναν στην Ουψάλα από την πατρίδα. Η κυκλοφορία του βιβλίου είναι µια περιορισµένη έκδοση, από εκείνες όµως, που αν πέσουν στα χέρια σου κάνεις τα πάντα για να την έχεις στη βιβλιοθήκη σου. Το «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» υπογράφουν οι Σύλβια Κουτρούλη, Φιλιππίνα Λιβιτσάνου και Φώτης Καζάζης. Το βρήκα τυχαία πριν λίγους µήνες µέσω του φίλου Γιάννη Καρδάση, όταν ο ∆ηµήτρης Παπαϊωάννου ανέφερε στη συνέντευξή του την «κατάληψη» της Καλών Τεχνών. Έψαξα, βρήκα την Φιλιππίνα και τελικά καταφέραµε να συναντηθούµε να µιλήσουµε για εκείνες τις µέρες και αυτό το µοναδικό φωτογραφικό της αρχείο.
«Εκείνη η εποχή ήταν πολύ σηµαντική, και πολύ ιδιαίτερη», ξεκινά να αφηγείται η Φιλιππίνα. «Κοιτάζοντας κι εγώ πίσω ή ψάχνοντας τα πρόσωπα, είδα ότι από εκείνον τον χώρο πέρασαν πάρα πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που σήµερα έχουν σηµαντικές θέσεις. Κάποιοι είναι καθηγητές στη σχολή, άλλοι είναι ενεργοί και δηµιουργούν όπως ο Χαραλαµπίδης, ο Σκαλτσάς, ο Στεφανάκης, ο Βλασταράς, ο Ψυχούλης, ναι το ξέρω, θα ξεχάσω πολλούς, αλλά ήταν όλοι, ένας ένας, παιδιά µε ιδιαιτερότητες που έκαναν κάτι πολύ σηµαντικό. Κατά τη γνώµη µου ήταν όλοι µαζί ενωµένοι σε µια συλλογική προσπάθεια. Μια προσπάθεια από όλους τους φοιτητές, ασχέτως πολιτικής παράταξης. Γιατί µέσα εκεί υπήρχαν και απολιτίκ άτοµα, υπήρχαν παιδιά από το ΚΚΕ, υπήρχαν Τροτσκιστές, αναρχικοί… Ναι, όλοι είχαµε σχέση µε τον αναρχικό χώρο, αλλά και µε τον φεµινιστικό χώρο. Αρκεί να σκεφτείς ότι 1985 γινόντουσαν κινητοποιήσεις για να νοµιµοποιηθούν οι αµβλώσεις για να καταλάβεις πώς το φεµινιστικό κίνηµα είχε παρουσία. Βέβαια, πάντα υπήρχαν οµάδες και οµάδες. Εγώ ήµουν στην Αδέσµευτη Κίνηση Γυναικών, που ίσως και λόγω του χαρακτήρα µου, ακόµα έχω σχέσεις µε την οµάδα αυτή και τη στηρίζω».
«Η Σχολή Καλών Τεχνών ήταν από τον Νοέµβριο του 1987 σε κατάληψη. Η κατάληψη αυτή έγινε επειδή διεκδικούσαν οι φοιτητές έναν ενιαίο χώρο για να δουλεύουν. Για να το καταλάβουµε αυτό πρέπει να σκεφτούµε ότι η Σχολή Καλών Τεχνών εκείνη την εποχή ήταν διαλυµένη, χωρισµένη. Υπήρχε ένα παράρτηµα στη Χέυδεν, ένα παράρτηµα στην Νοταρά, κάποια παραρτήµατα στο Πολυτεχνείο, ένα παράρτηµα στην Αγίου Μελετίου, σε εκείνο το ιστορικό κτίριο που λεγόταν το Μικρό Πολυτεχνείο και μάλλον μιλούσε ο Ε. Βενιζέλος… Οι φοιτητές όλοι δεν µπορούσαν να βρεθούν σε ένα κοινό κτίριο. Το αίτηµα, λοιπόν, της κοινής στέγασης, δεν ήταν µόνο των φοιτητών, το διεκδικούσαν και οι καθηγητές. Όταν λοιπόν στις πρώτες συζητήσεις που έγιναν για να πάµε να πιάσουµε ένα κτίριο, υπήρχαν αντιρρήσεις, όλες από την µεριά των παιδιών της ΚΝΕ. ∆εν ήθελαν να πάρουµε ένα κτίριο. Είχαν άλλους τρόπους διαµαρτυρίας. Έτσι, λοιπόν, παραιτήθηκαν από τη συντονιστική επιτροπή, αλλά ένας από αυτούς, ο Μιχάλης ο Μανταδάκης, τελειόφοιτος τότε, παρέµεινε και αποδείχθηκε ο πιο µαχητικός, γιατί ήθελε κι αυτός έναν χώρο για όλους τους φοιτητές. Οι περισσότεροι που απέµειναν ήµασταν πρωτοετής, µε µια αγνότητα και ενθουσιασµό για να κάνουµε κάτι».
«Τελικά, πώς φτάσατε σε αυτό το κτίριο;» την ρωτάω. «Το είχε προτείνει ο Γιάννης Στεφανάκης», µου απαντά η Φιλιππίνα και συνεχίζει να θυµάται και να αφηγείται εκείνες τις πρώτες ηµέρες της κατάληψης. «Ο Γιάννης είχε περάσει µια µέρα από εκεί, το είδε εκεί στη γωνία Πολυτεχνείου και 3ης Σεπτεµβρίου, το οποίο µετά τον µεγάλο σεισµό είχε κριθεί ακατάλληλο. Το κτίριο του Παναγιώτη Φωτεινού ήταν παράρτηµα του Νοσοκοµείου Συγγρού, γιατί ο καθηγητής Φωτεινός το είχε αφήσει στο πανεπιστήµιο. Ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, κοντά στο πολυτεχνείο. Εγώ τότε δεν ήξερα τι σηµαίνει «κατάληψη». Όλοι ήµασταν νέα παιδιά, µε πιο µεγάλους τους τελειόφοιτους Γιάννη Στεφανάκη και ο Μιχάλη Μανταδάκη. Μετά την 17 Νοέµβρη, και µετά το ξύλο που φάγαµε από τις συµπλοκές στην κατάθεση στεφανιών, την εποµένη βροχερή µέρα πήγαµε να καταλάβουµε το κτίριο. Εµείς ήµασταν γύρω στα τριάντα άτοµα. Υπόψην, εκείνη την εποχή η Καλών Τεχνών δεν ήταν µεγάλη. Δηλαδή για να µπεις στην Καλών Τεχνών της Αθήνας έπαιρναν σαράντα πέντα παιδιά. Και αυτό ήταν ένα από τα βασικά αιτήµατα µας, η αύξηση των εισακτέων. Τα πανώ και τα κείµενα είχαν ετοιµαστεί όλα από το πολυτεχνείο. Και αποφασίσαµε να πάµε να µπούµε, προσπαθήσαµε να µπούµε από την µπροστινή πόρτα, δεν ήταν εύκολο, µετά πήγαµε από την πίσω, και τελικά µπήκε κάποιος από ένα παράθυρο και µας άνοιξε. Το κτίριο είχε ήδη παραβιαστεί από προηγούµενους χρήστες ναρκωτικών, και έτσι µας άνοιξε την µπροστινή πόρτα και καταφέραµε και µπήκαµε µέσα».
«Είχαµε καλέσει δηµοσιογράφους που τους δώσαµε το κείµενο µε τα αιτήµατά µας και βασικά µπαίνοντας µέσα αντικρύσαµε ένα πανέµορφο κτίριο πνιγµένο στην σκόνη. Μας ενθουσίασε ο χώρος και ειδικά η αίθουσα µε τους καθρέφτες. Αµέσως αρχίσαµε να το καθαρίζουµε και υπήρξε συλλογική προσπάθεια για να φέρουµε νερό από ένα απέναντι φαστφουντάδικο, να συνδέσουµε παράνοµα το ρεύµα και δούλεψαν όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Αλλά, ναι, ήµασταν όλοι αριστεροί. Δεν υπήρχαν δεξιοί στη σχολή, δεν υπήρχαν σκινχεντς. Θυµάµαι, είχαν εµφανιστεί κάποια στιγµή ένας ή δύο, τους είχα δει και στο µάθηµα φιλοσοφίας του Παύλου Χριστοδουλίδη, και θυµάµαι τα λόγια του που τους είπε «κακώς είσαι νοσταλγός αυτής της εποχής». Στις πρώτες συνελεύσεις της κατάληψης, στην αίθουσα µε τους καθρέφτες, αφού είχαµε λύσει τα σοβαρά προβλήµατα, ξεκίνησαν οι διαµάχες για το ποιος θα πάρει ποιο δωµάτιο. Αυτό έφερε σε ρήξη λίγο τα πράγµατα. Το σκεπτικό µας ήταν ότι έχουµε µια στέγη για την σχολή. Το κάνουµε όλο αυτό για να βοηθήσει τη σχολή να έχει έναν ενιαίο χώρο και µάλιστα σκεφτόµασταν αυτόν τον χώρο να τον πάρει όντως η σχολή και να στεγάσει όλα τα εργαστήρια. Της έφτανε. Θα έλυνε το στεγαστικό της πρόβληµα. Και όλοι οι φοιτητές της θα βρίσκονταν σε έναν κοινό χώρο».
«Αυτή η κατάληψη, οφείλουµε να πούµε, βοήθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών και απέκτησε τον ενιαίο χώρο στο εργοστάσιο κάτω στην Πειραιώς. Βέβαια, δεν πήρε ποτέ αυτό το κτίριο που είχαµε πιάσει τότε. Σε εκείνο το κτίριο έκανα πρώτη φορά την έκθεση φωτογραφίας, µε πολλές από τις φωτογραφίες που συµπεριλαµβάνονται στην έκδοση. Τις είχα εκθέσει στο ισόγειο όπου έδειχνα όλες τις δραστηριότητές µας, αλλά κάποιοι τότε επέµεναν ο καθένας να έχει το δικό του χώρο, και εγώ θυµάµαι είχα διαφωνήσει µε όλους τότε. Διαφώνησα και µε τον Μιχάλη τον Μανταδάκη, ενώ ήξερα ότι αν δεν ήταν εκείνος δεν θα γινόταν ποτέ η κατάληψη. Γιατί ουσιαστικά δούλεψε πάρα πολύ, µιλούσε µε τους καθηγητές και ναι είχε ανάγκη έναν χώρο ως τελειόφοιτος, αλλά το σηµαντικότερο που πρέπει να πούµε είναι ότι είχε ένα όραµα στο µυαλό του. Στον δεύτερο χρόνο της κατάληψης µπήκε µέσα στην κατάληψη η Οµάδα Εδάφους χωρίς να ρωτήσει κανέναν και ουσιαστικά έκλεισε το ισόγειο. Ο Μιχάλης χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν έφυγε σιωπηλά. Μετά από δύο χρόνια αγώνων εκεί µέσα. Και αυτό είναι προς τιµήν του».
Πολλοί πέρασαν από εκείνη την κατάληψη. Όχι µόνο φοιτητές της Καλών Τεχνών, όχι µόνο αντιεξουσιαστές, όχι µόνο πάνκιδες, όχι µόνο ντίλερς. Γιατί «ο χώρος ήταν από την αρχή ευάλωτος και οι συγκρούσεις,οι αντιδράσεις και η επιθετικότητα εξαντλούνταν στις σελίδες του ηµερολογίου της κατάληψης», θυµάται η Φιλιππίνα. «Πολλά από τα παιδιά που έµεναν στο Φωτείνιο ήταν παιδιά από την επαρχία και από χαµηλά οικονοµικά στρώµατα. Υπήρχαν και παιδιά µε οικονοµική άνεση… Ήταν η προσωπική τους επανάσταση απέναντι στην κοινωνική τους τάξη. Η αστυνοµία ποτέ δεν µας ενόχλησε, οι καθηγητές επισκέπτονταν τον χώρο, αν και ορισµένοι κρατούσαν αποστάσεις, κυρίως, όταν η σχολή έλυσε το πάγιο στεγαστικό αίτηµα (µε την εγκατάσταση στα κτίρια της Πειραιώς)… Η ιστορία στο Φωτείνιο αναδεικνύει την αδιαλλαξία της κρατικής µέριµνας να υποστηρίζει την καλλιτεχνική δηµιουργία. Σε µια δηµιουργική απαλλαγµένη από τα ναρκωτικά περίοδο η κατάληψη των καλλιτεχνών τελείωσε, οι «ενοχλητικοί παρείσακτοι δηµιουργοί» έφυγαν αξιοπρεπώς χωρίς αντιδράσεις. Μόνο ένα σύνθηµα στον τοίχο επί της οδού Πολυτεχνείου από έναν καλλιτέχνη: «Κάθε αρχή και ένα τέλος, κάθε τέλος και µια αρχή» έµεινε να αιωρείται στο οµιχλώδες τοπίο της πόλης… Η ιστορία της κατάληψης στο Φωτείνιο θα µπορούσε να είναι σαν το παραµύθι της Χιονάτης, όταν την ανακάλυψαν στο δάσος οι επτά νάνοι και σίγουρα ήµασταν πολλοί περισσότεροι από επτά, µαγεµένοι από το κάλος της, όµως η «κακιά» µητριά, η µάγισσα που τη ζήλευε την νάρκωσε µε όµορφο δηλητήριο, ποιος ξέρει άραγε πότε και αν θα ξυπνήσει;».
• Όλες οι φωτογραφίες είναι της Φιλιππίνας Λιβιτσάνου, εκτός των δύο πορτρέτων της Κατερίνας Γώγου, τα οποία ανήκουν στον Φώτη Καζάζη. Οι φωτογραφίες που έχουν χρησιμοποιηθεί σε αυτό το άρθρο έχουν χορηγηθεί με την έγγραφη άδεια και των δύο φωτογράφων. Κάθε αναπαραγωγή τους υπόκειται σε νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
• Το βιβλίο «Στην Κατάληψη της Α.Σ.Κ.Τ. – Φωτείνιο το Κτίριο των Καλλιτεχνών» βιβλιοθετήθηκε σε 200 αντίτυπα τον Μάιο του 2022.