Στην ελληνική μυθολογία, ο Σίσυφος εξαπάτησε δύο φορές τον Δία, αποφεύγοντας τον θάνατο. Για αυτό καταδικάστηκε από τον Άδη. Η τιμωρία του ήταν μοναδική και εξαντλητική – έπρεπε να σηκώνει στους ώμους έναν βράχο ως την κορυφή ενός βουνού, μόνο για να τον δει να πέφτει ξανά όταν πλησίαζε στην κορυφή. Ο Σίσυφος θα συνέχιζε αυτήν την επίπονη διαδικασία για το επόμενο της αιωνιότητας. Οι παγίδες της σύγχρονης κουλτούρας, ο ατελείωτος ανήφορος της εργασιακής ζωής με όλη τη σχετική επανάληψη, η επίπονη εργασία χωρίς αποτέλεσμα, ονομάζεται συχνά “σισυφισμός”. Το 1980, ο ταϊβανέζος καλλιτέχνης Tehching Hsieh ασχολήθηκε με τη δική του αυτοεπιβεβλημένη σισύφεια τιμωρία για χάρη της conceptual τέχνης.
Εντάξει, το έργο του Hsieh δεν κράτησε μια αιωνιότητα, κράτησε όμως 12 μήνες. Ο βράχος, στην περίπτωση του Hsieh ανταλλάχθηκε με ένα ρολόι που έπρεπε να χτυπά κάθε ώρα, 24 ώρες την ημέρα, για 365 ημέρες. Ο Hsieh εξιστόρησε την τέχνη του περφόρμανς μέσα από 8.627 εικόνες σε στυλ mugshot, όπου τον βλέπουμε να αποκτά όλο και πιο μακριά μαλλιά και βυθισμένα, κουρασμένα μάτια από τη στέρηση ύπνου.
Για ένα χρόνο, από τις 11 Απριλίου 1980 έως τις 11 Απριλίου 1981, ο καλλιτέχνης χτυπούσε “κάρτα” κάθε ώρα της ημέρας. Κάθε μία ώρα το ξυπνητήρι του ρολογιού του χτυπούσε και τότε ο καλλιτέχνης έπρεπε να βγάζει μια φωτογραφία τον εαυτό του. Όταν ξεκίνησε το πρότζεκτ, ο Hsieh είχε φροντίσει να ξυρίσει το κεφάλι του, ώστε να αποτυπώσει ακόμη πιο έντονα το πέρασμα του χρόνου. Το σύνολο των φωτογραφιών αυτόν είχε ως αποτέλεσμα μια ταινία 6 λεπτών.
Παρά την τεράστια σωματική και ψυχική θυσία που απαιτούσε η τέχνη του, ο Hsieh δεν έγινε γνωστός στον χώρο της παραστατικής τέχνης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, 30 χρόνια μετά την ολοκλήρωση του πρώτου του έργου. Το 2009, το έργο του παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και συμπεριλήφθηκε σε ομαδική έκθεση στο Solomon R. Guggenheim.
Αυτό το έργο ήταν το πρώτο από τα έργα του Hsieh που παρουσιάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στην Μπιενάλε του Λίβερπουλ το 2010.
Ήταν περίπου εκείνη την περίοδο όταν η ακραία αφοσίωσή του στην τέχνη του περφόρμανς, άρχισε να του αποφέρει φήμη. Όπως ήταν φυσικό, ο Hsieh χρησιμοποίησε την προσοχή αυτή για να δημιουργήσει το τελευταίο του κομμάτι: «Tehching Hsieh 1986–1999 (Thirteen Year Plan)», μια παράσταση που τον είδε να αρνείται να εκθέσει τέχνη δημοσίως για 13 χρόνια, δηλαδή μέχρι τη νέα χιλιετία.
Το καλοκαίρι του 2017, το έργο “One Year Performance 1980–1981 (Time Clock Piece)” παρουσιάστηκε στην γκαλερί Tate Modern Art στο Λονδίνο.
Στη λίστα του 2013 με τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές περφόρμανς, ο Dale Eisinger του Complex έγραψε ότι το “One Year Performance 1980–1981 (Time Clock Piece)” «πιστεύεται ότι γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ της βιομηχανίας και της τέχνης με έναν ιδιαίτερο τρόπο για το άτομο, κάτι που τα industrial έργα του μεγάλου Warhol δε θα μπορούσαν να επιτύχουν».
Ο Hsieh είπε στην εφημερίδα Guardian ότι η έννοια της σπατάλης χρόνου ήταν ένα συνεχές νήμα στα συχνά άσκοπα εξαντλητικά conceptual έργα του. «Πριν είχα στούντιο, αλλά δεν ήξερα τι να δημιουργήσω», εξήγησε. «Έχασα πολύ χρόνο, για χρόνια απλά σκεφτόμουν. Μετά μετέτρεψα το χάσιμο χρόνου σε τέχνη. Μπορώ λοιπόν να πω ότι έρχομαι εδώ για να χάσω τον χρόνο μου και το απολαμβάνω. Δεν κάνω τέχνη σε στυλ αντικειμένων, αλλά μου αρέσει να σκέφτομαι. Δουλεύω σκληρά αλλά δεν κάνω σχεδόν τίποτα. Έτσι μου αρέσει».
Το έργο του Tehching Hsieh φαίνεται σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ. Διαπραγματεύεται την αξία και την αμειλικτότητα του χρόνου για όλους μας. Καταδεικνύει τις απαιτήσεις και τη βιαιότητα της εργασιακής ζωής, καθώς και την ενέργεια που αυτή μας “ρουφά”.
Το πιο διαρκές θέμα στην τέχνη του Hsieh είναι το πώς το υπάρχον σύστημα μας εγκλωβίζει μέσα του, κάτι που ο καλλιτέχνης αποτυπώνει με διάφορους πειραματικούς τρόπους μέσα από κάθε περφόρμανς του. Στο “Cage Piece”, το αντιμετώπισε με μια πολύ πιο έμμεση και λοξή ματιά, παγιδεύοντας τον εαυτό του σε ένα κλουβί στο στούντιό του και ζώντας σε πλήρη απομόνωση για 12 ολόκληρους μήνες.
Το “Outdoor Piece” ήταν άλλη μια δωδεκάμηνη περφόρμανς, όπου πέρασε 365 ολόκληρες ημέρες στον δρόμο. Από τις 26 Σεπτεμβρίου 1981 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 1982, ο Hsieh ζούσε μόνο σε εξωτερικούς χώρους. Δεν μπήκε σε κτίρια ή καταφύγια κανενός είδους, συμπεριλαμβανομένων αυτοκινήτων, τρένων, αεροπλάνων, σκαφών ή σκηνών, με μια εξαίρεση: συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα για συνολικά 15 ώρες. Αυτό συνέβη εξαιτίας ενός καβγά στον οποίο ενεπλάκη και κατά τη διάρκεια του οποίου, όπως δήλωσε, χρησιμοποίησε τσαμπουκά για αυτοάμυνα. Κατά τα άλλα, ο καλλιτέχνης πέρασε όλο τον χρόνο του μετακινούμενος στη Νέα Υόρκη με ένα σακίδιο και έναν υπνόσακο.
Το έργο αυτό ακολούθησε το “Rope Piece”, μια περφόρμανς κατά την οποία ο Hsieh δέθηκε με ένα σκοινί 2.5 μέτρων μαζί με την εξίσου αφοσιωμένη καλλιτέχνιδα Linda Montano. Οι δύο περφόρμερ έμειναν έτσι δεμένοι για έναν χρόνο, από τις 4 Ιουλίου 1983 εώς τις 4 Ιουλίου 1984. Οι δυό τους έπρεπε να μένουν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, χωρίς ωστόσο να ακουμπήσουν ο ένας τον άλλον για έναν χρόνο.
Είναι φανερό ότι τα μεγάλα χρονικά διαστήματα είναι πηγή έμπνευσης για τον καλλιτέχνη και τα χρησιμοποιεί κατά βούληση, συχνά μάλιστα εις βάρος του. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Hsieh: «Δε θέλω να κάνω αυτό που περιμένει ο κόσμος της τέχνης να κάνω. Αυτή είναι η έξοδός μου. Αυτή είναι η ελευθερία μου».