Ξημερώνει το πρωινό της 7ης Αυγούστου του 2007 και η περιοχή Barueri, έξω απ’ το Σάο Πάολο κοιμάται μετά από μια ακόμη νύχτα έξαλλης καλοκαιρινής, τυπικά βραζιλιάνικης, διασκέδασης σε παραλιακά beach bar. Οι κάτοικοι του κυριλέ προαστίου της Aldeia da Serra ροχαλίζουν μακάριοι και ανυποψίαστοι για το τι πρόκειται να επακολουθήσει σε λίγα λεπτά.

Είναι έξι το πρωί και 20 επίλεκτοι βραζιλιάνοι της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας έχουν πάρει τις θέσεις τους έξω απ’ την έπαυλη στο νούμερο 71 της οδού Alameda Dourada, όπου κρύβεται ο πιο διαβόητος έμπορος ναρκωτικών του κόσμου.

Ένας άνθρωπος-χαμαιλέοντας με πέντε διαφορετικές ταυτότητες, άλλα τόσα διαφορετικά διαβατήρια και ένα πρόσωπο σκαμμένο όχι μόνο απ’ τις σφαίρες, αλλά απ’ τις πλαστικές εγχειρήσεις, σαν ένας σύγχρονος Scarface, ένας «Σημαδεμένος».

Ο Κολομβιανός Juan Carlos Ramírez-Abadia κοιμάται. Όχι μόνος του. Κάτω απ’ το μαξιλάρι του βρίσκεται ένα περίστροφο, δια παν ενδεχόμενο. Όμως σήμερα έχει προηγηθεί μια πολύ κουραστική μέρα και τα αντανακλαστικά του δεν είναι τόσο γρήγορα όσο παλιότερα.

Ο αστυνομικός διοικητής Francischini και οι άντρες του ακροπατώντας και κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερη ησυχία, μπαίνουν στην τεράστια έπαυλη κι ανεβαίνουν την κεντρική σκάλα. Μια δυνατή κλωτσιά ρίχνει την μεγάλη ξύλινη πόρτα μιας απ’ τις κρεβατοκάμαρες, αναγκάζοντας τον άντρα που κοιμάται στο μεγάλο διπλό κρεβάτι να ξεσπαστεί απ’ τον ύπνο του.

Τα περιθώρια αντίδρασής του δεν είναι πολλά με δέκα άντρες κολλημένους από πάνω του, οπότε προτιμάει να μην αγγίξει καν το περίστροφο κάτω απ’ το μαξιλάρι του. «Όνομα, εθνικότητα και ηλικία», του λέει δυνατά και επιτακτικά ο διοικητής Francischini. Ο «Άνθρωπος με τα Χίλια Πρόσωπα» ήταν στα χέρια της αστυνομίας.

Ο Ramirez ξεκίνησε την καριέρα του το 1986, όταν σε ηλικία 23 ετών, άρχισε να διακινεί μικροποσότητες κοκαΐνης εντός του καρτέλ του Κάλι, του σπουδαιότερου, τότε, καρτέλ διακίνησης λευκής σκόνης της Λατινικής Αμερικής. Επτά χρόνια μετά, λίγο πριν κλείσει τα 30 του, και εκμεταλλευόμενος την δολοφονία του Carlos Escobar, γίνεται ο νεότερος σε ηλικία μεγαλέμπορος ναρκωτικών του κόσμου, προμηθεύοντας με δεκάδες χιλιάδες κιλά κοκαΐνη όλες τις νότιες και δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., κυρίως το Σαν Αντόνιο, το Τέξας και φυσικά το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο.

Στα μέσα της δεκαετίας αποκτάει το προσωνύμιο «Γλειφιτζούρης» (Τσουπέτο) (λόγω της εμμονής του στα γλειφιτζούρια) και μαζί τον έλεγχο όλης της Ανατολικής ακτής των Η.Π.Α., κινώντας πλέον όλη την αγορά κόκας της Νέας Υόρκης. Με έναν έλεγχο που οι ειδικοί υπολογίζουν γύρω στο 85% (!) της συνολικής αγοράς κοκαΐνης παγκοσμίως, οι φίλοι του είναι πολλοί, οι εχθροί του όμως είναι περισσότεροι και τον θέλουν νεκρό το συντομότερο δυνατό: καταφέρνει να ξεφύγει από δυο – όχι και τόσο καλά οργανωμένες – ενέδρες εις βάρος του και τον Μάρτιο του 1996 παίρνει τη μεγάλη απόφαση να παραδοθεί στις κολομβιανές διωκτικές αρχές.

Η αστυνομία προβάλλει τη σύλληψή του ως μια τεράστια επιτυχία στον πόλεμο κατά των εμπόρων ναρκωτικών αλλά τόσο κάποιες κακές γλώσσες εντός του αστυνομικού τμήματος, όσο και η ίδια η ζωή που κάνει εντός φυλακής ο Ramirez (προσωπικό κελί με όλα τα κομφόρ, τηλεόραση, βίντεο, στερεοφωνικό συγκρότημα και εσπρεσιέρα) καταδεικνύουν πως ο μεγαλύτερος βαρόνος ναρκωτικών του κόσμου μάλλον χάρη έκανε στους μπάτσους.

Ο Juan Carlos Ramírez-Abadia δουλεύει από την φυλακή

Το κολομβιανό σωφρονιστικό σύστημα είναι τόσο σκληρό κι αδυσώπητο, που απ’ το 1996 μέχρι το 2002 ο Ramirez οργανώνει όλες τις δραστηριότητες του «ομίλου» του μέσα απ’ το κελί του: όχι απλά καταφέρνει να μην χάσει τον έλεγχο του καρτέλ κοκαΐνης του Norte del Valle σε όλες τις Η.Π.Α., αλλά επιπλέον κατορθώνει να πάρει στα χέρια του και το αντίστοιχο καρτέλ της ηρωίνης, διακινώντας τόνους λευκής σκόνης διαμέσου ειδικά ναυλωμένων σκαφών προς και από τις ακτές του Μαϊάμι.

Παράλληλα, μέσα απ’ τη φυλακή, καταφέρνει να αποκτήσει ένα πτυχίο στα Οικονομικά και να κάνει φίλο του έναν τύπο με ένα έμφυτο ταλέντο σε λογιστικές κι επιχειρηματικές λαμογιές, με το παρατσούκλι «Κοπέρνικος». Όταν το 2002 ο Ramirez αποφυλακίζεται, τοποθετεί τον «Κοπέρνικο» επικεφαλής όλων των οικονομικών δοσοληψιών της επιχείρησής του και κάνει κίνηση ματ: με τον πανούργο «Κοπέρνικο» στο λογιστικό τιμόνι, το καρτέλ κοκαΐνης του Norte del Valle γίνεται πανίσχυρο, «ξεπλένωντας» εκατομμύρια δολάρια ανά εβδομάδα.

Στις αρχές του 2003 η επιχείρηση του Ramirez κερδίζει, απ’ τις παράνομες δραστηριότητές της, 7 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα (!), αναγκάζοντας το FBI να λάβει επειγόντως μέτρα εναντίον του. Ο αμερικανός Γενικός Εισαγγελέας John Ashcroft, διατάσσει τον Μάρτιο του 2004, την άμεση σύλληψη του και αμοιβή της τάξεως των 5 εκατομμυρίων δολαρίων σε όποιον ρουφιανέψει τον τόπο που κρύβεται ο μεγαλύτερος έμπορος κοκαΐνης του κόσμου.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το FBI χάνει οριστικά τα ίχνη του Ramirez, τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια. Πώς το κάνει αυτό; Μετατρέποντας τον εαυτό του σε έναν πραγματικό «Scarface».

Μετά από μια πρώτη επίσκεψη σε πλαστικό χειρούργο, ο οποίος και αλλοιώνει μερικά απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, ο Ramirez φτάνει το καλοκαίρι του 2004 στο Σάο Πάολο φορτωμένος με 16 εκατομμύρια δολάρια στις τσέπες του και το στόχο να συνεχίσει τις παράνομες δραστηριότητές του από βραζιλιάνικο έδαφος αυτή τη φορά. Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Βραζιλίας υποπτεύεται από πολύ νωρίς εκείνο τον κοντό, μικροκαμωμένο, αλλά πολύ γυμνασμένο 40αρη που προσγειώθηκε ξαφνικά σαν αλεξιπτωτιστής απ’ τον ουρανό στην επιχειρηματική ζωή της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Βραζιλίας.

Ο Juan Carlos Ramírez-Abadia ασφαλώς κρύβεται. Βγαίνει απ’ το σπίτι μόνο για να κάνει ποδήλατο καλυμμένος με μάλλινους σκούφους μέσ’ το κατακαλόκαιρο και, κατά κύριο λόγο μένει στο, έκτασης 100 τ.μ., γραφείο του, μετρώντας χαρτονομίσματα και οργανώνοντας τις δραστηριότητες της επιχείρησής του. Μέσα στο καλά κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο του διαθέτει διαβατήρια πέντε διαφορετικών εθνοτήτων, πολλές φωτογραφίες του με μεταμφιέσεις και πέντε κινητά τηλέφωνα με ειδικούς μηχανισμούς απόκρυψης του νούμερού τους.

Η πτώση του Κολομβιανού ξεκίνησε από μια άλλη πτώση, αυτή του ελικοπτέρου που μετέφερε τον Ramirez και τον συνεργάτη του, André Barcellos, στα τέλη του 2006, αποδείχτηκε κομβικής σημασίας για την σύλληψή του: μόλις έπεσε σήμα στο αρχηγείο της βραζιλιάνικης αστυνομίας πως οι επιβάτες του ελικοπτέρου είναι στην πραγματικότητα κολομβιανής εθνικότητας, έφυγε αμέσως ένα φαξ στο FBI.

Ψυλλιασμένος πως πλέον μπορεί να βρίσκεται υπό μυστική παρακολούθηση, ο Κολομβιανός πληρώνει τον κορυφαίο πλαστικό χειρούργο του Σάο Πάολο, Loriti Bruel, να επέμβει πάνω στο πρόσωπό του: ο Bruel του κάνει τέσσερις απολεπίσεις, ανόρθωση μύτης, βλεφαροπλαστική, μια επέμβαση στα χείλη του, μια λιποαναρρόφηση χαμηλά στο λαιμό και κάτι άλλα μερεμετάκια. Όλα αυτά θα τον κάνουν να μοιάζει με μια σκιά του πρότερου εαυτού του, με απώτερο σκοπό να μπερδέψει τους διώκτες του.

Το 2007 ξεκινάει με τρεις διαδοχικές εφόδους της κολομβιανής αστυνομίας στα κρησφύγετα του Ramirez και την κατάσχεση 80 εκατομμυρίων δολαρίων, μαζί και τη σύλληψη του Νο2 της οργάνωσης, του Renteria, ο οποίος, κατά τη διαδικασία της ανάκρισης, παραδέχεται πως ο αρχηγός του ζει και βασιλεύει incognito στο Σάο Πάολο. Το Νο1 της παγκόσμιας διακίνησης κοκαΐνης έχει αρχίσει ήδη να μετράει ανάποδα τις μέρες της ελευθερίας του.

Ένα μήνα πριν την σύλληψή του, τον Αύγουστο του 2007, ο Ramirez επισκέφτηκε ξανά την κλινική του Bruel, ο οποίος ξαναεπενέβη πάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κάνοντας τον να μοιάζει ακόμη πιο απόκοσμος.

Όταν, το πρωινό της 7ης Αυγούστου, πέφτει στα χέρια του Francischini, είναι εμφανώς κουρασμένος απ’ την συνεχή προσπάθεια να αποφύγει την σύλληψη. Το βραζιλιάνικο δικαστήριο τον καταδικάζει σε 30 χρόνια και πέντε μήνες στη φυλακή, χωρίς αναστολή και ένα χρόνο ακριβώς μετά, στις 22 Αυγούστου του 2008, ο μεταφέρεται, κάτω από δρακόντεια μέτρα, αεροπορικώς στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και παρέμενε μέχρι τα τέλη του Αυγούστου.

Τότε που ο Juan Carlos Ramírez Abadia, ηγέτης του κολομβιανού καρτέλ Norte del Valle, καταδικάστηκε σε φυλάκιση από περιφερειακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης.

Στον «Chupeta» απαγγέλθηκαν κατηγορίες για αδικήματα σχετικά με τη διακίνηση ναρκωτικών, το ξέπλυμα χρήματος και πολλαπλές ανθρωποκτονίες. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι διέταξε τη δολοφονία 150 ανθρώπων και ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά περίπου 500 τόνων κοκαΐνης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ποινή που του απαγγέλθηκε ήταν μόλις 20 χρόνια επειδή δέχτηκε να είναι ο μάρτυρας-κλειδί στην υπόθεση εναντίον του Ελ Τσάπο.