Ο Τζέιμς Γκρέιαμ Μπάλαρντ (J.G. Ballard) αναγνωρίστηκε ως «Ο μάντης του Σέπερτον», από την μικρή προαστιακή πόλη της Αγγλίας όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του. Ο τίτλος αυτός δεν αποτελεί απλώς μια αναφορά στην τοποθεσία, αλλά έναν φόρο τιμής στην ενόραση και την προφητική ποιότητα της σκέψης του Μπάλαρντ, που υπήρξε πρωτοπόρος της κατανόησης του σύγχρονου κόσμου μέσα από το πρίσμα της επιστημονικής φαντασίας. Το προαστιακό τοπίο του Σέπερτον, με την απλότητά του και την φαινομενική του ακινησία, στάθηκε ιδανικό πλαίσιο για την εξερεύνηση του Μπάλαρντ σε θέματα αλλοτρίωσης, της σύγχρονης καταναλωτικής κουλτούρας και της σταδιακής αποσύνθεσης κάθε παραδοσιακής κοινωνικής δομής.

Η λογοτεχνική του παραγωγή άνοιξε τον δρόμο για το Νέο Κύμα της Επιστημονικής Φαντασίας, ένα ριζοσπαστικό κίνημα που επαναπροσδιόρισε το είδος την δεκαετία του 1960, εισάγοντας τον στοχασμό και την αμφισβήτηση του κατεστημένου ως βασικές συνιστώσες της Επιστημονικής Φαντασίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή επιστημονική φαντασία, που συχνά εστιάζει σε εξωτερικά τεχνολογικά ή επιστημονικά επιτεύγματα, το Νέο Κύμα διερευνά τις εσωτερικές πτυχές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και τα σκοτεινά μονοπάτια της κοινωνικής δυναμικής. Μέσα από την εργασία του, ο Μπάλαρντ στράφηκε προς έναν καθρέφτη που αντικατοπτρίζει όχι μόνο τον μελλοντικό κόσμο, αλλά και τις πιο βαθιές και ενίοτε ανησυχητικές πτυχές του παρόντος.

Η φιλοσοφική του ματιά υπερέβαινε το προφανές, αναζητώντας τις ρωγμές στις θεμελιώδεις αφηγήσεις ενός μεταπολεμικού κόσμου, καθώς και τις ενδείξεις της ανθρώπινης ευαλωτότητας μπροστά σε μια όλο και πιο αποξενωμένη πραγματικότητα. Στην ουσία, ο Μπάλαρντ δεν έγραψε απλώς για το μέλλον, αλλά για μια διαρκώς εναλλασσόμενη και αμφιλεγόμενη πραγματικότητα, γεμάτη από αλληγορίες που ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας για να αγγίξουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να αναγνωρίσουμε τον Τζέι Τζι Μπάλαρντ ως έναν από τους θεμελιωτές του λογοτεχνικού είδους που σήμερα αποκαλούμε cli-fi (climate fiction). Η οξυδερκής του φαντασία, που συχνά αγγίζει τον προφητικό λόγο, του επέτρεψε να διατυπώσει στα πρώιμα μετα-αποκαλυπτικά έργα του τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα της ανθρωπογενούς καταστροφής του περιβάλλοντος. Πριν καν υπάρξει μια διαδεδομένη επιστημονική ή κοινωνική συναίνεση για την κλιματική αλλαγή, τα μυθιστορήματά του εξερευνούσαν με σχεδόν εφιαλτική ακρίβεια τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Τα έργα του Μπάλαρντ, όπως το The Drowned World και το The Burning World, προειδοποιούν για τις επικείμενες συνέπειες της οικολογικής παραμέλησης, σκιαγραφώντας κοινωνίες που έχουν αποδιοργανωθεί από ακραία κλιματικά φαινόμενα, με κύρια παραδείγματα την ερημοποίηση λόγω παρατεταμένης ξηρασίας και τις εκτεταμένες πλημμύρες που προκλήθηκαν από το λιώσιμο των πολικών πάγων. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει απλώς καταστροφικά σενάρια· τα κείμενά του εμβαθύνουν σε ψυχολογικές, κοινωνικές και ηθικές αντιδράσεις των ανθρώπων όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη βία της φύσης. Σε έναν κόσμο όπου το φυσικό περιβάλλον γίνεται ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο, ο Μπάλαρντ εξετάζει πώς οι δομές της ανθρώπινης κοινωνίας καταρρέουν και πώς οι προσωπικές ταυτότητες επαναπροσδιορίζονται μέσα από τον αγώνα για επιβίωση.

Μια φωτογραφία διπλής έκθεσης του Μπάλαρντ, σε ηλικία 19 ετών, που ποζάρει με τον εαυτό του το 1950. Η Βρετανική Βιβλιοθήκη διαθέτει την αναπαραγωγή της στον ιστότοπό της, και πιθανότατα τραβήχτηκε στο δωμάτιο του νεαρού JGB στο King’s College του Cambridge.

Με αυτή την προνοητική του προσέγγιση, ο Μπάλαρντ έχει αναδειχθεί όχι μόνο ως προάγγελος των περιβαλλοντικών συζητήσεων που ακολούθησαν, αλλά και ως κριτικός της τεχνολογικής και βιομηχανικής προόδου, που οδηγεί τον πλανήτη σε μη αναστρέψιμες αλλαγές. Μέσα από την λογοτεχνική του εργασία, αναδύεται μια προειδοποίηση: οι καταστροφικές κλιματικές αλλαγές που περιγράφει δεν είναι απλά σενάρια φαντασίας, αλλά ενδεχόμενες πραγματικότητες που η ανθρωπότητα μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Έτσι, ο Μπάλαρντ δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένας συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας αλλά ως ένας οξυδερκής παρατηρητής της ανθρωπότητας σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται λόγω των ανθρώπινων επιλογών.

Το έργο του ξεπέρασε κατά πολύ την επιστημονική φαντασία. Ο συγγραφέας άλλαξε και εξελίχθηκε με τα χρόνια, όπως μόνο ένας ενορατικός καλλιτέχνης μπορεί να κάνει. Οι ιστορίες του, όμως, παρέμειναν άμεσα αναγνωρίσιμες, κερδίζοντας μάλιστα το δικό τους νεόπλαστο επίθετο: Ballardian. Σύμφωνα με το Collins English Dictionary, ο ορισμός του Ballardian είναι:

«Επίθετο. Που μοιάζει ή υποδηλώνει τις συνθήκες που περιγράφονται στα έργα του J. G. Ballard, ιδίως τη δυστοπική νεωτερικότητα, τα ζοφερά τεχνητά τοπία και τις ψυχολογικές επιπτώσεις των τεχνολογικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών εξελίξεων». – Collins English Dictionary

Λίγοι συγγραφείς λαμβάνουν μια τέτοια τιμή. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη από σημαντικούς κινηματογραφιστές όπως ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Μπάλαρντ παραμένει σχετικά άγνωστος σήμερα. Σπάνια αναφέρεται ως ο σημαίνων πρωτοπόρος που ήταν και έχει σε μεγάλο βαθμό ξεφύγει από τον λογοτεχνικό κανόνα (αν ποτέ είχε συμπεριληφθεί σε αυτόν). Το όνομά του δεν φέρει την άμεση αναγνώριση των συναδέλφων του φωστήρων της επιστημονικής φαντασίας Ισαάκ Ασίμωφ ή Φίλιπ Ντικ, ή ακόμη και της σχεδόν σύγχρονης του Ούρσουλα Λε Γκεν. Ο Μπάλαρντ έχει ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό από τα χρονικά της λογοτεχνίας. Και αυτό παραμένει ένα μεγάλο παράπονο των φίλων του. Το παράξενο και υπέροχο έργο του Μπάλαρντ, ανησυχητικό, προκλητικό και ατελείωτα συναρπαστικό, πρέπει και αξίζει να ανακαλυφθεί ξανά.

Γεννήθηκα στο Γενικό Νοσοκομείο της Σανγκάης στις 15 Νοεμβρίου 1930, με δύσκολο τοκετό, τον οποίο η μητέρα μου, μικροκαμωμένη και με μικρή λεκάνη, αρεσκόταν να μου περιγράφει τα μετέπειτα χρόνια, σαν αυτό να φανέρωνε κάτι για τη γενικότερη απερισκεψία του κόσμου. Το βράδυ στο τραπέζι, συχνά μου έλεγε ότι το κεφάλι μου παραμορφώθηκε άσχημα στον τοκετό, και αισθάνομαι ότι για την ίδια αυτό εξηγούσε εν μέρει τον παράξενο χαρακτήρα που είχα ως έφηβος και νεαρός (φίλοι γιατροί μού έχουν πει ότι δεν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο σε τέτοιους τοκετούς). Η Μάργκαρετ, η αδελφή μου, γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1937 με καισαρική, αλλά ποτέ δεν άκουσα τη μητέρα μου να προβληματίζεται σχετικά με την ευρύτερη σημασία αυτού του γεγονότος. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης). 

Ο Μπάλαρντ γεννήθηκε σε μια πόλη που έμοιαζε να πάλλεται στον ρυθμό της διεθνούς εμπορικής και πολιτιστικής ζωής. Οι γονείς του, πλούσιοι Βρετανοί ομογενείς, είχαν επιλέξει την πόλη-λιμάνι για τις ευκαιρίες που πρόσφερε σε επιχειρηματίες και ευκατάστατους Δυτικούς. Η Σανγκάη, ένα αστραφτερό στολίδι της Ανατολής, συνδύαζε τον κοσμοπολίτικο αέρα και την πολυπολιτισμικότητα, προσελκύοντας ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη. Σ’ αυτό το σκηνικό μεγαλώνει ο μικρός Τζέιμς, μέσα σε ένα ασφαλές και εύπορο προάστιο, όπου οι ανέσεις ήταν δεδομένες και η ζωή έμοιαζε ειδυλλιακή.

Με εφημερίδες σε κάθε γλώσσα και πλήθος ραδιοφωνικούς σταθμούς, η Σανγκάη ήταν μια πόλη των μίντια μπροστά από την εποχή της, την αποκαλούσαν «Παρίσι της Ανατολής» και την «πιο αμαρτωλή πόλη του κόσμου», αν και ως παιδί δεν γνώριζα τίποτε για τα χιλιάδες μπαρ και πορνεία. Ο απεριόριστος επιχειρηματικός καπιταλισμός εξελισσόταν με κραυγαλέο στυλ σε δρόμους γεμάτους επαίτες που επιδείκνυαν τις πληγές και τα τραύματά τους. Η Σανγκάη ήταν σημαντική από πολιτική και εμπορική πλευρά και για πολλά χρόνια ήταν η βάση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τη δεκαετία του 1920 είχαν διεξαχθεί πολλές βίαιες οδομαχίες ανάμεσα στους κομμουνιστές και τις δυνάμεις Κουομιντάννγκ του Τσιανγκ Κάι Σεκ, που τις διαδέχθηκαν συχνές τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις τη δεκαετία του 1930, οι οποίες υποψιάζομαι ότι μετά βίας γίνονταν αντιληπτές κάτω από τη μουσική των νυχτερινών κέντρων, τις αεροπορικές επιδείξεις δεξιοτεχνίας και την αδίστακτη χρηματοθηρία. Στο μεταξύ, κάθε μέρα τα φορτηγά του Δήμου της Σαγκάης γύριζαν στους δρόμους μαζεύοντας τα εκατοντάδες πτώματα των πάμπτωχων Κινέζων που πέθαιναν από την πείνα στα πεζοδρόμιά της, τα σκληρότερα του κόσμου. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Η οποιαδήποτε ειρηνική εικόνα της Σανγκάης άρχισε να σκιάζεται από τον απόηχο του πολέμου που ήδη μάστιζε άλλες χώρες. Η παιδική του ηλικία ανατράπηκε βίαια με την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της Σανγκάης από τον ιαπωνικό στρατό. Η πόλη, που κάποτε έλαμπε από ζωντάνια και εμπορική δραστηριότητα, βυθίστηκε στο σκοτάδι της στρατιωτικής κατοχής. Ο νεαρός Μπάλαρντ, μαζί με την οικογένειά του και πολλούς άλλους ξένους κατοίκους της Σανγκάης, βρέθηκε ξαφνικά εγκλωβισμένος σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο κρατουμένων.

Εκεί, μέσα στα συρματοπλέγματα και υπό τη σκιά των στρατιωτών, το αγόρι που μεγάλωσε μέσα στην άνεση και τη σταθερότητα έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια νέα, αδυσώπητη πραγματικότητα. Οι μέρες στο στρατόπεδο ήταν σκληρές, γεμάτες πείνα, αβεβαιότητα και διαρκή φόβο. Αυτή η εμπειρία θα σφράγιζε για πάντα τη σκέψη και τη φαντασία του, αφήνοντας μια βαθιά χαραγμένη μνήμη, ένα τραύμα που θα ανέβλυζε αργότερα μέσα από τη συγγραφική του παραγωγή.

Όμως, τη στιγμή που το ζούσε, το τραύμα αυτό παρέμενε σιωπηλό, σαν έναν υπόγειο ποτάμι που κυλά ανεπαίσθητα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αναδυθεί στην επιφάνεια. Η τραυματική αυτή εμπειρία εξελίχθηκε από μια κακή ανάμνηση σε έναν πυρήνα συναισθημάτων και εικόνων που θα τροφοδοτούσε με ένταση (και μπόλικο σκοτάδι) το λογοτεχνικό του έργο, οδηγώντας τον να γίνει ένας από τους πιο διορατικούς και πολυδιάστατους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις, ο Μπάλαρντ αφηγήθηκε πώς εκείνη η περίοδος υπήρξε για τον ίδιο μια παράδοξη στιγμή γοητευτικής ανακάλυψης. Στα μάτια του εφήβου που ήταν τότε, αυτή η εμπειρία αντιπροσώπευε μια αναπάντεχη αίσθηση ελευθερίας – μια ελευθερία που, αν και περιορισμένη από τα εξωτερικά δεσμά του πολέμου, του πρόσφερε χώρο να περιπλανηθεί. Κι ενώ η απομόνωση τον έφερε μαζί με συνομηλίκους, ήταν η περιπέτεια και η συντροφικότητα που τους οδηγούσαν να ξεπερνούν τα όρια, αναζητώντας το άγνωστο στις έρημες εκτάσεις της πόλης.

Ήταν οι βόλτες με το ποδήλατο μέσα από τις ερειπωμένες περιοχές που χάραξαν στο μυαλό του μια εντύπωση ανεξίτηλη – ένα σκηνικό που έμελλε να γίνει θεμέλιο για τη συμβολική απεικόνιση της παρακμής και της εγκατάλειψης στο έργο του. Οι άδειες, εγκαταλελειμμένες πισίνες, απομεινάρια μιας παλιάς ευμάρειας που έσβησε, θα επανέρχονταν διαρκώς στη γραφή του, ως ζωντανά σύμβολα της αποσύνθεσης του αστικού κόσμου και της ματαιότητας της ανθρώπινης προσπάθειας για σταθερότητα. Με αυτόν τον τρόπο, η περιπλάνηση του εφήβου Μπάλαρντ στις σκιές της ερήμωσης έγινε μια βαθύτερη εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής, που θα έβρισκε την έκφρασή της στη λογοτεχνική του παραγωγή.

Με κατεστραμμένα τα χωριά και τους ορυζώνες τους, χιλιάδες απελπισμένοι χωρικοί από την κοιλάδα του Γιανγκτσέ συνέρρεαν στη Σανγκάη και αγωνίζονταν να μπουν στη Διεθνή Ζώνη, αλλά απωθούνταν βίαια από τους Ιάπωνες στρατιώτες και την αστυνομία της βρετανικής διοίκησης. Είδα πολλούς Κινέζους που είχαν σφαχτεί με ξιφολόγχη να κείτονται στο έδαφος ανάμεσα στους αιματοβαμμένους σάκους με το ρύζι. Η βία ήταν τόσο διάχυτη, που οι γονείς μου και οι διάφορες νταντάδες δεν προσπάθησαν ποτέ να με απομονώσουν απ’ όλη τη βαρβαρότητα γύρω μου. Ήξερα ότι οι Ιάπωνες έχαναν εύκολα την υπομονή τους και ορμούσαν με τις ξιφολόγχες τους ενάντια στο πλήθος που μαζευόταν γύρω τους, και αργότερα, όταν ήμουν 8-9 χρονών και άρχισα να τριγυρίζω στη Σανγκάη με το ποδήλατό μου, πρόσεχα να μη τους προκαλώ. Πάντα με άφηναν να περνάω από τους σταθμούς ελέγχου, όπως όλους τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Μερικές φορές, όταν περνούσαμε με την οικογενειακή Μπιούικ μάς έκαναν έλεγχο, μόνο όμως όταν οδηγούσε ο σοφέρ. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Τα θέματα της εντροπίας και της υποβάθμισης, τόσο της κοινωνικής όσο και της φυσικής, διαπερνούν το έργο του Μπάλαρντ. Επέστρεψε με τους γονείς του στην Αγγλία μετά τον πόλεμο και ολοκλήρωσε εκεί τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Η μεταπολεμική Βρετανία δεν εντυπωσίασε τον νεαρό, ο οποίος σοκαρίστηκε από την κατάσταση της χώρας και την καταθλιπτική, απαισιόδοξη στάση των κατοίκων της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό ήταν το κέντρο της άλλοτε κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας: «Έμοιαζε σαν να είχαν χάσει τον πόλεμο, όχι σαν να τον είχαν κερδίσει», θα έλεγε στη συνέχεια.

Ενθουσιασμένος από την ψυχολογία, ο Μπάλαρντ γράφτηκε σε ένα μάθημα ιατρικής στο πανεπιστήμιο, το οποίο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπαίδευση ως κλινικός ψυχολόγος, την αρχική καριέρα που είχε επιλέξει. Όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το πτυχίο του στην ιατρική: η παρόρμηση για συγγραφή είχε γίνει πολύ μεγάλη. Εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο μετά από δύο χρόνια και πέρασε την επόμενη δεκαετία αναζητώντας τη θέση του στον κόσμο, περιπλανώμενος από δουλειά σε δουλειά, ενώ παράλληλα έγραφε. Ήταν σαφώς απογοητευμένος από την κατάσταση της βρετανικής λογοτεχνίας εκείνη την εποχή: πάρα πολλά «μυθιστορήματα του Χάμπστεντ», θα έλεγε στη συνέχεια, έργα που ασχολούνταν πολύ με τα σύγχρονα κοινωνικά ήθη, πολύ εσωστρεφή. Ο  Μπάλαρντ αναζητούσε κάτι νέο.

Σε ένα σύντομο πέρασμα ως εκπαιδευόμενος πιλότος της πολεμικής αεροπορίας στον Καναδά το 1954 (μια από τις πολλές προσπάθειες να βρει μια κατάλληλη επαγγελματική πορεία), βρήκε αυτό το κάτι. Έκανε την πρώτη του γνωριμία με την επιστημονική φαντασία –συγκεκριμένα, με τα αμερικανικά περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και τα διηγήματα που δημοσίευαν. Η «Χρυσή Εποχή της Επιστημονικής Φαντασίας» βρισκόταν, τότε, σε πλήρη έξαρση στην άλλη πλευρά της λίμνης. Εδώ ήταν η νέα κατεύθυνση στη λογοτεχνία που αναζητούσε, γεμάτη τολμηρές ιδέες που έλειπαν από τη λιμνάζουσα βρετανική λογοτεχνική σκηνή. Ο Μπάλαρντ εντρύφησε σε αυτόν τον γενναίο νέο λογοτεχνικό κόσμο και, όταν επέστρεψε πίσω στη Βρετανία, άρχισε να γράφει ιστορίες επιστημονικής φαντασίας.

Η βρετανική επιστημονική φαντασία βρισκόταν τότε στα σπάργανα και δεν είχε αναπτυχθεί πολύ, πέρα από τους Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, Άλντους Χάξλεϊ και Τζορτζ Όργουελ (αν και η αξιοσημείωτη “Ώρα των Τριφιδών” (“The Day of the Triffids”) του Τζον Γουίντχαμ είχε εκδοθεί νωρίτερα μέσα στη δεκαετία). To New Worlds, που εκείνη την εποχή εξέδιδε ο Τεντ Καρνέλ, ήταν το κορυφαίο περιοδικό επιστημονικής φαντασίας στη Μεγάλη Βρετανία, και ο Μπάλαρντ άρχισε να δημοσιεύει εκεί τις πρώτες του ιστορίες επιστημονικής φαντασίας το 1956, και αυτή ήταν η αρχή μιας μακράς και γόνιμης εκδοτικής συνεργασίας.

Μόνο που ο Μπάλαρντ δεν καταδέχτηκε να γράψει εκείνο το pulp fiction είδος μιας εντυπωσιακής επιστημονικής φαντασίας που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Δεν τον ενδιέφεραν οι εξωγήινοι ή τα ρομπότ, αλλά αυτό που περιέγραφε ως «εσωτερικό διάστημα» σε σύγκριση με το εξωτερικό διάστημα: μια ενασχόληση με τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχολογίας σε πλαίσια ριζικών αλλαγών στο περιβάλλον. Ή, για να το θέσουμε καλύτερα ας ακούσουμε εκείνον:

Ορίζω τον εσωτερικό χώρο ως ένα φανταστικό πεδίο στο οποίο, αφενός, ο εξωτερικός κόσμος της πραγματικότητας και, αφετέρου, ο εσωτερικός κόσμος του νου συναντιούνται και συγχωνεύονται. Σήμερα, στα τοπία των υπερρεαλιστών ζωγράφων, για παράδειγμα, βλέπει κανείς τις περιοχές του εσωτερικού χώρου -και όλο και περισσότερο πιστεύω ότι θα συναντάμε στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία σκηνές που δεν θα είναι ούτε αποκλειστικά ρεαλιστικές ούτε φανταστικές. — J.G. Ballard, απόσπασμα συνέντευξης στο BBC.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Μπάλαρντ άρχισε να ξεδιπλώνει τις φαντασίες του στις σελίδες αμερικανικών περιοδικών επιστημονικής φαντασίας, όπως το Magazine of Fantasy and Science Fiction, που ταξίδευαν σε αμέτρητα χέρια και βλέμματα. Ωστόσο, τα πιο τολμηρά του όνειρα, τα πιο παράξενα και πειραματικά κομμάτια, τα κρατούσε για το New Worlds, ένα περιοδικό που σύντομα θα γινόταν το καταφύγιο του Νέου Κύματος, του λογοτεχνικού ρεύματος που θόλωνε τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Στο μεταξύ, ο Μπάλαρντ εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους επιστημονικού περιεχομένου ως τεχνικός συντάκτης. Μέσα στα κείμενα και τους όρους της επιστήμης, άρχισε να αντλεί εικόνες, ιδέες και λέξεις που θα μεταμορφώνονταν στις δικές του αφηγηματικές μορφές, βρίσκοντας συχνά τον δρόμο τους στον παράξενο κόσμο των ιστοριών του. Ήταν σαν οι ξηροί, αυστηροί τεχνικοί όροι να του ψιθύριζαν μυστικά, να του αποκάλυπταν κρυφές, υπόγειες αλήθειες που μόνο η φαντασία μπορούσε να φωτίσει.

Μέχρι το 1965, η φήμη του είχε αρχίσει να μεγαλώνει σαν κύμα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρή ώστε να τον οδηγήσει στις τάξεις του Ambit, ενός βρετανικού λογοτεχνικού περιοδικού που άνοιγε τις πύλες του στη δημιουργικότητα χωρίς όρια, σαν ένας μυστικός κήπος για πειραματισμούς και καινοτομίες. Εκεί, ο Μπάλαρντ δεν ήταν απλώς ένας συγγραφέας, αλλά ένας εξερευνητής του αγνώστου, βυθισμένος σε έναν κόσμο όπου η φαντασία συναντούσε την επιστήμη, και οι λέξεις του έμοιαζαν να περιπλανώνται σαν ονειρικές μορφές σε ένα σύμπαν χωρίς σύνορα.

Το 1960 κυκλοφόρησε το βιβλίο The Voices of Time, που επίσης πρωτοδημοσιεύτηκε στο New Worlds: μια κυκλοθυμική, μυστηριώδης οδύσσεια μέσα σε ένα μέλλον που μαστίζεται από τον ύπνο. Περιείχε πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που έμελλε να γίνουν το χαρακτηριστικό ύφος του: εσωστρεφείς χαρακτήρες που αποσύρονταν στον εαυτό τους καθώς τα πράγματα κατέρρεαν γύρω τους –γιουνγκιανά αρχέτυπα και σύμβολα– ευρύτερη κοινωνική και περιβαλλοντική κατάρρευση –μια εξερεύνηση της ψυχολογίας της συμπεριφοράς και βαθύτερων φιλοσοφικών και επιστημονικών ερωτημάτων σχετικά με τη φύση του χρόνου και της εντροπίας. Και όλα αυτά γραμμένα σε βαρυσήμαντη, λυρική πρόζα που μετέφερε την ιστορία μπροστά με μια ώριμη, σίγουρη αυθεντία που έλειπε από την περισσότερη επιστημονική φαντασία της εποχής.

Το 1964 ο νεαρός Μάικλ Μούρκοκ, νονός του Nέου Kύματος, ανέλαβε το τιμόνι του New Worlds και έγινε υπέρμαχος του έργου του Μπάλαρντ. Το 1962 ο Μπάλαρντ δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή μικρών μυθιστορημάτων, επίσης με τίτλο Voices of Time. Ακολούθησε η τριλογία μετα-αποκαλυπτικών μυθιστορημάτων του: The Drowned World το 1963, Drought το 1965 και The Crystal World το 1966. Όλα διερευνούν την κατάρρευση της κοινωνίας μπροστά στην κλιματική καταστροφή και είναι αξιοσημείωτα προφητικά. Στο The Drowned World (Πλημμύρα), οι πολικοί πάγοι έχουν λιώσει εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μαζικές πλημμύρες και να μετατραπούν οι πόλεις σε βαλτώδεις ζούγκλες, τις οποίες εξερευνούν διάσπαρτες ομάδες ανθρώπων για να περισώσουν (ή να λεηλατήσουν) ό,τι έχει απομείνει. Στο Drought (Ξηρασία), οι ήπειροι στερεύουν καθώς το νερό εξατμίζεται και οι έρημοι προελαύνουν- το μυθιστόρημα καταγράφει τη σταδιακή παρακμή του πολιτισμού και την ανάδυση εναλλακτικών κοινωνιών. Ο Κρυστάλλινος Kόσμος (The Crystal World), που ερευνά την εμφάνιση παράξενων γεωλογικών φαινομένων βαθιά στην αφρικανική ζούγκλα, είναι το πιο ψυχεδελικό από τα τρία, βαθιά επηρρεασμένο από το ενδιαφέρον της δεκαετίας του ’60 για τις ψυχοδραστικές ουσίες.

To 1963 η Πλημμύρα εκδόθηκε με επιτυχία, και με την ενθάρρυνση της Μαίρης παραιτήθηκα από το Chemistry & Industry για να γίνω συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Παρά τις πολλές επανεκδόσεις της Πλημμύρας, αυτό ήταν ένα ρίσκο τότε και είμαι ευγνώμων και ταυτόχρονα ενθουσιασμένος που η Μαίρη με ώθησε να το πάρω. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες του κόσμου, αλλά οι χρηματικές απολαβές ήταν μέτριες.

Ο Βίκτορ Γκόλανζ, ο πατριάρχης του εκδοτικού χώρου στην Αγγλία, μου έδωσε μια προκαταβολή 100 λιρών, που έφταναν για να συντηρηθεί μια οικογένεια για έναν μήνα. Όταν με έβγαλε για φαγητό στο εστιατόριο The Ivy και είδα τις τιμές στον κατάλογο, μπήκα στον πειρασμό να του πω ότι δεν θα πάρω τίποτε και να μου δώσει απλώς τα χρήματα – ήξερα όμως ότι το να δειπνήσει κάποιος με τον Γκόλανζ ήταν μια σημαντική τιμή. Είχε κυριαρχήσει στην εκδοτική σκηνή του Λονδίνου τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 και ασκούσε μεγάλη επιρροή στους επιμελητές και τους αναγνώστες. Καθώς καθίσαμε στο Ivy, η φωνή αντήχησε: «Ενδιαφέρον μυθιστόρημα η Πλημμύρα. Βέβαια, το έχεις κλέψει όλο από τον Κόνραντ». To Ivy ήταν στέκι μεγαλοδημοσιογράφων και είδα μερικά κεφάλια να γυρίζουν και σκέφτηκα «Θεέ μου! Αυτός ο γερο-βετεράνος θα καταστρέψει τη σταδιοδρομία μου προτού καν ξεκινήσει». Στην πραγματικότητα τότε δεν είχα διαβάσει τίποτε από Κόνραντ, αν και επανόρθωσα σύντομα. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Η κατακερματισμένη γραφή και τα σιντρίμμια μιας έκθεσης τρακαρισμένων αυτοκινήτων

Ωστόσο την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι του 1964, μια τραγωδία έπληξε τον Μπάλαρντ. Η σύζυγός του, Μαίρη, πέθανε απροσδόκητα κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στην Ισπανία, αφήνοντάς τον μόνο να φροντίζει τα τρία τους παιδιά. Η απώλεια αυτή σημάδεψε ολοκληρωτικά τη γραφή του, η οποία άρχισε να παίρνει σκοτεινότερους τόνους, με μια διάθεση μηδενισμού και παραλόγου. Από αυτή τη μεταστροφή γεννήθηκε το The Atrocity Exhibition (Έκθεση Ωμοτήτων) το 1970, ένα έργο που είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα και συλλογή διάσπαρτων κειμένων και εικόνων, και έχει περιγραφεί ως το πιο «πανκ» βιβλίο του βρετανού συγγραφέα.

Η Έκθεση Ωμοτήτων εκδόθηκε το 1970 και αποτελούσε την προσπάθειά μου να κατανοήσω τη δεκαετία του 1960, μια εποχή όπου όλα φαινόταν να αλλάζουν προς το καλύτερο. Η ελπίδα, η νεότητα και η ελευθερία ήταν κάτι παραπάνω από συνθήματα – για πρώτη φορά από το 1939 οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν το μέλλον. Το παρελθόν στο οποίο κυριαρχούσε ο τυπωμένος λόγος είχε δώσει τη θέση του σε ένα ηλεκτρονικό παρόν, μια επικράτεια όπου κυριαρχούσε η αμεσότητα. 

Την ίδια στιγμή, μερικά πιο σκοτεινά ρεύματα αναδύονταν στην επιφάνεια. Η βιαιότητα του πολέμου στο Βιετνάμ, η παρατεταμένη συλλογική ενοχή για τη δολοφονία του Κένεντι, τα θύματα των σκληρών ναρκωτικών, οι αποφασιστικές προσπάθειες που κατέβαλλε η κουλτούρα της διασκέδασης να μας κρατήσει σε ένα παιδικό στάδιο – όλα αυτά είχαν αρχίσει να παρεμβάλλονται ανάμεσα σε εμάς και στο νέο ξεκίνημα. Η ιδέα της νεότητας άρχισε να παλιώνει – και τι να την κάναμε τελοσπάντων όλη αυτή την ελπίδα και την ελευθερία; Η αμεσότητα επέτρεπε σε τόσα πολλά πράγματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις συγχωνεύονταν με την επιστήμη, την πολιτική και τη διασημότητα, ενώ η αλήθεια και η λογική σπρώχνονταν επίμονα προς την έξοδο. Παρακολουθούσαμε όλη αυτή τη σειρά των «ντοκιμαντέρ» Mondo Cane όπου ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς ποια ειδησεογραφικά επίκαιρα από ωμότητες κι εκτελέσεις ήταν πλαστά και ποια αληθινά. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Η Έκθεση Ωμοτήτων ήταν η πύλη για τη νέα περίοδο γραφής του Μπάλαρντ κατά τη δεκαετία του 1970, μια περίοδος όπου τα έργα του χαρακτηρίζονταν από πειραματισμό, προκλητικότητα και μια αδιάλειπτη ζοφερότητα. Το 1973, ο Ballard δημοσίευσε το Crash, ένα τολμηρό μυθιστόρημα που εξερευνά την παράξενη και φετιχιστική σχέση των ανθρώπων με τα αυτοκίνητά τους, καθώς και την ψυχολογική διάσταση των τροχαίων δυστυχημάτων. Η έμπνευσή του βιβλίου ήρθε μέσα από τις έντονες αντιδράσεις του κοινού σε μια έκθεση με κατεστραμμένα αυτοκίνητα που είχε διοργανώσει ο Μπάλαρντ σε μια γκαλερί στο Λονδίνο.

Τότε (το 1970) κάποιος από το Εργαστήριο Νέων Τεχνών με προσέγγισε ρωτώντας με αν ήθελα να κάνω κάτι εκεί. Αυτό το μεγάλο κτίριο (μια παροπλισμένη φαρμακαποθήκη) περιείχε έναν θεατρικό χώρο, έναν κινηματογράφο και μια γκαλερί (και πολλούς σωλήνες για τον εξαερισμό από επικίνδυνες χημικές αναθυμιάσεις που χρησίμευαν, όπως μου είπαν, και για την απομάκρυνση του καπνού από την κάνναβη σε περίπτωση αστυνομικής εφόδου).

Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να δοκιμάσω την υπόθεσή μου για τους ασύνειδους δεσμούς ανάμεσα στο σεξ και την αυτοκινητική σύγκρουση οργανώνοντας μια έκθεση με τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Το Εργαστήριο ήθελε να με βοηθήσει και μου πρόσφεραν τη γκαλερί για έναν μήνα. Έκανα διάφορες βόλτες με το αυτοκίνητο ψάχνοντας σε μάντρες μεταχειρισμένων και πλήρωσα για να μεταφέρουν στην γκαλερί τρία αυτοκίνητα (ανάμεσά τους και μια τρακαρισμένη Πόντιακ).

Τα αυτοκίνητα παρουσιάστηκαν χωρίς καμία άλλη επεξήγηση, σαν να ήταν μεγάλα γλυπτά. Ένας μανιακός τηλεορασάκιας του Εργαστηρίου προσφέρθηκε να στήσει μια κάμερα και οθόνες κλειστού κυκλώματος, στις οποίες οι καλεσμένοι θα μπορούσαν να βλέπουν τον εαυτό τους καθώς περιφέρονταν ανάμεσα στα τσακισμένα αυτοκίνητα. Αφού συμφώνησα, πρότεινα να προσλάβουμε μια κοπέλα για να ρωτάει τους επισκέπτες τις εντυπώσεις τους. Στην τηλεφωνική μας επικοινωνία συμφώνησε να εμφανιστεί ολόγυμνη, αλλά μόλις μπήκε στην γκαλερί και αντίκρισε τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα είπε ότι θα το έκανε γυμνόστηθη – από μόνη της μια αξιοσημείωτη αντίδραση.

Είχα παραγγείλει μια μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και η συμπεριφορά μου ήταν όπως σε οποιαδήποτε εγκαίνια έκθεσης σε γκαλερί. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου καλεσμένους (ένα ανακάτεμα από συγγραφείς και δημοσιογράφους) να μεθάνε τόσο γρήγορα. Υπήρχε μεγάλη ένταση στον αέρα, λες και όλοι ένιωθαν να απειλούνται από κάποια εσωτερικευμένη σειρήνα συναγερμού που είχε ενεργοποιηθεί. Αν αυτά τα αυτοκίνητα ήταν σταθμευμένα έξω από την γκαλερί, κανείς δεν θα τα πρόσεχε· κάτω όμως από τον αμετάβλητο φωτισμό αυτά τα τσακισμένα οχήματα φαίνεται ότι προκαλούσαν και ενοχλούσαν. Οι καλεσμένοι τους έριξαν κρασί, τους έσπασαν τα παράθυρα και παραλίγο να βιάσουν τη γυμνόστηθη κοπέλα στο πίσω κάθισμα της Πόντιακ (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίστηκε η ίδια σε μια αποδοκιμαστική κριτική που έγραψε στην περιθωριακή εφημερίδα Friendz με τίτλο «Ballard Crashes»). Μια δημοσιογράφος από το New Society άρχισε να μου παίρνει συνέντευξη στη διάρκεια αυτού του χαμού, αλλά κυριεύτηκε τόσο πολύ από αγανάκτηση (η εφημερίδα της είχε άλλωστε τόσα αποθέματα) που χρειάστηκε να τη μαζέψουν για να μην μου επιτεθεί.

Κατά τη διάρκεια του μήνα που κράτησε η έκθεση, τα αυτοκίνητα υπέστησαν ατελείωτες επιθέσεις – μια ομάδα Χάρε Κρίσνα του έριξε λευκή μπογιά ενώ άλλοι επισκέπτες ξήλωσαν τους καθρέφτες και τις πινακίδες και τα αναποδογύρισαν. Όταν η έκθεση ολοκληρώθηκε και τα αυτοκίνητα μεταφέρθηκαν άκλαφτα, είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου. Όλες μου οι υποψίες για τις υποσυνείδητες συνδέσεις που θα εξερευνούσε το μυθιστόρημά μου είχαν επιβεβαιωθεί. Στην πραγματικότητα, η έκθεση ήταν μια ψυχολογική δοκιμασία μεταμφιεσμένη σε καλλιτεχνική επίδειξη, κάτι που προφανώς ισχύει και με τον καρχαρία του Ντάμιεν Χιρστ ή το άστρωτο κρεβάτι της Τρέισι Έμιν. Υποπτεύομαι ότι δεν είναι πλέον δυνατό να κινητοποιήσεις ή να εκπλήξεις τους θεατές μόνο με αισθητικά μέσα όπως οι ιμπρεσιονιστές ή οι κυβιστές. Είναι αναγκαία μια ψυχολογική πρόκληση που να απειλεί κάποια από τις αγαπημένες μας αυταπάτες, είτε πρόκειται για ένα λεκιασμένο σεντόνι είτε για μια πριονισμένη αγελάδα που υφίσταται έναν δεύτερο θάνατο, για να μας υπενθυμίζει τις αυταπάτες στις οποίες έχουμε προσκολληθεί σχετικά με τον πρώτο. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Στο Concrete Island του 1974, ο Μπάλαρντ αφηγείται την ιστορία ενός μοναχικού επιζώντα τροχαίου ατυχήματος, ο οποίος, παγιδευμένος σε μια νησίδα κυκλοφορίας, γίνεται ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος στην αστική ζούγκλα. Ένα χρόνο αργότερα, στο High Rise (1975), παρουσιάζει τους κατοίκους μιας πολυκατοικίας που οργανώνονται σε αντίπαλες συμμορίες και παλεύουν για κοινωνική κυριαρχία, μετατρέποντας το κτίριο σε μια αυτοεπιβαλλόμενη φυλακή. Τα βιβλία αυτά έδωσαν στον Ballard την ευκαιρία να απομακρυνθεί από την παραδοσιακή κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας και να εδραιώσει τη λογοτεχνική του φήμη στους κριτικούς, με έργα που ξεπερνούσαν τα όρια των ειδών και άγγιζαν βαθιά τις ψυχολογικές και κοινωνικές πτυχές της σύγχρονης ζωής.

Φωτογραφία του Brian Griffin από τη συνέντευξη του Μπάλαρντ στο περιοδικό The Face τον Απρίλιο του 1988.

Η δεκαετία του 1980 θα αποδειχθεί η πιο λαμπρή και μυστηριώδης περίοδος για τον Μπάλαρντ, μια εποχή όπου ο συγγραφέας φαίνεται να ταξιδεύει σε έναν τόπο βαθιά προσωπικό, να εξερευνά το δικό του παρελθόν σαν να ήταν ένας ξένος που το ανακαλύπτει για πρώτη φορά. Μέσα από ομίχλες μνήμης και φευγαλέες εικόνες, το Empire of the Sun (Η αυτοκρατορία του ήλιου) αναδύεται το 1984, σαν ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με εξομολόγηση, μια πύλη προς τα παιδικά του χρόνια σε έναν κόσμο παραδομένο στον πόλεμο. Μέσα από τις σελίδες του, ο Μπάλαρντ μας παρασύρει σε ένα εφιαλτικό τοπίο του στρατοπέδου κράτησης στη Σανγκάη, όπου το φως και το σκοτάδι μπερδεύονται, και οι αναμνήσεις του μικρού παιδιού γίνονται σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς.

Το μυθιστόρημα αυτό αγαπήθηκε από τους κριτικούς και βρήκε τον δρόμο του σε αμέτρητους αναγνώστες, κάνοντάς τον Μπάλαρντ για πρώτη φορά έναν μπεστ-σέλερ συγγραφέα στην Αμερική. Λίγο αργότερα, το Χόλιγουντ, με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, θα έδινε εικόνα στο όνειρο αυτό, μετατρέποντας το βιβλίο σε ένα αξέχαστο κινηματογραφικό έπος το 1987 με τον πιτσιρικά Κρίστιαν Μπέιλ σε έναν από τους σημαδιακούς ρόλους της καριέρας του.

Και η ανασκόπηση δεν τελειώνει εκεί. Το 1991 ακολουθεί το The Kindness of Women, μια ακόμη κατάδυση στην ψυχή του συγγραφέα, γεμάτη ευαισθησία και ζωντανή μνήμη. Είναι σαν ο Μπάλαρντ να ζει ανάμεσα στις σκιές των γεγονότων που ανακαλεί, να βυθίζεται σε αυτές, να γίνεται ένα με τις ιστορίες του.

Συνεχίζει να γράφει και να ανακαλύπτει νέα μονοπάτια δημιουργικότητας τη δεκαετία του ’90 και του 2000. Το Cocaine Nights (Νύχτες κοκαΐνης) το 1996 τον οδηγεί στον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας, ανοίγοντας έναν νέο χώρο για τον Μπάλαρντ να πειραματιστεί και να εξερευνήσει τις σκοτεινές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχής. Κι ενώ το Crash επανέρχεται στο προσκήνιο μέσω της (αμφιλεγόμενης) κινηματογραφικής διασκευής του από τον Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ το 1997, οι σκέψεις και οι εικόνες του συγγραφέα επηρεάζουν πια το κοινό με τρόπους άμεσους και υπόγειους, όπως η υπενθύμιση μιας σκοτεινής αλήθειας που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Ο Τζέιμς Σπέιντερ και η Ντέμπορα Κάρα Ούνγκερ στο “Crash” του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.

Κατ’ οίκον περιορισμός

Ο Μπάλαρντ πλέον έχει κερδίσει την αναγνώριση που του αξίζει, και ο κόσμος τον αναζητά, με συνεντεύξεις, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές εκπομπές να εξερευνούν τον λαβύρινθο του νου του. Καθώς τα χρόνια κυλούν, όμως, μια σιωπή αρχίζει να τον περιβάλλει. Στα τελευταία του, ο Μπάλαρντ παλεύει με καρκίνο του προστάτη, και στις όχθες της ζωής του, εκεί στο σπίτι του στο Σέπερτον, όπου είχε εγκατασταθεί το 1960, αναπαύεται, αφήνοντας πίσω του έναν κόσμο πλουσιότερο και πιο παράξενο από πριν.

Τον Ιούνιο του 2006, έπειτα από έναν χρόνο πόνων και ενοχλήσεων που απέδωσα σε αρθρίτιδα, ένας ειδικός επιβεβαίωσε ότι έπασχα από προχωρημένο καρκίνο του προστάτη που είχε κάνει μεταστάσεις στη σπονδυλική μου στήλη και στα πλευρά μου. Περιέργως, το μόνο σημείο της ανατομίας μου που έμοιαζε ανεπηρέαστο ήταν ακριβώς ο προστάτης – σύνηθες χαρακτηριστικό της ασθένειας. Η μαγνητική τομογραφία (μια δυσάρεστη δοκιμασία όπου βρίσκεσαι ξαπλωμένος σε ένα φέρετρο με καλώδια ηχητικής καταγραφής) δεν άφηνε καμιά αμφιβολία: ξεκινώντας από τον προστάτη, ο καρκίνος είχε εισβάλει στα οστά μου. — J.G. Ballard, απόσπασμα από το βιβλίο “Θαύματα της ζωής, Αυτοβιογραφία” (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Ηρακλής Ρενιέρης).

Ακόμα και μόνο με τα πρώτα του μυθιστορήματα, το The Drought και το The Drowned World, ο Ballard θα μπορούσε να έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στα αιώνια χρονικά της επιστημονικής φαντασίας, όπως και στη λογοτεχνία γενικότερα. Αυτά τα έργα φέρουν μια τρομερή αίσθηση προφητείας, ένα αόρατο νήμα που συνδέει τον συγγραφέα με κάτι πέρα από το κοινό ανθρώπινο βλέμμα, κάτι που διαπερνά τις πραγματικότητες και τα όνειρα του κόσμου μας.

Όταν όμως κοιτάμε το σύνολο του έργου του –ένα μωσαϊκό οραμάτων που αναπτύχθηκε σε διάστημα πέντε δεκαετιών– ξεπροβάλλει ένας συγγραφέας που μοιάζει να μας περιμένει στο κατώφλι της συνείδησης, ζητώντας μας να τον ανακαλύψουμε ξανά, σαν ένα όνειρο που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε. Οι οραματικές του δυνάμεις τον τοποθέτησαν ανάμεσα στα φωτεινότερα πνεύματα του εικοστού αιώνα, έναν αλχημιστή του λόγου που μας υπενθυμίζει τις κρυφές αλήθειες του ανθρώπινου ψυχισμού, τις φευγαλέες εικόνες ενός κόσμου όπου το ρεαλιστικό και το φανταστικό γίνονται ένα.

Ο Μπάλαρντ ήταν (και θα είναι για πάντα) μια πυξίδα προς τα σκοτεινά και ανεξερεύνητα βάθη της ύπαρξής μας, ένας δημιουργός που μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε σε τοπία που μόνο στα πιο τολμηρά μας όνειρα τολμούμε να πλησιάσουμε.

5 προβλέψεις του Τζέι Τζι Μπάλαρντ για το μέλλον

Ο Μπάλαρντ προβλέπει το Google (1971)
«Η τεχνολογία του συστήματος ανάκτησης πληροφοριών που χρησιμοποιούμε είναι απίστευτα πρωτόγονη. Ψάχνουμε στα βιβλιοπωλεία, αγοράζουμε περιοδικά ή γινόμαστε συνδρομητές σε αυτά. Αλλά θεωρώ τον εαυτό μου πεινασμένο από πληροφορίες. Λαμβάνω μια διακίνηση πληροφοριών στη φανταστική μου ζωή που αντιστοιχεί στο ένα εκατοστό από αυτό που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πληροφοριακή πείνα και η τεχνολογία θα δημιουργήσει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τα πάντα για τα πάντα».

Ο Μπάλαρντ προβλέπει το Netflix binging (1977)
«Θα μας περάσει κάποια στιγμή από το μυαλό, ίσως, ότι υπάρχει ακόμη ένας περιττός εισβολέας σε αυτόν τον προσωπικό μας παράδεισο – οι άλλοι άνθρωποι… Χάρη στη βιβλιοθήκη με τις βιντεοκασέτες και τα επικείμενα θαύματα της ολιστικής προβολής, η φυσική τους παρουσία μπορεί σύντομα να μην είναι πλέον απαραίτητη στη ζωή μας».

Ο Μπάλαρντ προβλέπει το Facebook (1977)
«Όλα αυτά, βέβαια, θα είναι απλή ηλεκτρονική ταπετσαρία, το φόντο του κύριου προγράμματος στο οποίο ο καθένας από εμάς θα είναι και πρωταγωνιστής και δευτεραγωνιστής. Κάθε μια από τις ενέργειές μας κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε όλο το φάσμα της οικιακής ζωής, θα καταγράφεται αμέσως σε βιντεοκασέτα. Το βράδυ θα καθόμαστε και θα σαρώνουμε τα στιγμιότυπα, τα οποία θα επιλέγονται από έναν υπολογιστή εκπαιδευμένο να διαλέγει μόνο τα καλύτερα προφίλ μας, τους πιο πνευματώδεις διαλόγους μας, τις πιο συγκινητικές εκφράσεις μας κινηματογραφημένες μέσα από τα πιο ευγενικά φίλτρα, και στη συνέχεια θα τα ενώνουμε σε μια επαυξημένη αναπαράσταση της ημέρας. Ανεξάρτητα από τη θέση μας στην οικογενειακή ιεραρχία, ο καθένας από εμάς μέσα στην ιδιωτικότητα του δωματίου του θα είναι ο πρωταγωνιστής σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο οικιακό έπος, με τους γονείς, τους συζύγους, τις συζύγους και τα παιδιά να υποβιβάζονται σε έναν κατάλληλο δευτερεύοντα ρόλο».

Ο Μπάλαρντ προβλέπει τη selfie (1978)
«Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που όταν παίρνετε επιτέλους μια φωτογραφική μηχανή περνάτε τον χρόνο σας φωτογραφίζοντας παιδιά που παίζουν σε μια πισίνα… Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα θα συμβεί, ξεκινώντας με τους ανθρώπους να φωτογραφίζουν ακατάπαυστα τον εαυτό τους».

Ο Μπάλαρντ προβλέπει το σερφάρισμα στο διαδίκτυο – και φτάνει ακόμη και στη μεταφορά μιας «λεωφόρου πληροφοριών» (1979)
«Όπως ο 20ός αιώνας ήταν η εποχή της κινητικότητας, σε μεγάλο βαθμό μέσω του αυτοκινήτου, έτσι και η επόμενη εποχή θα είναι εκείνη στην οποία αντί να αναζητά κανείς τις περιπέτειές του μέσω ταξιδιών, θα τις δημιουργεί, με όποια μορφή κι αν επιλέξει, στο σπίτι του. Ο μέσος άνθρωπος δεν θα έχει απλώς ένα μαγνητόφωνο, ένα στερεοφωνικό hifi ή μια τηλεόραση. Θα έχει στα χέρια του όλους τους πόρους ενός σύγχρονου τηλεοπτικού στούντιο, σε συνδυασμό με συσκευές επεξεργασίας δεδομένων απίστευτης πολυπλοκότητας και ισχύος. Δεν θα χρειάζεται πλέον να δέχεται τον σχετικά μικρό αριθμό μεταλλάξεων της φαντασίας που του σερβίρουν οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εταιρείες, αλλά θα μπορεί να παράγει ό,τι θέλει, σύμφωνα με τις ορέξεις του».

Αυτές και άλλες συνεντεύξεις με τον Τζέι Τζι Μπάλαρντ μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο Extreme Metaphors, το οποίο είναι μια συλλογή συνεντεύξεων με τον Βρετανό συγγραφέα, που επιμελήθηκαν οι Simon Sellars και Dan O’Hara και εκδόθηκε πρώτη φορά το 2012. Οι συνεντεύξεις του βιβλίου δόθηκαν μεταξύ 1967 και 2008 σε συνομιλητές όπως ο John Gray, ο Jon Savage, ο Will Self και ο Iain Sinclair.

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.