Παραμελημένοι και κακοπαθημένοι πρωταγωνιστές αυτής της πόλης έχουν ακούσει τις ιστορίες μας, τα δάκρυά μας, τα βρισίδια μας όταν τέλειωναν οι μονάδες της τηλεκάρτας, έχουν πολυφωτογραφηθεί και πολυχρησιμοποιηθεί. Τα καρτοτηλέφωνα όμως είναι, πλέον, προς απόσυρση.
Τα δημόσια καρτοτηλέφωνα του ΟΤΕ πρωτοεμφανίστηκαν ένα όχι-και-τόσο-μακρινό καλοκαίρι. Ήταν, συγκεκριμένα, Αύγουστος του 1992, οπότε και άρχισε η σταδιακή απόσυρση των κερματοδεκτών που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1993. Σημαντικό το κοινωνικό τους έργο, πόσα ραντεβού ή συμφωνίες δεν κλείστηκαν μέσα σε αυτούς τους μικρούς κίτρινους θαλάμους!
Με την επέλαση του Internet, περιέπεσαν σε αχρηστία, ακόμα και για τους μετανάστες που έχουν υπάρξει οι, ας πούμε, τελευταίοι ένδοξοι χρήστες. Το ΣτΕ έκρινε πριν από λίγα χρόνια ότι ο ΟΤΕ υποχρεούται να πληρώσει στο Δήμο Αθηναίων ένα τέλος χρήσης κοινόχρηστων χώρων για τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΤΕ, το 30% των περίπου 35.000 κοινόχρηστων καρτοτηλεφώνων που συνεχίζουν να λειτουργούν βρίσκεται στον νομό Αττικής. Χώρια τα άλλα 1250 των φυλακών!
Μερικοί συντάκτες του Olafaq.gr θυμούνται ιστορίες με καρτοτηλέφωνα, από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια: φάρσες, ρομαντισμοί, περασμένα μεγαλεία.
Η Σίντυ Χατζή θυμάται τους τηλεφωνικούς θαλάμους των Εξαρχείων
Οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα το 1998. Για 9 μήνες μέναμε χωριστά: εγώ στην Αλβανία και αυτή στην Αθήνα. Ακόμη κι όταν ήρθα στην Ελλάδα και μείναμε όλοι μαζί, δεν είχαμε τηλέφωνο ούτε και κινητά. Τα πρώτα χρόνια η μητέρα μου αγόραζε τηλεκάρτες, με έπαιρνε από το χεράκι και μου έλεγε «Πάμε να μιλήσουμε με τη γιαγιά στο τηλέφωνο;». Ο τηλεφωνικός θάλαμους που επισκεπτόμασταν συχνότερα βρίκεται ακόμη σε ένα παρκάκι στην Ιπποκράτους. Έχω θολές αναμνήσεις από βροχερά βράδια, όπου η μαμά μου με κρατά από το χέρι και μιλά με τη δική της μαμά. Αρχικά μιλούσαν με γράμματα, μέχρι που η μητέρα μου ανακάλυψε τις τηλεκάρτες. Απίστευτο μου φαίνεται σήμερα, στην εποχή των social media και της τεχνολογίας, να πρέπει να βγεις στο κρύο για να μιλήσεις με τους γονείς σου.
Δε θυμάμαι πότε χρησιμοποιήσαμε τελευταία φορά το καρτοτηλέφωνο ή πότε αγοράσαμε τελευταία φορά τηλεκάρτα. Έχει ενδιαφέρον όμως να σκεφτείς ότι κάποιο βράδυ, χωρίς να το ξέρουμε, ήταν το τελευταίο βράδυ που σταθήκαμε σε εκείνον τον θάλαμο της Ιπποκράτους, πιασμένες χέρι-χέρι, ενώ η μητέρα μου πληκρολογούσε τον αριθμό της γιαγιάς μου. Έχει σημασία όμως, όποιο βράδυ κι αν ήταν αυτό, γιατί συμβολίζει το πέρασμα σε μια κάπως καλύτερη οικονομική κατάσταση για τους γονείς μου. Σταματήσαμε να πηγαίνουμε όταν είχαμε αρκετά λεφτά για σταθερό τηλέφωνο και συμβόλαιο για κλήσεις εξωτερικού.
Η μητέρα μου κράτησε σχεδόν όλες τις τηλεκάρτες που αγόρασε. Στίβες ολόκληρες δεμένες με λαστιχάκια στο συρταράκι που έχει για τις κλωστές. Δεν έκατσα ποτέ να πολυ-σκεφτώ εκείνη τη συλλογή της. Έπεφτε στο μάτι μου κάθε φορά που άνοιγα εκείνο το συρτάρι για να πάρω παραμάνες. Όμως αυτές οι τηλεκάρτες φέρουν πάνω τους όλες τις ιστορίες μας, όλο το βίωμά μας στα πρώτα χρόνια μας στην Ελλάδα. Ποια από αυτές τις κάρτες να χρησιμοποίησε για να πει στη γιαγιά μου για την πρώτη μου μέρα στον παιδικό σταθμό; Με ποια κάρτα της είπε ότι έπαθα ανεμοβλογια ή ότι βρήκε δεύτερη δουλειά; Κάθε φορά που περνάω από το συγκεκριμένο καρτοτηλέφωνο, σταματάω και σκέφτομαι «αυτός ο θάλαμος έχει ακούσει όλα τα μυστικά μας».
Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος στέλνει το αστυνομικό τμήμα του Ωρωπού να ψάχνει για «σατανιστές»
Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πρώτο που η αγοροπαρέα από το σχολείο έκανε διακοπές «μόνη της».
Πέντε 17χρονα παιδιά μαζεύτηκαν για μερικές ημέρες στο εξοχικό του ενός, στους Αγίους Αποστόλους, κοντά στον Ωρωπό, ανακαλύπτοντας για παρθενική φορά τι σημαίνει να πηγαίνεις διακοπές χωρίς τους γονείς σου, αλλά με τους κολλητούς σου φίλους.
Με την «δεύτερη» οικογένειά σου -αυτή που επέλεξες ο ίδιος και όχι εκείνη που σου φορτώθηκε από την ημέρα που γεννήθηκες.
Το πρώτο βράδυ και οι πέντε ήρωες της ιστορίας μας έμειναν νηφάλιοι, βγάζοντάς την ξεροσφύρι με κοκακόλες και αναψυκτικά.
Όμως το δεύτερο βράδυ ήταν το βάπτισμα του πυρός πολλών εκ των παρέας σε αυτό το μέχρι πρότινος άγνωστο πράγμα που λέγεται «αλκοόλ» και «μεθύσι».
Το ποτό της εποχής ήταν «ρούμι-κόλα» και σύντομα ένα μπουκάλι Bacardi βρέθηκε να μοιράζεται «σωματικά υγρά» με ένα διπλανό μπουκάλι κοκακόλας πάνω σε ένα φερ φορζέ λευκό τραπέζι μπαλκονιού με θέα την θάλασσα.
Το πρώτο ποτήρι κατέβηκε αργά για τους «ψάρακλες» της παρέας -μόνο ο ένας εξ αυτών είχε δοκιμάσει τα προηγούμενα χρόνια τις δυνάμεις του στο εν λόγω «άθλημα».
Το δεύτερο ποτήρι μπακάρντι-κόλα κατέβηκε στους λάρυγγές μας πολύ συντομότερα, ωστόσο την μεγάλη, την ανήκεστη ζημιά για ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει στη συνέχεια, την έκανε το τρίτο ποτήρι.
Και οι πέντε 17χρονοι άρχισαν σιγά σιγά να λαλούνε. Να βγάζουνε τον (ενδεχομένως) πραγματικό τους εαυτό και να αποκαλύπτουν τα «αληθινά τους χρώματα».
Ο ένας από την παρέα πέταξε την (εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την εποχή) ιδέα «να κάνουμε μια τηλεφωνική φάρσα» και σύντομα βγήκαν οι Χρυσοί Οδηγοί από το ντουλάπι και διάφοροι ντόπιοι Καλαμιώτες έπεσαν θύματα μερικών μεθυσμένων και εξαιρετικά αναιδών 17χρονων.
Ωστόσο, η φάση κούρασε γρήγορα και σύντομα το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε (με την βοήθεια ενός ακόμη ποτηριού αλκοόλ) σε πιο παρακινδυνευμένες απόπειρες φάρσας.
«Να κάνουμε φάρσα στους μπάτσους», πέταξε ο ένας από την παρέα.
«Και τι θα τους πούμε;», ρώτησε ο άλλος παραδίπλα του.
Η ξαφνική παύση οδήγησε σε ένα πεντάλεπτο σιωπής και περισυλλογής, από το οποίο προέκυψε η (έτερη εξαιρετικά δημοφιλής εκείνη την εποχή) ιδέα: «θα πούμε ότι στην διπλανή μας παραλία γίνονται σατανιστικές τελετές. Θα σκάσει το μισό αστυνομικό τμήμα Ωρωπού».
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, σε μια έκλαμψη εξυπνάδας μέσα στο μεθύσι του, αρνήθηκε να παραχωρήσει το σταθερό τηλέφωνο της εξοχικής οικίας προκειμένου να γίνει από εκεί το τηλεφώνημα («απλά δεν παίζει ρε μαλάκες να πάρουμε τους μπάτσους από εδώ μέσα») αφού όλοι μας θυμηθήκαμε σχεδόν παυλοφικά το Χόλιγουντ και οι ταινίες που βλέπαμε τότε, όπου όλα τα σταθερά τηλέφωνα παρακολουθούνταν από τις Αρχές.
Μάς έσωσε το καρτοτηλέφωνο που βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρων από το εξοχικό.
Οι δυο από τους πέντε πήγαν, περασμένα μεσάνυχτα, στο άδειο και έρημο καρτοτηλέφωνο, έβγαλαν από την τσέπη τους μια τηλεκάρτα, πήραν τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα Ωρωπού, χρησιμοποίησαν την πιο μπάσα τους φωνή και είπαν με ένα στόμα στο ακουστικό, προσποιούμενοι, ταυτόχρονα, τους λαχανιασμένους και πανικοβλημένους για λόγους επιπλέον αληθοφάνειας και εντυπωσιασμού:
«Ελάτε γρήγορα. Ελάτε γρήγορα. Γίνονται ανθρωποθυσίες. Ελάτε γρήγορα».
Το όργανο της τάξης, που ενδεχομένως και να ξύπνησε εκείνη την ώρα από τον μακάριο ύπνο του και να πιάστηκε εξαπίνης, αιφνιδιάστηκε:
«Κύριε μου, ήρεμα. Τι εννοείτε; Τι ανθρωποθυσίες; Τι λέτε;»
Η φωνή των δυο 17χρονων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική από την άλλη άκρη της γραμμής:
«ΣΑΤΑΝΙΣΤΕΣ ΚΑΝΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΓΚΩΝΑΣ».
«Τώρα; Αυτή την στιγμή; Να στείλω περιπολικά;»
«ΕΛΑΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΣΑΣ ΛΕΜΕ. ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΟΣΜΟΣ».
Το βρώμικο μαύρο ακουστικό ξαναμπαίνει στην θέση του πάνω στο καρτοτηλέφωνο και οι δυο φίλοι τρέχουν γρήγορα ξανά πίσω στο σπίτι.
Μπαίνοντας από την εξώπορτα πέφτει το «σήμα» να κλείσουν όλα τα φώτα, τόσο της βεράντας όσο και του σπιτιού μέσα, προκειμένου να μην «καρφωθούν».
Πυκνά γελάκια και πνιχτές ομιλίες σπάνε την ησυχία της αυγουστιάτικης νύχτας και τον, σαν sample της φύσης, ήχο του τριζονιού και του γρύλλου.
Σε λιγότερο από πέντε λεπτά, δυο σειρήνες ακούγονται από μακριά.
Μετά από πιο κοντά.
Κατόπιν, ακόμη κοντύτερα.
Και, καπάκι, ο ορίζοντας στο βάθος βάφεται κόκκινος και μπλε στα χρώματα του «φάρου» των δυο περιπολικών που περνάνε με ταχύτητα φωτός μπροστά από το πανσκότεινο, αλλά πολύ ένοχο αυτό σπίτι με τα πέντε 17χρονα παιδιά που βρήκαν μια τηλεκάρτα και ένα καρτοτηλέφωνο προκειμένου το μισό αστυνομικό τμήμα του Ωρωπού να ψάχνει τους «σατανιστές της Αγκώνας».
Η Γεωργία Δρακάκη θυμάται τα καρτοτηλέφωνα του Χαρούμενου Χωριού
Το Χαρούμενο Χωριό είναι η κατασκήνωση που έστελναν οι γονείς μου εμένα και τον αδελφό μου τα παιδικά κι εφηβικά μας καλοκαίρια-ένα από τα πράγματα για τα οποία τους είμαστε αιωνίως ευγνώμονες, μιας που η συγκεκριμένη κατασκήνωση διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο την διάπλασή μας, αργότερα, ως ενηλίκων. Στο Χαρούμενο Χωριό, οι εγκαταστάσεις του οποίου βρίσκονταν στη Βαρυμπόμπη, είχαμε κοντά στα κτίρια όπου βρίσκονταν οι θάλαμοί μας, μερικά καρτοτηλέφωνα. Πάντα, μαζί με την φροντισμένη βαλίτσα από την μαμά (με το νυχτικό, το σφουγγάρι, τα σορτσάκια και τις κάλτσες που η μυρωδιά τους ως φρεσκοπλυμένων και καλοδιπλωμένων με κυνηγά ως τα τώρα) έπαιρνα μαζί και μια δυο τηλεκάρτες των 10 ευρώ. Μιλούσαμε μεν από τα σταθερά των κεντρικών γραφείων με τους γονείς, αλλά μόνο αν μας έπαιρναν εκείνοι. Αν θέλαμε εμείς, τα παιδιά, να μιλήσουμε με την οικογένειά μας τους καλούσαμε από το καρτοτηλέφωνο. Η μαμά μου αγόραζε τις τηλεκάρτες, χωρίς καμιά πίεση ή προτροπή να της τηλεφωνώ. Η μαμά μου μέχρι σήμερα δε νομίζω να έχει καταλάβει πόσο μου έλειπε τα καλοκαίρια στην κατασκήνωση. Με είχα βάλει στην διαδικασία να της δείξω ότι είμαι δυνατή κι ανεξάρτητη (από τότε) και δεν της έδειχνα ποτέ την συγκίνησή μου όταν την άκουγα κι όταν της έλεγα τα νέα. Από τηλεκάρτα της είπα ότι έγραψα ένα ποίημα και ότι βραβεύτηκε. Συνήθως, μιλούσαμε για μερικά λεπτά και κλείναμε. Μετά, εγώ συνήθως έκλαιγα από ένα κράμα νοσταλγίας για το σπίτι μου και την αγκαλιά της μαμάς, άγριας χαράς που βρισκόμουν στην καλύτερη κατασκήνωση της γης και συγκίνησης που είμαι ζωντανή και νιώθω τόσο έντονα, ακατανόητα για το τότε μυαλό μου, πράγματα. Λάτρευα τα καρτοτηλέφωνα, μου είναι αξέχαστο το βάρος του ακουστικού στα παιδικά μου χέρια, σα να έδινε ένα έξτρα κύρος στο τηλεφώνημα. Δεν λυπάμαι που είναι σε αχρησία, όσο έπρεπε να ειναι σε χρήση ήταν. Τώρα, τα καρτοτηλέφωνα ξεκουράζονται, αν και όσως-τουλάχιστον κάποια από αυτά- θα όφειλαν να γίνουν μνημεία. Ερώτων, αποχωρισμών, παιδικότητας περασμένης, σχολικών χρόνων με κοπάνες και μικρά, αθώα ψέματα.
Ο Νίκος Παγουλάτος μιλούσε συνεχώς με την κοπέλα του «από το χωριό» που «δεν την ξέρεις»
Ήμουν 13 και ήταν αρκετά μεγαλύτερη. End of story; Όχι. Αυτή είναι απλώς η “τζιζ” πληροφορία. Πάμε παρακάτω, στις στιγμές που έτρεχα στο καρτοτηλέφωνο στα πέριξ του σταθμού στο Μαρούσι αφού χτυπούσε το τελευταίο κουδούνι της ημέρας στο σχολείο. Στεκόμουν εκεί, όρθιος, να μιλάω όση περισσότερη ώρα μπορούσα μαζί της για να συντηρηθεί η “σχέση” μας. Δε θυμάμαι πόσο συχνά έπαιρνα καινούργια τηλεκάρτα, αλλά έχω αναμνήσεις από τις φορές που χρειάστηκε να κρατήσω καβάτζα χαρτζιλίκι για να αγοράσω την επόμενη. Στο σπίτι ο λογαριασμός ερχόταν ήδη “φουσκωμένος” από παρόμοιες κλήσεις οπότε έπρεπε να βρω τρόπο να εκφράσω τον νεανικό έρωτά μου χωρίς επίβλεψη γονέων για το πόση ώρα μιλάω στο τηλέφωνο. Το λες και πράξη ανεξαρτησίας, τρομάρα μου. Τέλος πάντων, αυτή η φάση δεν κράτησε πολύ καθώς η συγκεκριμένη κοπέλα και ο κολλητός μου έκαναν μια φασούλα στο χωριό όσο έλειπα -μόνιμοι κάτοικοι εκεί και οι δυο τους- οπότε η περιπέτεια έληξε άδοξα. BTW, που λένε και στο χωριό, με τον κολλητό μου προφανώς και τα βρήκαμε. Οι εμπειρία μου με τα καρτοτηλέφωνα δεν κράτησε για πολύ αφού λίγο αργότερα ήρθε το Nokia 3210 στη ζωή μου. Παρ’ όλα αυτά, τα κανονίσματα για βόλτες, κάποιες φάρσες σε τυχαίους αριθμούς, οι επείγουσες ενημερώσεις στο σπίτι τύπου «Έλα, δεν θα έρθω το βράδυ, θα κοιμηθώ στον Σ.» και παρόμοια σκηνικά συνέβαλαν στο να αγαπήσω, κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα αστικά Τοτέμ των πεζοδρομίων που μας θυμίζουν διάσπαρτες στιγμές της θολής εφηβείας μας.
*Και μια ιδέα για σημερινή χρήση (που δεν είναι δική μας):
Τα παρατημένα καρτοτηλέφωνα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε wifi hot spots με ένα απλό router. Η ιδέα για την μετατροπή τους ακούγεται πολύ εύκολη, καθώς τα κιόσκια των καρτοτηλεφώνων ηλεκτροδοτούνται, ενώ σε αυτά καταλήγει έτσι κι αλλιώς τηλεφωνική γραμμή. Παράλληλα θα ήταν δυνατή και η τηλεφωνική επικοινωνία μέσω αυτών. Αξίζει να αναφέρουμε πως η ιδέα ήδη προωθείται στη Νέα Υόρκη όπου 6.500 καρτοτηλέφωνα στους δρόμους της πόλης, αντικαθιστώνται από εστίες γρήγορου δημόσιου Wi-Fi. Tα συγκεκριμένα Wi-Fi κιόσκια δεν θα χρησιμεύουν μόνο ως ρούτερ, αλλά θα προσφέρουν και δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις εσωτερικού, κλήσεις πρώτης ανάγκης αλλά και θα παρέχουν θήκη USB για φόρτιση των κινητών και smart συσκευών στον δρόμο.