Όταν με ρώτανε (όχι και τόσο συχνά όσο θα ήθελα, είναι η αλήθεια…) «τι σημαίνει για σένα το Club Decadence;», μέσα στον ορυμαγδό των αναμνήσεών μου από σχεδόν μια δωδεκαετία ως θαμώνας και (ενίοτε) και ως dj του, ξεχωρίζει η παρακάτω υπέροχη σκηνή:
Είναι Απρίλιος του 2005 και με το μουσικό περιοδικό Sonik διοργανώνουμε ένα πάρτυ με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Κάτω Από τη Γέφυρα», την αυτοβιογραφία του Antony Kiedis, τραγουδιστή των Red Hot Chili Peppers.
Ο υπογράφων έχει αναλάβει (με αρκετή δόση βαρεμάρας, γιατί… Peppers γαρ) το ρόλο του dj στο πάρτυ και παίζει μουσική στο υπόγειο, το γνωστό και ως «DOWN DECA», ο… Κάτω Κόσμος του Decadence δηλαδή.
Μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου ποτού, αν δεν κάνω λάθος, το σκοτεινό υπόγειο είναι φίσκα στον κόσμο και ο καπνός από το τσιγάρο έχει δημιουργήσει συνθήκες… αιθαλομίχλης στο χώρο.
Που σημαίνει ότι χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και, πρωτίστως, ο έρμος ο dj τα cd του.
Σε μια αλλαγή των δυο cd στις παλιές κονσόλες Pioneer του μαγαζιού, κάτι βλέπω να περνάει/μετακινείται εντελώς φευγαλέα από μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι όπου βρίσκονταν τα μηχανήματα.
«Ρε συ Τάσο, το είδες αυτό που πέρασε από μπροστά από τα χέρια μου;», ρωτάω έναν εκ των καλύτερων μου φίλων, ο οποίος κάθεται στωικά και απολαμβάνει την βότκα του παραδίπλα μου.
– «Το είδα, ναι».
– «Τι ήταν ρε μαλάκα;»
– «Τι να ήταν ρε μαλάκα; Δεν κατάλαβες τι ήταν;»
– «Όχι ρε μαλάκα, έψαχνα τραγούδι να βάλω».
– «Μια Τερέζα ήταν ρε μαλάκα».
Πέρασα το υπόλοιπο της βραδιάς κατεβάζοντας τις βότκες με μπουκοφσκικό ρυθμό, προκειμένου να «μουδιάσω» την ανησυχία μου ότι ενδεχομένως κάποια στιγμή, αντί για τον μίκτη της κονσόλας, να άγγιζα την κολλητή της Τερέζας – ή την ίδια που είχε περάσει και πιο πριν από μπροστά μου.
Αλλά αυτό ήταν, στην τελική, το καλό με το Decadence: ακόμη και αν δεν είχε κόσμο στα dj set σου, ήξερες ότι δεν θα έπαιζες ποτέ μόνος σου μουσική.
Πάντα θα σου έκανε παρέα κάποιος τετράποδος (ο υπέροχος ημίαιμος σκύλος του) ή οκτάποδος οιονεί ένοικος στο παλιό σπίτι του χουντικού αντιβασιλέα Ζωιτάκη, στην συμβολή των οδών Βουλγαροκτόνου και Πουλχερίας στα Εξάρχεια, εκεί όπου στεγαζόταν επί χρόνια το ιστορικό Club Decadence – το οποίο και πωλείται για 348.000 ευρώ, όπως είδαμε προ ημερών σε αγγελία ενός σχετικού site.
Και το ερώτημα είναι ένα: Ποιος θα αγοράσει τις πιο decadence μουσικές αναμνήσεις της indie Αθήνας;
Η ιστορία του Decadence
Η ιστορία του μαγαζιού κρατάει από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν το μαγαζί το άνοιξε ο Γιάννης Φιλίππου. Η… επαναστατικότητα του εν λόγω χώρου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από τους πρώτους του θαμώνες ήταν και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ιδρυτικό στέλεχος και αρχηγός της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» με το ψευδώνυμο «Λάμπρος».
Στην πορεία και με την πάροδο της δεκαετίας του το μαγαζί άλλαξε πολλά χέρια. Το πήραν πολλοί νέοι ιδιοκτήτες, το κράτησαν για 1-2 χρόνια και μετά το πωλούσαν σε άλλους.
Λίγο μετά την πώληση, σύμφωνα πάντα με την «κατάρα του Ντέκα», κάποιοι από τους πρώην ιδιοκτήτες γίνονταν και πρώην… άνθρωποι, αφού πέθαιναν από φυσικά αίτια ή από δυστύχημα (δεν κάνουμε πλάκα εδώ).
Η «σοβαρή» φάση και εποχή του Decadence ως ένα αρχετυπικό alternative bar-club ξεκινάει το 1991. Ο τότε ιδιοκτήτης του, ο Νίκος Λακόπουλος, ήθελε να φτιάξει τότε έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Είχε πάρει μάλιστα και πομπό στην Παιανία, αλλά δεν πήρε τελικά την απαιτούμενη άδεια.
Σε πείσμα των καιρών, ο Νίκος έφτιαξε τελικά έναν ραδιοφωνικό σταθμό, τον σκωπτικά και επονομαζόμενο «WC FM» με… έδρα τις συνολικά εφτά τουαλέτες του «Ντέκα».
Οι αριστεροί συγγραφείς, ποιητές, ηθοποιοί και μουσικοί άρχισαν να έρχονται για ένα ποτό στην μπάρα του μαγαζιού, με θέα το πανό που έγραφε «ΜΗ ΚΟΙΜΑΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ» (η ίδια έκφραση γράφτηκε κατόπιν και στην είσοδο του μπαρ) ή ακούνε τις επιλογές των dj’s ατενίζοντας τους πίνακες του εικαστικού Δημήτρη Αληθεινού.
Οι δε μουσικές επιλογές δεν γνωρίζουν από… ταμπέλες, με το αγγλικό post-punk, το brit-pop και γενικά το alternative rock να αναμειγνύεται μέχρι και με ρεμπέτικα ή παλιά, βαριά λαϊκά και τα πικάπ και οι σιντιέρες την μία να… τραγουδάνε Gang Of Four και την επόμενη Σταύρο Κουγιουμτζή.
Προσωπικά, θυμάμαι το Νίκο Λακόπουλο να μου διηγείται αμέτρητες ιστορίες με επίκεντρο τους αγαπημένους μας μουσικούς.
«Τσάβαλε, έλα εδώ να σου πω», μου είχε πει μια φορά κάπου στα τέλη του 2005 που είχα παίξει, ως dj σε ένα σετ μου, ένα τραγούδι του νέου, τότε, άλμπουμ των The Fall με τον τίτλο «Fall Heads Roll».
«Ο Mark των Fall πλακώθηκε πριν καιρό με έναν dj του “Ντέκα” επειδή έπαιξε Fall όσο ήταν αυτός το μαγαζί και έπινε. Φθηνά την γλύτωσες», μου είπε -ήταν κοινό μυστικό ότι ο Smith τότε περνούσε πολύ χρόνο στην Αθήνα, καθώς είχε παντρευτεί με την Ελληνίδα μουσικό Έλενα Πούλου, η οποία ήταν και μέλος των The Fall.
Οι Tindersticks έγραψαν στο βιβλίο επισκεπτών του μπαρ πως «το Decadence είναι το καλύτερο μέρος στον γαλαξία», ενώ μέχρι και ο Γιώργος Μαργαρίτης έκανε το 2000 την πρώτη παρουσίαση του άλμπουμ του «Δρόμοι του Πουθενά», στο Decadence.
Στις 5 το πρωί!
To Club Decadence μέσα από τα μάτια (και τα αυτιά) του dj Sevek
«Το Club Decadence ήταν meta- πριν το meta-, cool πριν τους hipsters, ήταν avant gard και παλιακό συνοικιακό μπαράκι ταυτόχρονα, ήταν πανκ και ποπ μαζί, ήταν το μόνο μπαρ από που μπορούσες να κοιτάξεις τα άστρα. Κυρίως ήταν σουρεάλ. Είχε δική του εφημερίδα, τους Decadence Times, δικό του νόμισμα, το De, είχε κουρείο, παντοπωλείο, ραδιοφωνικό σταθμο που εξέπεμπε στις τουαλέτες, τουρνουά εσωτερικού beach volley, οπου γεμίζαμε το μαγαζί με άμμο και ότι άλλη κουλαμάρα μπορούσε να φανταστεί ο ιθύνων νους του Decadence, o Νίκος Λακόπουλος. Αλλά κακά τα ψέματα το Ντέκα, όπως το λέγανε οι φίλοι, ήταν πάνω απόλα η μουσική. Και την περίοδο της ακμής του μπορούσες να ακούσεις την καλύτερη μουσική στην πόλη. Την επόχη που δεν υπήρχε ίντερνετ ή που μόλις είχε ξεκινήσει τελος πάντων, εδω μπορούσες να ακούσεις όλες τις νέες κυκλοφορίες και τις νέες τάσεις», λέει μιλώντας στο Olafaq ο Γιάννης Μπεγνής (dj Sevek) που δούλεψε στο Club Decadence ως πορτιέρης, μπάρμαν, υπεύθυνος προγράμματος, υπεύθυνος λειτουργίας αλλά κυρίως ως dj για περίπου δέκα χρόνια.
Και συνεχίζει:
«Υπήρξε μία στιγμή που το Decadence ήταν το απόλυτο place to be. Κυρίως μετά από τις συναυλίες. Διότι όλα τα συγκροτήματα κατέληγαν εκεί. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που έπαιξαν live εκεινη την περίοδο στην Αθήνα, έχουν πιεί ποτό στο Decadence. Και όχι μόνο. Δεν θα ξεχάσω την αγωνία που είχα περάσει ξημερώματα στα σκαλάκια του μαγαζιού να προσπαθώ να συνεφέρω τoν Courtney Taylor, τραγουδιστή των Dandy Warhols, και τελευταίο πελάτη της βραδιάς για να μην χάσει την πτήση του ή τη βραδιά που ο Τom Barman των Deus πέρασε μέσα από την μπάρα και είπε “είμαι ο Barman για σήμερα και θα κεράσω όλο το μαγαζί” ή τον James Mudriczki των Puressence να κάθεται στωικά στον καναπέ και κανένας να μη του δίνει σημασία ή να του μιλάει. Θυμάμαι επίσης τον Νίκο Νικολαϊδη να κάνει στο Decadence γυρίσματα για την ταινία του “Ο χαμένος τα παίρνει όλα” με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Αγγελάκα. Θυμάμαι μια μέρα που είχαν γυρισμα εξωτερική σκηνή, έξω από το μαγαζί, εμείς να έχουμε κλείσει τη Βουλγαροκτόνου και να λέμε στα αυτοκίνητα ότι δεν μπορούν να περάσουν γιατί γυρνάνε και καλά μια σειρά του …Μega, δίοτι στον πρώτο όδηγο που του ειπαμε ότι γυρίζει ταινία ο Νικολαϊδης, αυτός γυρισε απολύτως σοβαρά και μου είπε “Ελα ρε, ο Ντέμης;”».