Ο David Bowie που οι περισσότεροι από εμάς σήμερα γνωρίζουμε και αγαπάμε, αποτελεί μια περίπλοκη φυσιογνωμία, ειδικά αν κοιτάξει κανείς πίσω αναδρομικά, δεδομένου ότι η καριέρα του, που διήρκεσε έξι δεκαετίες, περιείχε αλλεπάλληλες αλλαγές ως προς το είδος, την εμφάνιση και τη δημιουργική του κατεύθυνση. Ήταν κάτι σαν χαμαιλέοντας της μουσικής ιστορίας που κατά καιρούς, φαινόταν να έχει τον απόλυτο έλεγχο καθώς έπαιζε με διαφορετικές περσόνες. Ωστόσο προτού γίνει ο σούπερ σταρ που λάτρεψαν εκατομμύρια άνθρωποι, ο Bowie ήταν απλά ένα νεαρό παιδί που ονειρευόταν να πετύχει στη μουσική. Για την ακρίβεια δεν λεγόταν καν David Bowie. Και καθώς κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, δεν γεννήθηκε μεγάλος, και από κάπου ξεκινά – υπό αυτό το πρίσμα, ο David Bowie (γεννημένος ως David Jones) δεν διέφερε. Εδώ, κάνουμε μια αναδρομή στο πρώιμο (και ίσως όχι τόσο φανταχτερό) μέρος της καριέρας του Bowie και στα πρώτα του συγκροτήματα.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Burnt Ash Junior School, η φωνή του Bowie θεωρήθηκε απλά «οκ» για να τραγουδήσει στη σχολική χορωδία, αν και επέδειξε καλύτερη ικανότητα στο παίξιμο φλογέρας. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή ο Bowie ισχυρίστηκε ότι «άκουσε τον Θεό» όταν άκουσε για πρώτη φορά τους Little Richards, Elvis Presley και Fats Domino.
Ωστόσο, ο άνθρωπος που εισήγαγε τον Bowie στη τζαζ μουσική, ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του από τη μητέρα του, ο Terry Burns, γεγονός που τον οδήγησε στη συνέχεια στο να αρχίσει να παίζει σαξόφωνο. Ο Bowie λάτρευε το παίξιμο του John Coltrane και όταν η μητέρα του του αγόρασε το πρώτο του σαξόφωνο το 1961, ο Bowie άρχισε να κάνει μαθήματα με τον Ronnie Ross.
Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 15 ετών ο Bowie σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα, εξακολουθώντας να χρησιμοποιεί το όνομα David (ή Davy) Jones. Οι Konrads έπαιζαν ροκ εν ρολ μουσική σε γάμους και τοπικές εκδηλώσεις, ενώ μέλος του γκρουπ ήταν και ο παιδικός φίλος του Bowie, George Underwood. Η πρώτη εμπειρία του Bowie να παίζει με άλλους μουσικούς οδήγησε στην επιθυμία του να γίνει μεγάλος αστέρας της ποπ.
Η μεγαλομανία του τον οδήγησε να εγκαταλείψει τους Konrads, καθώς είχε απογοητευτεί από την έλλειψη των μουσικών τους ικανοτήτων, πιστεύοντας σαφώς στο δικό του ταλέντο. Ο ανερχόμενος μουσικός μπήκε τότε σε ένα νέο συγκρότημα με την ονομασία The King Bees και ζήτησε από τον μεγαλοεπενδυτή πλυντηρίων ρούχων John Bloom να «κάνει ό,τι είχε κάνει ο Brian Epstein για τους Beatles». Ο Bloom, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε.
Παρόλα αυτά, ο Bowie κυκλοφόρησε το ντεμπούτο single του “Liza Jane” υπό την ονομασία Davie Jones and The King Bees, αλλά και πάλι κατέληξε σε εμπορική απογοήτευση. Μετά από τις συνεχιζόμενες απογοητεύσεις που είχε με τους The King Bees και το κόλλημά τους στο να διασκευάζουν Howlin’ Wolf, ο Bowie εγκατέλειψε το συγκρότημα για να ενταχθεί σε ένα άλλο, τους Manish Boys. Ωστόσο, το single τους, μια διασκευή του “I Pity The Fool” του Bobby Bland, ήταν εξίσου απογοητευτικό και ο Bowie εγκατέλειψε και πάλι το πλοίο, αυτή τη φορά για να μπει στους Lower Third. Η θητεία του με τους Lower Third ήταν σχετικά μεγαλύτερη σε σχέση με τις προηγούμενες μπάντες του, παρόλο που το single τους, με την μοιραία ονομασία You’ve Got a Habit of Leaving, δεν είχε καλύτερη τύχη από τις προσπάθειες του τραγουδιστή με τους Konrads και τους King Bees.
Όταν ο Ralph Horton άρχισε να μανατζάρει τον Bowie, έπαιξε ζωτικό ρόλο στη μετάβασή του σε σόλο καλλιτέχνη. Περίπου εκείνη την εποχή – γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960 – ο Bowie βαρέθηκε το όνομα Davy Jones και υιοθέτησε το παρατσούκλι με το οποίο όλοι τον ξέρουμε και τον αγαπάμε σήμερα: David Bowie. Πήρε το όνομα από τον Αμερικανό εφευρέτη ενός διάσημου μαχαιριού, τον James Bowie.
Ο Bowie ήταν ακόμα με τους Lower Third το 1966 όταν το single τους Can’t Help Thinking About Me, καθώς για άλλη μια φορά απέτυχε στα charts, αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Bowie με το συγκρότημα, και για λίγο εντάχθηκε σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Buzz για να κυκλοφορήσει δύο singles με τίτλο Do Anything You Say και I Dig Everything. Ο Bowie την ίδια περίοδο έπαιξε επίσης με ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Riot Squad περίπου.
Ήρθε το 1967 και ο Bowie κυκλοφόρησε το πρώτο του single ως σόλο καλλιτέχνης, μια σημαντική στιγμή στην καριέρα του. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, το single του The Laughing Gnome, απέτυχε να μπει στα charts. Σίγουρα σε αυτό το σημείο, ο Bowie πρέπει να είχε απογοητευτεί πλήρως από τη μουσική βιομηχανία και πιθανότατα σκεφτόταν να ασχοληθεί με μια διαφορετική δουλειά.
Παρόλα αυτά, αργότερα εκείνη τη χρονιά κατάφερε να ηχογραφήσει και να κυκλοφορήσει το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ του, το οποίο αποτέλεσε την τελευταία του κυκλοφορία για δύο χρόνια. Προς το τέλος του 1968, ο Bowie άρχισε να παίζει σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Feather, στο οποίο το τρίο συνδύαζε μουσική φολκ, ποίηση και παντομίμα. Αλλά ήταν το 1969 που όλη η σκληρή δουλειά της δεκαετίας του 1960 απέδωσε καρπούς, καθώς στις 11 Ιουλίου του ίδιου έτους κυκλοφόρησε το single Space Oddity, το οποίο θα σηματοδοτούσε την αρχή της φαντασμαγορικής του καριέρας, όπως την ξέρουμε σήμερα.
Ενώ ο Bowie πρέπει να ήταν στο τσακ να τα παρατήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης καριέρας του, αυτή του έδωσε δύο σημαντικά μαθήματα. Το πρώτο ήταν να μην τα παρατάς ποτέ ούτε να αφήνεις τους άλλους να εμποδίζουν την επιθυμία και το όραμά σου. Το δεύτερο ήταν να πέφτεις με τα μούτρα σε όποια ευκαιρία σου παρουσιαστεί. Αυτά τα μαθήματα αποδείχθηκαν καθοριστικά για τη μελλοντική καριέρα του Bowie: διαρκώς μεταλλασσόμενος και αιώνιος οραματιστής.