«Και όμως, θα ‘ναι ψέμα να πω πως μου λείπετε, είναι η πιο τέλεια, η πιο αλγεινή μαγεία, είσαστε εδώ όσο κι εγώ, και περισσότερο. Όπου είμαι είσαστε όσο κι εγώ, και περισσότερο».
Φραντς Κάφκα, «Γράμματα στη Μίλενα», μετάφραση: Τέα Ανεμογιάννη, εκδ. Κέδρος.
Αυτά είναι κάποια από τα λόγια που ο Κάφκα αφιέρωνε, δια αλληλογραφίας, στη Μιλένα Γιεσένσκα, μια από τις ερωμένες του, ίσως η πιο αγαπημένη απ’ όλες και η παραλήπτης των περίφημων «Επιστολών Στην Μιλένα», τις οποίες πολλοί μελετητές του θεωρούν ως εξαιρετικά σημαντικές σχετικά με τη σχέση τους.
Σε αντίθεση με άλλες κοπέλες που αποτελούσαν την εκάστοτε συντροφιά του, η Μιλένα δεν ήταν Εβραία. Ήταν εγγεγραμμένη στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχίας, αλλά το 1936 την απέβαλαν από αυτό εξαιτίας των τροτσκικών της ιδεών.
Μετά την Γερμανική κατοχή εισήλθε στην Τσεχοσλοβακική Αντίσταση, συνελήφθη από την Γκεστάπο το 1939 και τον Οκτώβριο του επόμενου έτους μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, στο Μεκλενμπουργκ.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων εκείνων που την γνώρισαν, ήταν μια γυναίκα με εξαιρετική ζωντάνια, ευφυής, γενναιόδωρη, αγωνιστική και προικισμένη με μια γοητεία που κανείς από τους δεσμοφύλακες της δεν ήταν σε θέση να υποτάξει.
Έφτασε στο Ράβενσμπρουκ ήδη άρρωστη αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να βοηθήσει τους υπόλοιπους κρατούμενους μέσα από την εργασία της στο ιατρείο του στρατοπέδου, στο οποίο της είχαν αναθέσει να δουλεύει.
Όταν τον χειμώνα του ’43-44 η υγεία της επιδεινώθηκε, δεν εγκατέλειψε τους προστατευόμενους της και εκμυστηρεύτηκε στην βιογραφία της ότι το έκανε για να μην καταλήξει στα κρεματόρια ή σε κάποιο χειρουργικό κρεβάτι και να εξοντωθεί με θανατηφόρο ένεση.
Ο επίσημος γιατρός των Ες-Ες με μια κίνηση καλοσύνης αποφάσισε να την πάρει από εκεί που ήταν και να την μεταφέρει σε μια θέση μέσα σε ένα χειρουργείο. Η Μιλένα όχι μόνο ξεπέρασε την αρρώστια, αλλά πήρε και τα πάνω της.
Ωστόσο, πέθανε στις 17 Μαΐου 1944.
Είναι να αναρωτιέται κανείς αν όλες αυτές τις τελευταίες μέρες πριν έρθει ο θάνατος, αυτές τις έσχατες ώρες, πέρασε από το νου της η σκέψη του ότι η ίδια πέθανε λίγες ημέρες μετά στην εικοστή επέτειο του θανάτου του Κάφκα.
Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος ήταν 35 κι αυτή 24 και ήταν παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη μέσα σε έναν γάμο που μετρούσε ήδη δυο παιδιά. Ήταν δημοσιογράφος αλλά ήθελε να γίνει συγγραφέας.
Στα τέλη του 1919 άρχισε να ενδιαφέρεται για τα πρώτα έργα του Κάφκα και του είχε ζητήσει την άδεια να μεταφράσει ένα από αυτά, τον «Θερμαστή», από τα γερμανικά στα τσεχοσλοβάκικα.
Κάφκα και Μιλένα την άνοιξη του 1920
Ο Κάφκα και η Μίλενα συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε έναν λογοτεχνικό κύκλο στην Πράγα, την άνοιξη του 1920.
Στην αρχή η σχέση τους ήταν αυστηρά επαγγελματική, αλλά με τον καιρό η σχέση τους έγινε πιο προσωπική.
Ως ζευγάρι είχαν πολλές διαφορές μεταξύ τους: εκείνος ήταν μελαγχολικός, ακατάλληλος για συνύπαρξη, ενώ εκείνη ήταν γενναιόδωρη, κοινωνική και γεμάτη ζωντάνια.
Αρχικά, ο Κάφκα είχε προσπαθήσει να δείξει μια φυσιολογική εικόνα στα μάτια της Μίλενα. Σύντομα, όμως, θα της πει ρητά: «Είμαι διανοητικά ανάπηρος, ψυχικά ασθενής. Αν μπλέξεις μαζί μου, θα βυθιστείς στην άβυσσο».
Εκείνη τον αγνόησε.
Οι πραγματικές συναντήσεις τους κατά τη διάρκεια της σχέσης τους ήταν ελάχιστες: τέσσερις μέρες, από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 3 Ιουλίου 1920, στη Βιέννη και τα προάστια του Βίνερ Βαλντ και μερικές ακόμη σποραδικές συναντήσεις στην Πράγα.
Όλα τα υπόλοιπα ήταν λέξεις, οι αινιγματικές, βασανιστικές και τρομερές λέξεις ενός ανθρώπου που διαρκώς απέφευγε την ευτυχία και την ζωή.
«Φοβάμαι, φοβάμαι και ψάχνω ένα έπιπλο κάτω από το οποίο μπορώ να κρυφτώ και να προσευχηθώ τρεμάμενος επειδή εσύ που μπήκες τόσο ξαφνικά σε αυτό το γράμμα, μπορείς να πετάξεις εκ νέου από το παράθυρο και δεν μπορώ να κρατήσω μια τέτοια καταιγίδα μέσα στο σπίτι μου», της γράφει.
Δυστυχώς μαζί με τα γράμματα του Κάφκα στην Μιλένα, δεν διασώθηκαν τα αντίστοιχα της Μιλένα στον Κάφκα.
Ο Μαξ Μπροντ, στην καλύτερη βιογραφία του Κάφκα, δημοσίευσε μόνο εκείνες τις επιστολές που η Μιλένα έστειλε στον Φραντς μεταξύ του 1920 και του 1924 επί τη ευκαιρία της κοινής τους φιλίας.
Ήταν σελίδες οριακά… παράξενες, από τις οποίες προέκυπταν οι στιγμιαίες περιγραφές ενός βασανισμένου ανθρώπου που η ίδια αποκαλούσε ή και προσφωνούσε στις επιστολές της ως «Φράνκ».
Ο θαυμασμός και το έλεος της γι’ αυτόν συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, όταν έγραφε για τον Κάφκα ότι: «Η ζωή είναι γι’ αυτόν κάτι πολύ περίπλοκο σε σχέση με αυτό που πιστεύουν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Χρήματα, αξιώματα, ήταν γι’αυτόν παράδοξα αινίγματα μπροστά στα οποία δεν είχε την ίδια στάση που είχαν οι άλλοι. Ναι, ο κόσμος αυτός ήταν και παρέμεινε αινιγματικός για τον ίδιο. […] Γι’αυτό το λόγο και είχε απορρίψει όλα αυτά τα αντικείμενα τα οποία για εμάς έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Ήταν σαν ένας άνθρωπος γυμνός ενώπιον άλλων ντυμένων».
«Αυτό που θεωρείται ως η ανωμαλία του Φραντς είναι αυτό ακριβώς που θεωρείται και η σημαντικότερη αρετή του ως ατόμου. Πιστεύω όμως ότι όλοι εμείς, όλος ο κόσμος και όλοι οι άνθρωποι, είμαστε άρρωστοι και μόνο αυτός ήταν υγιής, μόνο αυτός ένιωθε και υπέφερε δικαιολογημένα», σημείωνε εμφατικά η ερωτευμένη Μιλένα.
«Αν είχα καταφέρει να πάω μαζί του, θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος μαζί μου. Αλλά κάτι τέτοιο το ξέρω μόνο σήμερα. Ήμουν μια κοινή γυναίκα, μια γυναίκα όπως όλες οι υπόλοιπες του κόσμου, μια μικρή γυναίκα με ένστικτα. Από εκεί πήγαζε το άγχος του. Η αγωνία του αυτή ήταν δικαιολογημένη», κατέληγε η ίδια.
Η φτωχή, ηρωική Μιλένα.
Η οποία τα είχε καταλάβει και τα είχε προαισθανθεί όλα -και τα είχε γράψει μάλιστα μέχρι και στον Μαξ Μπροντ εκείνον τον Αύγουστο του 1920: «Ο Φραντς δεν έχει την ικανότητα να ζήσει. Ο Φραντς δεν θα τα καταφέρει. Θα πεθάνει σύντομα…».
Οι άλλες γυναίκες της ζωής του Κάφκα
Η πρώτη και ίσως η πιο σημαντική ήταν η Φελίτσε Μπάουερ, από το Βερολίνο, επίσης Εβραία σαν τον ίδιο. Γνωρίστηκαν το 1912 και υπήρξε η επίσημη αρραβωνιαστικιά του συγγραφέα. Ανέπτυξε και με αυτήν μια «επιστολική» σχέση, η οποία έληξε το 1917.
Το 1919 αρραβωνιάστηκε με την Τζούλι Βόρισεκ, κόρη εβραίων εργατών με τσεχικη καταγωγή, αλλά η σχέση τους διήρκεσε μόλις λίγους μήνες.
Το 1920 γνώρισε την Μιλένα, ενώ η τελευταία γυναίκα του ήταν η Ντόρα Ντυμάντ, η μόνη με την οποία ο Κάφκα είχε μια πραγματική σχέση: ζούσαν μαζί στο Βερολίνο και κάνανε σχέδια να παντρευτούνε, σχέδια τα οποία ματαιώθηκαν με τον θάνατο του συγγραφέα τον Ιούνιο του 1924.
«Και παρ’ όλα αυτά σκέφτομαι καμιά φορά: αν μπορεί να πεθάνει κανείς από ευτυχία, αυτό πρέπει να συμβεί σε μένα. Και αν ένας άνθρωπος προορισμένος να πεθάνει, μπορεί να μείνει στη ζωή από ευτυχία, τότε θα μείνω στη ζωή»…