Η βραχνή, επαναστατική φωνή του Joe Strummer και η κοφτή ρυθμική του κιθάρα ήταν στο επίκεντρο των Clash, του συγκροτήματος που έπαιζε πανκ ροκ έχοντας στο μυαλό του έναν κόσμο με προβλήματα και εξεγέρσεις. «Αν δεν σκέφτεσαι τον άνθρωπο, τον Θεό και τον νόμο, τότε δεν σκέφτεσαι τίποτα», δήλωσε ο Strummer σε μια συνέντευξή του το 1988.
Με πολιτικούς στίχους, εμπνευσμένους από την πάλη των τάξεων και τα συνεχή κρούσματα φυλετικών διακρίσεων στην Μεγάλη Βρετανία, ο Joe Strummer ήταν ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικός του πανκ. «Όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όσων έχουν αρκετά χρήματα για να την αγοράσουν», λέει σε ένα σημείο το τραγούδι “White Riot”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1977, σηματοδοτώντας την παρουσία των The Clash στο μουσικό στερέωμα.
Σε τραγούδια των Clash, όπως το “White Riot” και το “London Calling”, ο Strummer και ο συνθέτης του, Mick Jones, συνέδεσαν την ατομική οργή του πανκ με τη μαζική εξέγερση, που πυροδοτούνταν από τις εντάσεις της τάξης, της φυλής και της καταπίεσης. Στις αρχές της καριέρας των Clash, το συγκρότημα εμβάθυνε στην τζαμαϊκανή reggae, κι ακόμα όταν η μπάντα διαλύθηκε το 1986, ο Strummer με το συγκρότημά του Mescaleros, συνέχισε να συγχωνεύει το punk με άλλα έθνικ στοιχεία.
Ο Joe Strummer, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν John Graham Mellor, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Ως παιδί έζησε στην Αίγυπτο, το Μεξικό και τη Δυτική Γερμανία πριν πάει σε οικοτροφείο στην Αγγλία -επισκέφθηκε τους γονείς του σε αποστολές στο Ιράν και στο Μαλάουι. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ ως έφηβος σύχναζε στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Οι μουσικές του επιρροές ανιχνεύονται σε πέραν του Ατλαντικού μουσικούς και συγκροτήματα, όπως ο Little Richard, οι The Beach Boys και ο Woody Guthrie. Για λίγα χρόνια υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γούντι Μέλορ, προτού καταλήξει αυτοσαρκαζόμενος στο Joe Strummer (Strummer στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που παίζει ατέχνως ένα μουσικό όργανο), ενθυμούμενος το πόσο άτσαλα έπαιζε το γιουκαλίλι ως πλανόδιος μουσικός.
Φοίτησε στο Central School of Art and Design του Λονδίνου, το οποίο όμως εγκατέλειψε. Έζησε ως καταληψίας, με περιστασιακές δουλειές ως νεκροθάφτης και μεταφορέας σκουπιδιών, και κέρδισε το καλλιτεχνικό του όνομα παίζοντας κιθάρα στο μετρό, εμπνευσμένος από τον Woody Guthrie.
Το 1974, ο Strummer δημιούργησε τους 101ers, παίζοντας ροκ με επιρροές από τη soul σε διάφορες pub του Λονδίνου- το συγκρότημα κυκλοφόρησε δύο σινγκλ, τα “Keys to Your Heart” και “Sweet Revenge”. Αλλά ακούγοντας τους Sex Pistols στράφηκε στο punk rock.
Το 1976, ενώθηκε με τον Jones στην κιθάρα, τον Paul Simonon στο μπάσο και τον Terry Chimes, γνωστό και ως Tory Crimes, στα ντραμς- όλοι τους είχαν συμμετάσχει σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν London SS. Ονόμασαν το νέο τους συγκρότημα Clash λόγω του ότι η λέξη αυτή υπήρχε σε πολλούς τίτλους εφημερίδων.
Οι Clash περιόδευσαν ως opening act για τους Sex Pistols, οι οποίοι είχαν ήδη γίνει πασίγνωστοι για τα μηδενιστικά τραγούδια τους, και τα δύο συγκροτήματα έγιναν ακρογωνιαίοι λίθοι του βρετανικού πανκ ροκ. Όμως η συμπεριφορά τους ήταν τόσο διαφορετική, όσο και η μουσική τους, ιδιαίτερα αφότου ο Topper Headon αντικατέστησε τον Mr Chimes στα ντραμς.
Εκεί που οι Sex Pistols επέμεναν ότι δεν υπήρχε «κανένα μέλλον», οι Clash πόνταραν στο μέλλον. Τα τραγούδια τους στρέφονταν εναντίον της απάθειας, της αδυναμίας, της αστυνομικής βίας, της αμερικανικής πολιτιστικής κυριαρχίας και των κάθε είδους ποζεράδων. «Νομίζετε ότι είναι αστείο να μετατρέπετε την εξέγερση σε χρήμα», τραγούδησε ο Strummer στο “White Man in Hammersmith Palais” το 1977. Μαζί με τον γρήγορο θόρυβο που οι Sex Pistols και οι Clash έμαθαν από τους Ramones, οι Clash αντλούσαν επίσης στοιχεία από τη reggae τόσο ως μήνυμα της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς όσο και ως μουσική εξερεύνηση.
Ο ήχος των Clash ήταν λιγότερο αντισυμβατικός από αυτόν των Sex Pistols, και οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες αφού μιλάμε για τις δύο πιο γνωστές punk rock μπάντες της Βρετανίας εκείνη την εποχή. Οι πρώτοι ήταν μελωδικοί, οι δεύτεροι εκρηκτικοί, οι πρώτοι είχαν επιρροές από dub και ήχους της Καραϊβικής, οι δεύτεροι ήταν φασαριόζοι και άτεχνοι νέοι. Ο σκοπός ήταν ο ίδιος, να προκαλέσουν τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό, τα μέσα όμως διέφεραν. Η μουσική των Clash ενθάρρυνε και προώθησε την υιοθέτηση ενός «κοινού σκοπού» μεταξύ της λευκής νεολαίας της εργατικής τάξης, των μαύρων και των μεταναστών. Αγκάλιασαν τη dub και reggae στη μουσική τους, και ενσωμάτωσαν ακόμη και τον πρώιμο ήχο ραπ όταν το hip-hop ήταν ακόμα στα γεννοφάσκια του. Το punk ήταν ένας συμβολικός τόπος που παρείχε στον Strummer το τέλειο χωνευτήρι ήχων και εμπειριών, τσαμπουκά, βιτριολικού χιούμορ, προώθηση της μουσικής των καταπιεσμένων που έμεναν στη σκιά στο αυστηρό περιβάλλον των ’70 που πάσχιζε να συνέλθει από τα ανέμελα ‘60s.
Το punk του επέτρεψε να μετατραπεί από εργαζόμενος μουσικός σε ήρωας της εργατικής τάξης, αυτός που μιλάει εκ μέρους της και εκφράζει τις ανησυχίες της. Ήδη από τη νεαρή του ηλικία ο Strummer ήταν θετικά διακείμενος προς τον διεθνισμό και τις ανοικτές πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η αυτοκτονία του αδερφού του τον επηρέασε σημαντικά, καθώς και η γενικότερη αποξένωσή του από την οικογένεια και η στροφή στο ναζισμό και το Εθνικό Μέτωπο της Αγγλίας. Ο Strummer συνεργαζόταν τακτικά με πολιτικές οργανώσεις και δήλωνε την εναντίωση του στην αστυνομική βία, τον ρατσισμό, την καταπίεση και το μιλιταρισμό, κομβικούς άξονες της θατσερικής διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το «London Calling» είναι άμεσα συνυφασμένο με τους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία, ενώ το «Sadinista!» είναι αφιερωμένο στους επαναστάτες που ανέτρεψαν τον δικτάτορα Anastasio Somoza Debayle στη Νικαράγουα. Μαζί με τους Clash συμμετείχε στην Anti-Nazi League και στο Rock Against Racism, ενώ υποστήριξαν τις δράσεις της αναρχικής οργάνωσης Class War, διοργανώνοντας ζωντανές εμφανίσεις διαμαρτυρίας.
Από το 1977 έως το 1982, οι Clash βρίσκονταν στην πρωτοπορία του punk, έναν όρο που τα μέλη τους έφτασαν να απορρίπτουν. Οι Clash έβγαλαν τραγούδια όπως το “I’m So Bored with the U.S.A.” και το “Safe European Home” και ανακάτεψαν το ροκ με τη reggae και τη ska, και ηχογράφησαν με τον Τζαμαϊκανό παραγωγό Lee Scratch Perry.
Το πρώτο άλμπουμ των Clash, “The Clash”, το 1977 έφτασε στο Top 20 στην Αγγλία. Όμως η αμερικανική εταιρεία τους, η Epic, αποφάσισε να μην το κυκλοφορήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες- αντίθετα, έγινε ένα εισαγόμενο μπεστ σέλερ. Η πρώτη αμερικανική κυκλοφορία των Clash ήταν ένα EP, “Cost of Living”, που περιλάμβανε ένα remake του “I Fought the Law”, και ακολούθησε το δεύτερο άλμπουμ τους, “Give `Em Enough Rope” το 1978. Τόσο το “The Clash” όσο και το “London Calling” κυκλοφόρησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979, όταν το συγκρότημα πραγματοποίησε τις πρώτες του περιοδείες στην Αμερική.
Το “London Calling“, ένα διπλό άλμπουμ, διεύρυνε περαιτέρω τη μουσική των Clash, με ύμνους όπως το “Death or Glory” με reggae και rockabilly ηχοχρώματα, και το πρώτο αμερικανικό hit single των Clash, το “Train in Vain (Stand by Me)”, το οποίο είχε γράψει ο Jones. Το “Rude Boy”, μια ταινία του 1980 για έναν πάνκη, παρουσίαζε τους Clash σε συναυλίες και στα παρασκήνια. Το άλμπουμ των Clash του 1981, “Sandinista!“, ήταν ένα εκτεταμένο, φιλόδοξο σετ τριών LP που πειραματίστηκε με gospel, funk, mock-Motown, dub reggae, ένα βαλς, ηχητικά κολάζ και πολλά άλλα- για το οποίο η μπάντα πάλεψε με την εταιρεία της για να κρατήσει την τιμή χαμηλότερη από τα διπλών άλμπουμ που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Το “Combat Rock“, του 1982, περιελάμβανε τόσο μια εμφάνιση του ποιητή Allen Ginsberg όσο και τη μεγαλύτερη επιτυχία των Clash: “Rock the Casbah”, γραμμένο από τον Headon. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ωστόσο, ο Headon απολύθηκε από το συγκρότημα λόγω του ότι έκανε χρήση ηρωίνης. Η μπάντα κατακερματίστηκε περαιτέρω, καθώς οι Strummer και Simonon εκτόπισαν τον Jones, και μετά από ένα τελευταίο άλμπουμ το 1985, οι Clash διαλύθηκαν.
Ο Joe Strummer συνέχισε μια πολυμορφική σόλο καριέρα. Έγραψε το “Love Kills“, το soundtrack της ταινίας “Sid and Nancy” (για τον Sid Vicious των Sex Pistols), και εμφανίστηκε στις ταινίες “Straight to Hell” του 1986, “Mystery Train” του 1988, “Walker” του 1989, “I Hired a Contract Killer” του 1990 και “Super 8 Stories” του 2001. Έγραψε τη μουσική για τα soundtrack των ταινιών “Permanent Record” (με ένα συγκρότημά που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τους Latino Rockabilly War), “Walker” και “Grosse Point Blank”. Ήταν οικοδεσπότης της ραδιοφωνικής εκπομπής “London Calling” για το BBC World Service.
Ο Strummer εμφανίστηκε στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος του Jones, Big Audio Dynamite, και τραγούδησε με τους Pogues, οι οποίοι ανακάτεψαν την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική με το πανκ.
Το 1989 κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, το “Earthquake Weather” και το 1999 άρχισε να ηχογραφεί και να περιοδεύει ως frontman των Mescaleros, οι οποίοι έκαναν ζογκλερικά με λατινικά, αφρικανικά, ιρλανδικά, ινδικά, αραβικά και χιπ-χοπ στοιχεία μαζί με πανκ και ρέγκε. Το συγκρότημα δημιούργησε δύο άλμπουμ, το “Global a Go-Go” και το “Rock Art and the X-Ray Style”. Ο Strummer είχε επίσης γράψει ένα τραγούδι, το “48864”, με τον Bono των U2 και τον Dave Stewart των Eurythmics προς τιμήν του Nelson Mandela για μια φιλανθρωπική συναυλία κατά του AIDS που θα γινόταν στις 2 Φεβρουαρίου στο Robben Island, όπου ο Mandela ήταν φυλακισμένος. Στις 30 Νοεμβρίου 2001, εμφανίσθηκαν ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο κλειστό του Σπόρτινγκ.
Ο Joe Strummer πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μπλούμφιλντ της νοτιοδυτικής Αγγλίας στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ο θάνατός του συνέβη σε μια περίοδο που τα πρώην μέλη των «The Clash» συζητούσαν την επανασύνδεσή τους. Το επόμενο έτος, οι Clash εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall of Fame. Βέβαια η κληρονομιά του Joe Strummer είναι χαραγμένη στην ιστορία, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη. Υπήρξε η πολιτική μηχανή του συγκροτήματος, που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε το στοιχείο της πολιτικής στους Clash. Όπως δήλωσε και ο Bob Geldof, «Η κληρονομιά του Joe Strummer δεν πρόκειται να χαθεί», «ποτέ!», θα συμπληρώσω εγώ.
Ο Strummer έκανε τον τρόπο ζωής του συμβατό με τους αγώνες των λαών κι αυτό τον καθιστά έναν από τους τελευταίους rock θρύλους.
So leave me now the moon is up
But remember all the tales I tell
Τηe memories that you have dredged up
Are on letters forwarded from hell.
☞︎ Διαβάστε ακόμα: Όταν η αναρχία «πουλάει»: Τα 10 πιο επιτυχημένα πανκ άλμπουμ όλων των εποχών
Η βραχνή, επαναστατική φωνή του Joe Strummer και η κοφτή ρυθμική του κιθάρα ήταν στο επίκεντρο των Clash, του συγκροτήματος που έπαιζε πανκ ροκ έχοντας στο μυαλό του έναν κόσμο με προβλήματα και εξεγέρσεις. «Αν δεν σκέφτεσαι τον άνθρωπο, τον Θεό και τον νόμο, τότε δεν σκέφτεσαι τίποτα», δήλωσε ο Strummer σε μια συνέντευξή του το 1988.
Με πολιτικούς στίχους, εμπνευσμένους από την πάλη των τάξεων και τα συνεχή κρούσματα φυλετικών διακρίσεων στην Μεγάλη Βρετανία, ο Joe Strummer ήταν ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικός του πανκ. «Όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όσων έχουν αρκετά χρήματα για να την αγοράσουν», λέει σε ένα σημείο το τραγούδι “White Riot”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1977, σηματοδοτώντας την παρουσία των The Clash στο μουσικό στερέωμα.
Σε τραγούδια των Clash, όπως το “White Riot” και το “London Calling”, ο Strummer και ο συνθέτης του, Mick Jones, συνέδεσαν την ατομική οργή του πανκ με τη μαζική εξέγερση, που πυροδοτούνταν από τις εντάσεις της τάξης, της φυλής και της καταπίεσης. Στις αρχές της καριέρας των Clash, το συγκρότημα εμβάθυνε στην τζαμαϊκανή reggae, κι ακόμα όταν η μπάντα διαλύθηκε το 1986, ο Strummer με το συγκρότημά του Mescaleros, συνέχισε να συγχωνεύει το punk με άλλα έθνικ στοιχεία.
Ο Joe Strummer, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν John Graham Mellor, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Ως παιδί έζησε στην Αίγυπτο, το Μεξικό και τη Δυτική Γερμανία πριν πάει σε οικοτροφείο στην Αγγλία -επισκέφθηκε τους γονείς του σε αποστολές στο Ιράν και στο Μαλάουι. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ ως έφηβος σύχναζε στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Οι μουσικές του επιρροές ανιχνεύονται σε πέραν του Ατλαντικού μουσικούς και συγκροτήματα, όπως ο Little Richard, οι The Beach Boys και ο Woody Guthrie. Για λίγα χρόνια υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γούντι Μέλορ, προτού καταλήξει αυτοσαρκαζόμενος στο Joe Strummer (Strummer στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που παίζει ατέχνως ένα μουσικό όργανο), ενθυμούμενος το πόσο άτσαλα έπαιζε το γιουκαλίλι ως πλανόδιος μουσικός.
Φοίτησε στο Central School of Art and Design του Λονδίνου, το οποίο όμως εγκατέλειψε. Έζησε ως καταληψίας, με περιστασιακές δουλειές ως νεκροθάφτης και μεταφορέας σκουπιδιών, και κέρδισε το καλλιτεχνικό του όνομα παίζοντας κιθάρα στο μετρό, εμπνευσμένος από τον Woody Guthrie.
Το 1974, ο Strummer δημιούργησε τους 101ers, παίζοντας ροκ με επιρροές από τη soul σε διάφορες pub του Λονδίνου- το συγκρότημα κυκλοφόρησε δύο σινγκλ, τα “Keys to Your Heart” και “Sweet Revenge”. Αλλά ακούγοντας τους Sex Pistols στράφηκε στο punk rock.
Το 1976, ενώθηκε με τον Jones στην κιθάρα, τον Paul Simonon στο μπάσο και τον Terry Chimes, γνωστό και ως Tory Crimes, στα ντραμς- όλοι τους είχαν συμμετάσχει σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν London SS. Ονόμασαν το νέο τους συγκρότημα Clash λόγω του ότι η λέξη αυτή υπήρχε σε πολλούς τίτλους εφημερίδων.
Οι Clash περιόδευσαν ως opening act για τους Sex Pistols, οι οποίοι είχαν ήδη γίνει πασίγνωστοι για τα μηδενιστικά τραγούδια τους, και τα δύο συγκροτήματα έγιναν ακρογωνιαίοι λίθοι του βρετανικού πανκ ροκ. Όμως η συμπεριφορά τους ήταν τόσο διαφορετική, όσο και η μουσική τους, ιδιαίτερα αφότου ο Topper Headon αντικατέστησε τον Mr Chimes στα ντραμς.
Εκεί που οι Sex Pistols επέμεναν ότι δεν υπήρχε «κανένα μέλλον», οι Clash πόνταραν στο μέλλον. Τα τραγούδια τους στρέφονταν εναντίον της απάθειας, της αδυναμίας, της αστυνομικής βίας, της αμερικανικής πολιτιστικής κυριαρχίας και των κάθε είδους ποζεράδων. «Νομίζετε ότι είναι αστείο να μετατρέπετε την εξέγερση σε χρήμα», τραγούδησε ο Strummer στο “White Man in Hammersmith Palais” το 1977. Μαζί με τον γρήγορο θόρυβο που οι Sex Pistols και οι Clash έμαθαν από τους Ramones, οι Clash αντλούσαν επίσης στοιχεία από τη reggae τόσο ως μήνυμα της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς όσο και ως μουσική εξερεύνηση.
Ο ήχος των Clash ήταν λιγότερο αντισυμβατικός από αυτόν των Sex Pistols, και οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες αφού μιλάμε για τις δύο πιο γνωστές punk rock μπάντες της Βρετανίας εκείνη την εποχή. Οι πρώτοι ήταν μελωδικοί, οι δεύτεροι εκρηκτικοί, οι πρώτοι είχαν επιρροές από dub και ήχους της Καραϊβικής, οι δεύτεροι ήταν φασαριόζοι και άτεχνοι νέοι. Ο σκοπός ήταν ο ίδιος, να προκαλέσουν τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό, τα μέσα όμως διέφεραν. Η μουσική των Clash ενθάρρυνε και προώθησε την υιοθέτηση ενός «κοινού σκοπού» μεταξύ της λευκής νεολαίας της εργατικής τάξης, των μαύρων και των μεταναστών. Αγκάλιασαν τη dub και reggae στη μουσική τους, και ενσωμάτωσαν ακόμη και τον πρώιμο ήχο ραπ όταν το hip-hop ήταν ακόμα στα γεννοφάσκια του. Το punk ήταν ένας συμβολικός τόπος που παρείχε στον Strummer το τέλειο χωνευτήρι ήχων και εμπειριών, τσαμπουκά, βιτριολικού χιούμορ, προώθηση της μουσικής των καταπιεσμένων που έμεναν στη σκιά στο αυστηρό περιβάλλον των ’70 που πάσχιζε να συνέλθει από τα ανέμελα ‘60s.
Το punk του επέτρεψε να μετατραπεί από εργαζόμενος μουσικός σε ήρωας της εργατικής τάξης, αυτός που μιλάει εκ μέρους της και εκφράζει τις ανησυχίες της. Ήδη από τη νεαρή του ηλικία ο Strummer ήταν θετικά διακείμενος προς τον διεθνισμό και τις ανοικτές πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η αυτοκτονία του αδερφού του τον επηρέασε σημαντικά, καθώς και η γενικότερη αποξένωσή του από την οικογένεια και η στροφή στο ναζισμό και το Εθνικό Μέτωπο της Αγγλίας. Ο Strummer συνεργαζόταν τακτικά με πολιτικές οργανώσεις και δήλωνε την εναντίωση του στην αστυνομική βία, τον ρατσισμό, την καταπίεση και το μιλιταρισμό, κομβικούς άξονες της θατσερικής διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το «London Calling» είναι άμεσα συνυφασμένο με τους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία, ενώ το «Sadinista!» είναι αφιερωμένο στους επαναστάτες που ανέτρεψαν τον δικτάτορα Anastasio Somoza Debayle στη Νικαράγουα. Μαζί με τους Clash συμμετείχε στην Anti-Nazi League και στο Rock Against Racism, ενώ υποστήριξαν τις δράσεις της αναρχικής οργάνωσης Class War, διοργανώνοντας ζωντανές εμφανίσεις διαμαρτυρίας.
Από το 1977 έως το 1982, οι Clash βρίσκονταν στην πρωτοπορία του punk, έναν όρο που τα μέλη τους έφτασαν να απορρίπτουν. Οι Clash έβγαλαν τραγούδια όπως το “I’m So Bored with the U.S.A.” και το “Safe European Home” και ανακάτεψαν το ροκ με τη reggae και τη ska, και ηχογράφησαν με τον Τζαμαϊκανό παραγωγό Lee Scratch Perry.
Το πρώτο άλμπουμ των Clash, “The Clash”, το 1977 έφτασε στο Top 20 στην Αγγλία. Όμως η αμερικανική εταιρεία τους, η Epic, αποφάσισε να μην το κυκλοφορήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες- αντίθετα, έγινε ένα εισαγόμενο μπεστ σέλερ. Η πρώτη αμερικανική κυκλοφορία των Clash ήταν ένα EP, “Cost of Living”, που περιλάμβανε ένα remake του “I Fought the Law”, και ακολούθησε το δεύτερο άλμπουμ τους, “Give `Em Enough Rope” το 1978. Τόσο το “The Clash” όσο και το “London Calling” κυκλοφόρησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979, όταν το συγκρότημα πραγματοποίησε τις πρώτες του περιοδείες στην Αμερική.
Το “London Calling“, ένα διπλό άλμπουμ, διεύρυνε περαιτέρω τη μουσική των Clash, με ύμνους όπως το “Death or Glory” με reggae και rockabilly ηχοχρώματα, και το πρώτο αμερικανικό hit single των Clash, το “Train in Vain (Stand by Me)”, το οποίο είχε γράψει ο Jones. Το “Rude Boy”, μια ταινία του 1980 για έναν πάνκη, παρουσίαζε τους Clash σε συναυλίες και στα παρασκήνια. Το άλμπουμ των Clash του 1981, “Sandinista!“, ήταν ένα εκτεταμένο, φιλόδοξο σετ τριών LP που πειραματίστηκε με gospel, funk, mock-Motown, dub reggae, ένα βαλς, ηχητικά κολάζ και πολλά άλλα- για το οποίο η μπάντα πάλεψε με την εταιρεία της για να κρατήσει την τιμή χαμηλότερη από τα διπλών άλμπουμ που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Το “Combat Rock“, του 1982, περιελάμβανε τόσο μια εμφάνιση του ποιητή Allen Ginsberg όσο και τη μεγαλύτερη επιτυχία των Clash: “Rock the Casbah”, γραμμένο από τον Headon. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ωστόσο, ο Headon απολύθηκε από το συγκρότημα λόγω του ότι έκανε χρήση ηρωίνης. Η μπάντα κατακερματίστηκε περαιτέρω, καθώς οι Strummer και Simonon εκτόπισαν τον Jones, και μετά από ένα τελευταίο άλμπουμ το 1985, οι Clash διαλύθηκαν.
Ο Joe Strummer συνέχισε μια πολυμορφική σόλο καριέρα. Έγραψε το “Love Kills“, το soundtrack της ταινίας “Sid and Nancy” (για τον Sid Vicious των Sex Pistols), και εμφανίστηκε στις ταινίες “Straight to Hell” του 1986, “Mystery Train” του 1988, “Walker” του 1989, “I Hired a Contract Killer” του 1990 και “Super 8 Stories” του 2001. Έγραψε τη μουσική για τα soundtrack των ταινιών “Permanent Record” (με ένα συγκρότημά που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τους Latino Rockabilly War), “Walker” και “Grosse Point Blank”. Ήταν οικοδεσπότης της ραδιοφωνικής εκπομπής “London Calling” για το BBC World Service.
Ο Strummer εμφανίστηκε στο δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος του Jones, Big Audio Dynamite, και τραγούδησε με τους Pogues, οι οποίοι ανακάτεψαν την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική με το πανκ.
Το 1989 κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, το “Earthquake Weather” και το 1999 άρχισε να ηχογραφεί και να περιοδεύει ως frontman των Mescaleros, οι οποίοι έκαναν ζογκλερικά με λατινικά, αφρικανικά, ιρλανδικά, ινδικά, αραβικά και χιπ-χοπ στοιχεία μαζί με πανκ και ρέγκε. Το συγκρότημα δημιούργησε δύο άλμπουμ, το “Global a Go-Go” και το “Rock Art and the X-Ray Style”. Ο Strummer είχε επίσης γράψει ένα τραγούδι, το “48864”, με τον Bono των U2 και τον Dave Stewart των Eurythmics προς τιμήν του Nelson Mandela για μια φιλανθρωπική συναυλία κατά του AIDS που θα γινόταν στις 2 Φεβρουαρίου στο Robben Island, όπου ο Mandela ήταν φυλακισμένος. Στις 30 Νοεμβρίου 2001, εμφανίσθηκαν ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο κλειστό του Σπόρτινγκ.
Ο Joe Strummer πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μπλούμφιλντ της νοτιοδυτικής Αγγλίας στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ο θάνατός του συνέβη σε μια περίοδο που τα πρώην μέλη των «The Clash» συζητούσαν την επανασύνδεσή τους. Το επόμενο έτος, οι Clash εντάχθηκαν στο Rock and Roll Hall of Fame. Βέβαια η κληρονομιά του Joe Strummer είναι χαραγμένη στην ιστορία, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη. Υπήρξε η πολιτική μηχανή του συγκροτήματος, που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε το στοιχείο της πολιτικής στους Clash. Όπως δήλωσε και ο Bob Geldof, «Η κληρονομιά του Joe Strummer δεν πρόκειται να χαθεί», «ποτέ!», θα συμπληρώσω εγώ.
Ο Strummer έκανε τον τρόπο ζωής του συμβατό με τους αγώνες των λαών κι αυτό τον καθιστά έναν από τους τελευταίους rock θρύλους.
So leave me now the moon is up
But remember all the tales I tell
Τηe memories that you have dredged up
Are on letters forwarded from hell.
☞︎ Διαβάστε ακόμα: Όταν η αναρχία «πουλάει»: Τα 10 πιο επιτυχημένα πανκ άλμπουμ όλων των εποχών