Οι παραδοσιακές μορφές πορνείας βαθμιαία εκτοπίζονται από την αγορά, τα φτηνά, μίζερα σεσημασμένα στέκια με το κόκκινο ή λευκό φως απ’ έξω που ζέχνουν γυναικείο ιδρώτα και αντρική βαρβατίλα αποτελούν μόλις ένα απειροελάχιστο ποσοστό μπρος στα πολυτελή ξενοδοχεία, τα ακριβά κέντρα διασκέδασης με τις κονσομασιόν κοπέλες, τα ινστιτούτα ‘μαλάξεων’ και τις υπηρεσίες συνοδών –πολυτελείας ή μη.

Η πορνεία δεν αποτελεί πλέον μόνο διέξοδο στις εμβρυακές ερωτικές ανάγκες των –νέων σε ηλικία- πελατών, ούτε αποτελεί ‘παραδείσιο πούλι’, όπως συνέβαινε μερικές δεκαετίες πριν. Σήμερα η πορνεία (σε όλες της τις μορφές) γίνεται από όλους: φοιτήτριες, χορεύτριες, μοντέλα, παρουσιάστριες. Και γίνεται παντού: σε καθώς πρέπει σπίτια, κυριλέ μαγαζιά, ακριβά ξενοδοχεία και, γενικότερα, μέρη υπεράνω πάσης υποψίας.

Την Μαρία Τ. [σ.σ: είναι το nom de guerre της αλλά και το πραγματικό της όνομα, το κοινό και καθημερινό του οποίου βολεύει και εμάς τους δημοσιογράφους, καθώς δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε ψευδώνυμο προκειμένου να την παρουσιάσουμε] τη γνώρισα τυχαία πριν από αρκετό καιρό, σε ένα σπιτικό πάρτι.

Η ανεπιτήδευτη κοψιά της και το απλό και καθόλου υπερ-εντυπωσιακό παρουσιαστικό της δεν με προδιάθετε για ό,τι θα μάθαινα αργότερα για την ίδια –και παρά το ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες και γνώμες των υπολοίπων παρευρισκομένων στο εν λόγω πάρτι, επρόκειτο απλά για ‘’την πιο σαγηνευτική κοπέλα στο χώρο, χωρίς να είναι απαραίτητα η πιο όμορφη ή σέξι’’.

Μορφωμένη (φοιτήτρια Φιλοσοφικής γαρ και μάλιστα… επί πτυχίω που λέμε), καλλιεργημένη (το καταλάβαινες αν μιλούσες έστω δέκα λεπτά μαζί της), με τρόπους, που ήξερε πώς να ‘σταθεί’ μέσα σε έναν οποιοδήποτε χώρο (από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι τα σκυλάδικα της πλατείας Βικτορίας), χωρίς να ενοχλεί για το παραμικρό με την διακριτική παρουσία της.

Την 23χρονη Μαρία την ξαναείδα λίγες εβδομάδες μετά. Και μέσα σε ένα υποφωτισμένο μπαράκι στην πλατεία Καρύτση μού εξομολογήθηκε ανοιχτά αυτό για το οποίο είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας να βρεθούμε και να συζητήσουμε, με την απαραίτητη συμβολή ενός τρίτου διαμεσολαβητή (για την απαραίτηση διασφάλιση και εγγύηση των σωστών επικοινωνιών): δηλαδή την κοινή μας φίλη, την Δέσποινα, την κοπέλα που διοργάνωσε το ανωτέρω πάρτι.

‘’Ισχύει αυτό που σου είπε η Δέσποινα. Είμαι συνοδός πολυτελείας για κυρίους’’, μου είπε ανάμεσα σε ένα σύννεφο από αντρικά χνώτα, γυναικείες σκιές και ατμούς από 30άρηδες που έκαναν vaping. Η μουσική σταμάτησε για λίγο μέσα στο μυαλό μου και άρχισα να τα βλέπω όλα γύρω μου σαν slow motion από ταινία του Τριφό.

Ήθελα τόσα πολλά να τη ρωτήσω («ρώτα, αρκεί να μην μου ζητήσεις να με φωτογραφήσεις. Δεν παίζει ούτε μια στο εκατομμύριο αυτό»).

Και, προς τιμήν της, όχι μόνο με άφησε να της τα ρωτήσω όλα αυτά, ικανοποιώντας την έμφυτη περιέργεια και την επίκτητη διερευνητικότητά μου, αλλά με άφησε και να τα δημοσιεύσω («περίμενε μερικά χρόνια και γράψ’ τα. Εγώ θα έχω αποχωρήσει από την φάση αυτή όταν το κάνεις»).

‘’Η πορνογραφία που βλέπεις γύρω σου αποτελεί συχνά το πρώτο βήμα προς την πορνεία. Όταν έχεις τηλεοπτικούς σταθμούς, internet και εφημερίδες με πολυάριθμες ερωτικές αγγελίες στις πίσω σελίδες τους να έχουν γίνει “κράχτες” των σωματεμπόρων και την τηλεόραση, τη μουσική και το σινεμά να είναι περισσότερο αποκαλυπτικά από ποτέ, τότε καταλαβαίνεις ότι κάτι αλλάζει στην κοινωνία μας. Δεν σου λέω ότι “δεν πάει καλά” αλλά σίγουρα αλλάζει’’, μου λέει πίνοντας βότκα μαρτίνι.

Αν είναι έτσι όμως, για ποιο λόγο μια κοπέλα σαν τη Μαρία να αρχίσει να κάνει τη δουλειά αυτή;’Έρχομαι από επαρχιακή πόλη, όχι βέβαια κανά χωριό. Μεγάλη πόλη, σαν τη Πάτρα ας πούμε σε πληθυσμό. Το γεγονός ότι οι γονείς μου εδώ και χρόνια παλεύουν να μου δώσουν το καλύτερο, αγνοώντας τις προσωπικές τους ανάγκες, εμένα με κάνει να νιώθω τουλάχιστον υπόχρεη απέναντι τους’’.

Η Μαρία χωρίς αμφιβολία είχε ισχυρό μέσα της το ένστικτο της αυτοσυντήρησης: δεν καταδεχόταν να της πληρώνει κανείς το νοίκι και τις τακτικές της επισκέψεις στο Hondos Center ή στα Zara.

Διπλή ζωή, διπλές έγνοιες

Γελάει όταν το θέμα έρχεται στην οικογένεια, τους φίλους ή το αγόρι της. Οι γονείς της ασφαλώς και δεν γνωρίζουν τίποτα, οι φίλοι της εννοείται πως όχι γιατί θα της έκοβαν την καλημέρα.

Μόνο μια κολλητή της στην ιδιαίτερη πατρίδα της ξέρει όλη την αλήθεια, αλλά κι αυτή δεν δείχνει να πολυκαταλαβαίνει. Βγαίνει με ένα παιδί αυτές τις ημέρες και υπάρχει μια ερωτική χημεία μεταξύ τους, αλλά ξέρει καλά ότι, αν μπει σε κανονική σχέση μαζί του θα πρέπει κάποια στιγμή να του αποκαλύψει την πραγματικότητα.

‘’Πως δικαιολογούμαι από τη μάνα μου και τον πατέρα μου όταν λείπω τόσες ώρες, ε; Αυτό το έλυσα αγοράζοντας ένα δεύτερο κινητό. Όταν δουλεύω, κλείνω το ένα κι ανοίγω το άλλο. Το θέμα είναι τι θα κάνω αν θέλω να έχω μια κανονική σχέση με τον Γ. και κάποια στιγμή θα πρέπει να του πω τι συμβαίνει. Με το προηγούμενο αγόρι μου αναγκαζόμουν να λέω συνέχεια ψέματα και στο τέλος έφτασα σε ένα σημείο που δεν θυμόμουν τι του είχα πει και τα μπέρδευα και αποφάσισα και του είπα την αλήθεια. Εννοείται ότι με χώρισε.’’

Μετά το τρίτο ποτό, το τοπίο γύρω μου έχει ξεκαθαρίσει από ατμούς και η Μαρία μού έχει επιβεβαιώσει, από την εμπειρία της, κάποιες βασικές αλήθειες της ανδρικής ψυχοσύνθεσης:

Νο1: ένας άντρας ποτέ – μα ποτέ όμως – δεν θα πει ‘όχι’ στο συναίσθημα του σεξουαλικού πάθους.

Νο2: Ένας άντρας θα ρισκάρει το πτυχίο του, τη δουλειά του, την επαγγελματική του καταξίωση, τη γυναίκα που λατρεύει, ίσως και τη ζωή του, μόνο για μια στιγμή ερωτικού πάθους με μια άγνωστη.

«Και μια συνοδός, μια πόρνη ή ένα call girl είναι ουσιαστικά μια δημιουργία αυτού του πάθους του, δημιούργημα ενός άντρα», τονίζει και προσθέτει εμφατικά:

‘’Εσείς οι άνδρες είστε σκλάβοι των ορμονών σας”.

Το κύκλωμα των συνοδών πολυτελείας

Η επόμενη ώρα καταναλώνεται στο να μου αναφέρει ονόματα γνωστών κοριτσιών από το χώρο της τηλεόρασης, του εγχώριου κινηματογράφου και του μόντελινγκ που κάνουν ό,τι κάνει και αυτή κάτω από την επίφαση μιας παράδοξης ‘νομιμότητας’: ‘’Όταν κινείσαι σε αυτούς τους κύκλους, ξέρεις καλά πόσο διαβρωμένο είναι το κύκλωμα συνοδών που υπάρχει. Ασφαλώς και υπάρχουν τα γραφεία συνοδών που λειτουργούν κάτω από συνθήκες απόλυτα νόμιμες. Το θέμα είναι ποιος βρίσκεται πίσω από παρόμοια γραφεία. Προσωπικά ξέρω ότι μια γνωστή κυρία του Κολωνακίου εκδίδει η ίδια μια σειρά από μοντέλα, κρατώντας το 25% για την τσέπη της. Το πελατολόγιο της εν λόγω μαντάμ αποτελείται από γνωστούς επιχειρηματίες, πολυδιαβασμένους συγγραφείς, ολυμπιονίκες αθλητές, προβεβλημένους καλλιτέχνες και φυσικά πλοιοκτήτες και εφοπλιστές οι οποίοι πληρώνουν πάνω από 1000 ευρώ την ώρα για ένα διωράκι με μια από τις κοπέλες της’’.

Η ίδια παραδέχεται ότι δεν βρίσκεται στην κορυφή της λίστας και της πυραμίδας των συνοδών: ‘’Όπως βλέπεις κι ο ίδιος, μπορεί να είμαι άκρως εμφανίσιμη, αλλά δεν είμαι δα και καμιά θεά. Να σου πέσει το σαγόνι στο πάτωμα δηλαδή. Οχι’’.

Η ίδια δεν έχει μάνατζερ, ούτε κάποιον εν είδη νταβατζή στον οποίο να δίνει λογαριασμό –κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι μια συνειδητή απόφαση της ίδιας, παρόλο που ξέρει ότι με το να είσαι μέρος ενός ευρύτερου κυκλώματος διαθέτεις καλύτερη ασφάλεια και δεν κινδυνεύεις να πάθεις τίποτα από κανέναν ανώμαλο που θα βγάλει τα βίτσια του πάνω σου.

‘’Στην αρχή ξεκίνησα με το ‘μιλητό’ σε δυο-τρεις απόλυτα έμπιστους πελάτες. Μετά το πράγμα κύλησε σε φάση word of mouth και τώρα έχω φτάσει να αριθμώ περί τα 15 άτομα σταθερή πελατεία. Για να πάρω έναν καινούργιο πελάτη, πρέπει να έχω πάρει συστάσεις από κάποιον άλλο, μόνιμο και έμπιστο πελάτη μου. Αυτή τη στιγμή ο ένας από αυτούς είναι ένας πολύ γνωστός ποδοσφαιριστής. Θα μπορούσα να σου πω και ποιος είναι, αλλά είναι τόσο καλός μαζί μου που είναι κρίμα να τον καταστρέψω’’.

Πάμε και στο… καυτό ζήτημα, αυτό της ταρίφας. Οι τιμές που ‘παίζουν’ στην αγορά των συνοδών είναι ακόμη – και παρά την οικονομική κρίση – υψηλές: η 1 ώρα κοστίζει 350-400€, οι 2 ώρες 500-600€, και κάθε ώρα που προστίθεται η συνοδός μπορεί να χρεώσει μέχρι και 100-150€.

‘’Σε περίπτωση που θελήσει να περάσει μια ολόκληρη νύχτα μαζί μου, θα μου ‘σκάσει’ 850-900€, για ένα Σαββατοκύριακο εκτός Αθηνών ενάμισι χιλιάρικο και σε περίπτωση που με πάρει ταξίδι μαζί του στο εξωτερικό, θα πρέπει να μου πληρώσει όλα τα έξοδα μου συν άλλα 3000 στα χέρια. Και σκέψου ότι εγώ είμαι κοντά στη βάση της ‘πυραμίδας’. Δηλαδή δεν είμαι ούτε η πιο καλά δικτυωμένη, ούτε έχω μάνατζερ να μου κάνει τα ‘κονέ’ και να βγαίνω με εφοπλιστές. Είμαι ο μέσος όρος σε μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά μεσαία μεγέθη κι αριθμούς διαθέτει’’, μου λέει αφοπλιστικά (και καθόλου εφοπλιστικά).

Αντίστροφα, η ασφάλεια – δηλαδή μια αναγκαία συνθήκη όταν κάνεις ένα τέτοιο επάγγελμα – συχνά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα προς όφελος της προσωπικής της ανεξαρτησίας.

Η Μαρία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει μαζί της και έναν άνθρωπο σε στυλ ‘φουσκωτό’ που θα την ακολουθεί στα ραντεβού της, από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που η ίδια το επιθυμεί: ‘’είναι καλό να ξέρει ο πελάτης ότι, όταν νοικιάζει μια συνοδό για να του κρατήσει συντροφιά, υπάρχει πάντα κάποιος πίσω να την περιμένει. Στη δική μου περίπτωση είμαι αναγκασμένη να κάνω κάθε εβδομάδα μαθήματα αυτοάμυνας και να κυκλοφορώ με αναισθητικό σπρέι στην τσάντα μου σε περίπτωση που κάποιος μου βγει… ζωηρούλης. Αν και, με τον κύκλο πελατών που έχει μια συνοδός όπως εγώ, αυτό συμβαίνει σπάνια. Οι περισσότεροι άντρες είναι ματσωμένοι και γνωστοί ο καθένας στον χώρο που κινείται επαγγελματικά, άρα δεν ‘τους παίρνει’ να κάνουν μια λάθος κίνηση. Εκεί που είναι σίγουροι ότι μπορούν να εκδηλωθούν είναι πάνω στο κρεβάτι. Εκεί έχουν δει τα μάτια μου πολλά: άλλοι μου λένε να ντυθώ γαλλίδα καμαριέρα, γερμανίδα γκουβερνάντα, αεροσυνοδός, να φοράω πέτσινα, στολή αστυνομικού ή να φέρω μαζί μου μαστίγια. Πάλι καλά που έχω φίλη από τη Θεατρολογία και μπορεί και με προμηθεύει τακτικά με όλα τα απαραίτητα outfit’’.

Ο παράγοντας «απόρριψη» σε μια διπλή ζωή

Την ίδια στιγμή, όπως επιτάσσει και ο άγραφος νόμος του βραδύνου της métier, στο επάγγελμα αυτό δεν χωράει απόρριψη (ή, έστω, χωράει πολύ σπάνια). Δεν μπορεί, παρά ελάχιστες φορές, να πει όχι σε έναν πελάτη. Όχι ότι δεν την ‘παίρνει’ να το κάνει, αλλά έχει την πολυτέλεια να βάζει η ίδια όρια στο πελατολόγιό της.

‘’Αν, μετά το δείπνο, με πάνε σε ένα δωμάτιο και αρχίζουν να σνιφάρουν κοκαΐνη ή να βαράνε ενέσεις, εννοείται ότι θα σηκωθώ και θα φύγω, χωρίς καν να διεκδικήσω τα χρήματα μου. Προσωπικά όμως δεν μου έχει τύχει κάτι τέτοιο. Ευτυχώς είμαι τυχερή που οι δικοί μου πελάτες είναι όλοι φυσιολογικοί άνθρωποι –αν και όλοι τους είναι παντρεμένοι.’’

Στο δικό της σύμπαν χωράνε όλοι: επιχειρηματίες, δικηγόροι, επιστήμονες, στελέχη υπουργείων, αθλητές. Όλοι αυτοί, σύμφωνα με την Μαρία έχουν κάτι κοινό: ‘’είναι άτομα με περιορισμένο ελεύθερο χρόνο – ελέω δουλειάς – και μειωμένες ώρες – ελέω οικογένειας, ενδεχομένως – που μπορούν να αφιερώσουν στον εαυτό τους, για ένα ποτό σε ένα μπαράκι. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό από μόνο του αναχαιτίζει όποια περίπτωση υπάρχει να γνωρίσουν μια κοπέλα, να τη φλερτάρουν και να συνάψουν ένα φυσιολογικό δεσμό μαζί της. Θέλουν έρωτα, αγάπη και σεξ, χωρίς όμως την διαδικασία που προηγείται. Δεν έχουν χρόνο να ‘κάνουν καμάκι’, γι’ αυτό κι επιλέγουν μια ερωτική δραστηριότητα που να αποκλείει το προκαταρκτικό μέρος μιας γνωριμίας.’’

Τη ρωτώ για ποιο λόγο ένας άντρας να περάσει τη βραδιά του με μια συνοδό πολυτελείας;

‘’Οι λόγοι είναι πολλοί: ξεκινάνε από την ανάγκη για απλή παρέα (χωρίς τα σεξουαλικά παρελκόμενα) και φτάνουν μέχρι εκεί που φαντάζεσαι. Μου έχουν τύχει περιπτώσεις που ο πελάτης είναι ένας 40άρης με οικογένεια στα πρόθυρα της διάλυσης λόγω διαζυγίου, που το μόνο που ζήτησε από μένα ήταν να τον συνοδέψω σε μια σημαντική δεξίωση για τη δουλειά του. Μετά το πέρας της βραδιάς, μου έδωσε τα συμφωνημένα συν ένα μικρό tip και με άφησε έξω από το σπίτι μου χωρίς να περάσουμε την… καθιερωμένη βόλτα από το ξενοδοχείο που βρισκόταν δίπλα. Μια άλλη φορά, είχε ανέβει από το Ηράκλειο της Κρήτης ένας 50άρης γιατρός για ένα συνέδριο. Με έβγαλε έξω για δείπνο και καταλήξαμε να μιλάμε μέχρι τις 6 το πρωί για τον ίδιο, την οικογένεια του και την καταπιεστική γυναίκα του. Δεν μας θεωρούν όλοι ένα κομμάτι κρέας’’.

Δεν είναι τυχαίο, μού επισημαίνει, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών της είναι παντρεμένοι. ‘’Βάζοντας μια κανονική ερωμένη στη ζωή τους υπάρχει πάντοτε κίνδυνος να το μάθει η γυναίκα τους και να γίνουν ρεζίλι σε γνωστούς και φίλους. Οπότε με μένα νιώθουν ασφαλείς.’’

Οι περισσότεροι από τους πελάτες της, λέει, είναι καταπιεσμένοι σεξουαλικά από την σύντροφο τους ή έχουν βαρεθεί το σεξ μετά από δέκα και παραπάνω συναπτά έτη συμβίωσης μεταξύ τους. Είναι απολύτως λογικό ότι μαζί της δεν θα κάνουν στο κρεβάτι σχεδόν τίποτα απ’ ότι με τη γυναίκα τους. Με την συνοδό θα δοκιμάσουν πιο kinky πράγματα.

‘’Πριν ένα μήνα περίπου είχα πάει με γνωστό επιχειρηματία ο οποίος επέμενε να ντυθεί ο ίδιος μωρό κι εγώ να κάνω την τροφό του. Φεύγοντας που εξομολογήθηκε ότι με τη γυναίκα του δεν θα μπορούσε ποτέ όχι μόνο να πραγματοποιήσει αυτή του την φαντασίωση, αλλά η ίδια αρνιόταν ακόμη και να του κάνει πίπα. Άλλος, δημοσιογράφος σε κανάλι, ήθελε να τον ντύσω γυναίκα και να τον διατάζω. Μου πήρε δυο ώρες να τον βάψω’’.

Ειρήσθω εν παρόδω, θεωρεί το Βιάγκρα ως τη μεγαλύτερη σύγχρονη εφεύρεση (‘’σου εγγυώμαι ότι εξαιτίας του εν λόγω χαπιού έχω κερδίσει περισσότερα χρήματα απ’ ότι η φαρμακοβιομηχανία που το βγάζει’’) και, παρόλο που δεν συμφωνεί με την τακτική αυτή, παραδέχεται ότι το ‘παιχνίδι’ έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, την βολεύει πολύ ως ‘επαγγελματία’ του χώρου.

Η συνοδός που «υποφέρει» και άλλοι μύθοι

Οι μύθοι είναι για να καταρρίπτονται και τα πρόσωπα για να απομυθοποιούνται. Και η Μαρία μπαίνει στον κόπο να μας διαλύσει και την παραμικρή υποψία γύρω από τις συνθήκες του επαγγέλματος της.

‘’Κάποιοι θεωρούν πως η συνοδός δεν νιώθει καμία απολύτως ηδονή όταν κάνει έρωτα με τον πελάτη της, αλλά απλά προσποιείται ώστε να τον διεγείρει. Ψέμα. Μπορεί το χρηματικό όφελος να είναι ο Νο1 παράγοντας που με ωθεί να κάνω ό,τι κάνω, αλλά πιστεύεις ότι μια οποιαδήποτε γυναίκα θα άντεχε παρά πολύ να κάνει έρωτα κάθε μέρα με διαφορετικό άντρα, αν δεν της άρεσε η ίδια η διαδικασία του σεξ; Έχουν υπάρξουν φορές που ειλικρινά έχω περάσει υπέροχα με τον πελάτη μου. Προσωπικά μου αρέσει πολύ το σεξ και το διασκεδάζω αφάνταστα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει στιγμές που ευχόμουν να μην ήμουν καν πάνω στο κρεβάτι, αλλά σπίτι και να μελετούσα για ένα μάθημα’’, παραδέχεται ευθαρσώς.

Ο μύθος της ‘’δυστυχισμένης πόρνης’’ που έχει δώσει έμπνευση για μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες και τραγούδια δυστυχώς, προσαρμοσμένος στα δεδομένα των ‘00s, κατά την ίδια δεν ισχύει. Και όταν τη ρωτάω αν της έχει τύχει ποτέ κάποιος πελάτης της να τη καψουρευτεί τόσο πολύ ώστε να προσπαθήσει… ‘’να τη σώσει’’ που λέμε, η Μαρία θυμάται το εξής: ‘’Πριν ένα χρόνο περίπου, ένας 35άρης γυμναστής από τη Λάρισα που εργαζόταν στα ΤΕΦΑΑ ήταν τόσο πολύ ερωτευμένος μαζί μου που με έπαιρνε τηλέφωνο ακόμη και ώρες που είχα δουλειά, ρωτούσε για την πορεία των μαθημάτων μου στο πανεπιστήμιο και μου είχε εξομολογηθεί ότι θα ήθελε να με πάρει μαζί του στη Λάρισα, να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια. Και επειδή από το βλέμμα σου καταλαβαίνω την επόμενη ερώτηση, ναι, θα το ήθελα κι εγώ αυτό, απλά θα ευχόμουν να τον είχα γνωρίσει μερικά χρόνια αργότερα, κοντά στα 30 μου, όταν και θα θεωρούσα τον εαυτό μου περισσότερο έτοιμο να κάνω οικογένεια’’.

Τι εικόνα έχει, εντέλει, η ίδια για τον εαυτό της;

‘’Δεν θεωρώ τον εαυτό μου πόρνη. Είμαι συνοδός, ήτοι ο πελάτης μπορεί να επιλέξει να με πάει μετά σε ένα ξενοδοχείο για τα καθέκαστα ή όχι. Δεν ‘κάθομαι’ σε όλους, ούτε είναι αυτός ο αρχικός μου στόχος. Κρυμμένη πίσω από την πρωινή μου ενασχόληση και δουλεύοντας μόνη, εξασφαλίζω την ανωνυμία μου ενώ όποτε θελήσω μπορώ να αποχωρήσω από τη βραδινή μου εργασία’’. Το μοναδικό μειονέκτημα που έχουν οι ‘συνοδοί’ σε αντίθεση με τις συμβατικές πόρνες είναι ότι επειδή οι τελευταίες ελέγχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα θεωρούνται ‘δηλωμένες’, άρα υγιείς. Εμείς, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουμε σε κανένα κιτάπι κανενός Υπουργείου, πρέπει να κάνουμε από μόνες μας κάθε χρόνο εξετάσεις για το AIDS και παρόλο που παίρνω τόσο αντισυλληπτικά, όσο κι αρνούμαι να κάνω σεξ με πελάτη που δεν θα χρησιμοποιήσει προφυλακτικό, οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και πρέπει να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα’’.

Περιμένοντας να τη βάλω σε ένα ταξί για να φύγει, τη ρωτάω αν έχει σκεφτεί τι θα κάνει με όλα αυτά τα χρήματα που έχει βγάλει: ‘’Ούτως η άλλως στέλνω ένα πολύ μικρό πόσο στην οικογένεια μου. Τους έχω πει ότι δουλεύω σε ένα μπαράκι. Υπολογίζω να τα παρατήσω μετά από ένα, το πολύ δυο χρόνια. Σκέφτομαι με τα χρήματα αυτά να ανοίξω το δικό μου φροντιστήριο και να διδάσκω Ιστορία, Αρχαία και Έκθεση. Θέλω πολύ να ασχοληθώ με τα παιδιά. Το κολάι το έχω πάρει άλλωστε: κάθε άντρας με τον οποίο έχω κάνει σεξ, έκρυβε μέσα του ένα παιδί’’.