Ο πόλεμος αποτελεί μία επέκταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς – η οποία ακολουθώντας το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Rousseau εξαρτάται και επηρεάζεται από την κοινωνία στην οποία ανήκει. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μία ατελείωτη σειρά πολέμων που διακόπτονται από μικρές ή μεγάλες ειρηνικές περιόδους.
Την άνοιξη του 1931, το Institute for Intellectual Cooperation (Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας) που υπαγόταν στην Κοινωνία των Εθνών, ζητούσε από κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής να συζητήσουν θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος σε ανοιχτές επιστολές. Το καλοκαίρι του 1932,προσκάλεσε τον διάσημο φυσικό Albert Einstein σε μια διεπιστημονική ανταλλαγή ιδεών σε ένα φλέγον διαχρονικά κοινωνικό ζήτημα με έναν στοχαστή της επιλογής του. Εκείνος επέλεξε τον Sigmund Freud, (6 Μαΐου 1856 – 23 Σεπτεμβρίου 1939), τον οποίο είχε συναντήσει το 1927 και του οποίου το έργο, αν και ήταν δύσπιστος απέναντι στην ψυχανάλυση, είχε αρχίσει να θαυμάζει.
Κορυφαίος ανθρωπιστής της εποχής του ο Einstein επέλεξε ως θέμα της αλληλογραφίας, την εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και τους τρόποι αποφυγής του πολέμου για τις επόμενες γενιές. Ακολούθησε μια σειρά επιστολών, στις οποίες συζητούσαν τις αφηρημένες γενικότητες της ανθρώπινης φύσης και τα πιθανά συγκεκριμένα βήματα για τη μείωση της βίας στον κόσμο.
Γιατί πόλεμος; Ρωτάει ο Einstein και απαντάει ο Freud.
Πότσδαμ, 30 Ιουλίου 1932,
«Αγαπητέ, κύριε Freud, η πρόταση που μου έγινε από την Κοινωνία ίων Εθνών και από το Διεθνές Ινστιτούτο πνευματικής συνεργασίας, του Παρισιού, να καλέσω δηλαδή ένα πρόσωπο της αρεσκείας μου σε μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, με θέμα ένα οποιοδήποτε πρόβλημα από μένα διαλεγμένο, μου προσφέρει την καλοδεχούμενη ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας, αντιμετωπίζοντας μια ερώτηση, η οποία φαίνεται στην σημερινή κατάσταση του κόσμου, η πιο επείγουσα απ’ όλες όσες αντιμετωπίζει ο πολιτισμός: Υπάρχει τρόπος να ελευθερωθούν οι άνθρωποι από το κακό πεπρωμένο του πολέμου;
… Ξέρω ότι στα γραπτά σας μπορούμε να βρούμε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτηματικά που μας δημιουργεί αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα επείγον και αναπόφευκτο. Θα ήταν, λοιπόν, πάρα πολύ χρήσιμο για όλους εμάς, αν εσείς ασχολούσασταν με το πρόβλημα της παγκόσμιας ειρήνης, σύμφωνα με το πνεύμα των πρόσφατων ανακαλύψεων σας, επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας δείξει το δρόμο για καινούργιους και αξιόλογους τρόπους ενεργειών.
Με πολλή εγκαρδιότητα, δικός σας, Αλμπερτ Αϊνστάιν. »
Σχεδόν 100 χρόνια μετά, η ερώτηση αυτή είναι δυστυχώς επίκαιρη, και θα είναι σε κάθε εποχή, σε κάθε χρονική στιγμή όσο υπάρχουν άνθρωποι στη Γη.
Τι είναι πόλεμος; Είναι κάτι που υπακούει στις εσωτερικές αρχέγονες παρορμήσεις του ανθρώπου ή είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει οδηγήσει σήμερα στην ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, την αύξηση της κυριαρχίας και επιρροής; Ο πόλεμος υπάρχει από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος και σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης καθώς «ο σημερινός άνθρωπος είναι από ψυχική άποψη μια άρρηκτη συνέχεια του αρχέγονου ανθρώπου, τον οποίο φέρει κρυφά και ενδόμυχα μέσα του και στον οποίο επιστρέφει φανερά κάθε φορά που αποβάλλει τον μανδύα του πολιτισμού”. “Τοτέμ και Ταμπού” Freud.
«Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, ρυθμίζονται με την βία. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί μέρος». Απαντά στον Einstein.
Ο ίδιος άλλωστε είχε βιώσει τη φρικαλεότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και είχε μείνει άναυδος μπροστά στην πρόκληση απύθμενης βίας και στην κατάλυση κάθε φυσικού και ηθικού φραγμού. Οι παρατηρήσεις που έκανε με αφορμή τον ΑΠΠ είναι πάντα επίκαιρες και απαντούσαν στο γιατί οι λαοί δεν έχουν αποκλείσει τον πόλεμο ως το τελευταίο μέσο επίλυσης των διαφορών τους. Ο πόλεμος πέρασε από τόσα στάδια όσα είναι και τα κοινωνικά συστήματα. Αποτελεί μία εκδήλωση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και είναι η έκφραση των πιο αρχέγονων και σκοτεινών ενστίκτων που κατοικούν στα βάθη του ανθρώπινου ασυνείδητου.
Ανιχνεύοντας πώς ο πολιτισμός εξελίχθηκε από «ωμή βία ή βία που υποστηρίζεται από όπλα» σε νόμο, ο Freud υποστηρίζει ότι η κοινή ταυτότητα και η αίσθηση της κοινότητας είναι καλύτερο προπύργιο τάξης από τη βία:
«Η ωμή βία ξεπερνιέται με την συνένωση. Η συμμαχική ισχύς των διάσπαρτων μονάδων ενισχύει το δίκιο της ενάντια στον απομονωμένο γίγαντα. Έτσι, μπορούμε να ορίσουμε το «δικαίωμα» (δηλαδή το δίκαιο) ως τη δύναμη μιας κοινότητας. Ωστόσο, και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από βία, που επιτίθεται γρήγορα σε όποιο άτομο σταθεί στο δρόμο της, και χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους, ακολουθεί τους ίδιους στόχους, με μία μόνο διαφορά: είναι η κοινοτική, όχι η ατομική, βία που πετυχαίνει το δικό της.
Όμως, για τη μετάβαση από την ωμή βία στην κυριαρχία του δικαίου, πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη ψυχολογική συνθήκη. Η ένωση της πλειοψηφίας πρέπει να είναι σταθερή και διαρκής. Αν ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της είναι η ενόχληση κάποιου υπερφίαλου ατόμου και, μετά την πτώση του, διαλυθεί, δεν οδηγεί σε τίποτα».
Ο Feud προτείνει ουσιαστικά ότι υπάρχει μόνο ένας συγκεκριμένος τρόπος τερματισμού του πολέμου – η δημιουργία, με συναίνεση, ενός συγκεντρωτικού σώματος ελέγχου που επιλύει όλες αυτές τις συγκρούσεις συμφερόντων: «Έχω θέσει αυτό που μου φαίνεται πως είναι ο πυρήνας του ζητήματος: η καταστολή της ωμής βίας μέσω της μεταφοράς της εξουσίας σε έναν ευρύτερο συνασπισμό, ο οποίος βασίζεται στην κοινότητα των συναισθημάτων που συνδέει τα μέλη του».
Αλλά αυτό, επισημαίνει, είναι ευκολότερο στη θεωρία παρά στην πράξη, καθώς προϋποθέτει μια κοινότητα ίσων, ενώ οι περισσότερες ομάδες έχουν μια εγγενή ανισορροπία δύναμης μεταξύ των ατόμων, η οποία οδηγεί σε αναπόφευκτη σύγκρουση και απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες εκείνη την εποχή παρέμεναν -όπως και σήμερα- ανεκπλήρωτες.
«Σίγουρα όμως μια τέτοια ελπίδα είναι εντελώς ουτοπική, έτσι όπως έχουν τα πράγματα. Οι άλλες έμμεσες μέθοδοι αποτροπής του πολέμου είναι σίγουρα πιο εφικτές, αλλά δεν συνεπάγονται γρήγορα αποτελέσματα. Φέρνουν στο μυαλό μια άσχημη εικόνα μύλων που αλέθουν τόσο αργά που, πριν ετοιμαστεί το αλεύρι, οι άνθρωποι έχουν πεθάνει από την πείνα» γράφει σε μία επιστολή του ο Feud.
Παρά τη γενικά δυστοπική του διάθεση, ο Freud φροντίζει να επισημάνει ωστόσο γιατί η αναζήτηση του Einstein έχει νόημα:
«Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή του και ο πόλεμος καταστρέφει ζωές που ήταν γεμάτες υποσχέσεις. Εξαναγκάζει το άτομο σε καταστάσεις που ντροπιάζουν τον ανδρισμό του, υποχρεώνοντάς το να δολοφονήσει συνανθρώπους του, παρά τη θέλησή του. Καταστρέφει τις υλικές ανέσεις, τους καρπούς του ανθρώπινου μόχθου και πολλά άλλα. Επιπλέον, οι πόλεμοι, όπως διεξάγονται τώρα, δεν δίνουν κανένα περιθώριο για πράξεις ηρωισμού σύμφωνα με τα παλιά ιδανικά και, δεδομένης της υψηλής τελειότητας των σύγχρονων όπλων, ο πόλεμος σήμερα θα σήμαινε την απόλυτη εξόντωση ενός από τους μαχητές, αν όχι και των δύο. Αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο προφανές, που δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε γιατί η διεξαγωγή του πολέμου δεν απαγορεύεται με γενική συναίνεση».
Οι επιστολές καταλήγουν με τον Freud να υποστηρίζει πώς αν υπάρχει ένας τρόπος να μειωθεί η βία και ο πόλεμος αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τον πολιτισμό.
«Πόσο θα πρέπει να περιμένουν για να γίνουν και οι άλλοι ειρηνιστές; Δεν μπορούμε να το πούμε, ίσως όμως δεν πρόκειται για μια ουτοπιστική ελπίδα. Ποιους δρόμους θα ακολουθήσει ο άνθρωπος για να θέσει τέρμα στον πόλεμο, δρόμους έμμεσους ή άμεσους δεν μπορούμε να το κρίνουμε από τώρα. Στο μεταξύ μπορούμε να πούμε: όλο όσα βοηθούν την πολιτισμένη εξέλιξη, εργάζονται εναντίον του πολέμου.
Σας χαιρετώ εγκαρδίως και σας ζητώ συγγνώμην, αν οι παρατηρήσεις μου σας απογοήτευσαν».
Την ίδια περίοδο, ο Einstein συμμετείχε ενεργά στον διανοητικό ακτιβισμό της ειρήνης. Συνομιλούσε διαρκώς για διάφορα θέματα και αλληλογραφούσε με πολλούς εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Η πιο οδυνηρή του παρατήρηση – διαχρονική και πιο επίκαιρη από ποτέ – γράφτηκε τον Απρίλιο του 1932, ως συμβολή σε ένα συμπόσιο για την Ευρώπη και τον επερχόμενο -τότε- πόλεμο, και τυπώθηκε στο ρωσόφωνο περιοδικό Nord-Ost:
«Εφόσον όλες οι διεθνείς συγκρούσεις δεν υπόκεινται σε διαιτησία και η επιβολή των αποφάσεων που λαμβάνονται με διαιτησία δεν είναι εγγυημένη, και όσο η παραγωγή πολέμου δεν απαγορεύεται, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο ένας πόλεμος θα ακολουθεί τον άλλον. Αν ο πολιτισμός μας δεν αποκτήσει την ηθική δύναμη για να ξεπεράσει αυτό το κακό, είναι βέβαιο ότι θα μοιραστεί τη μοίρα των προηγούμενων πολιτισμών: την παρακμή και την πτώση».
Η ειρωνεία ήταν ότι η αλληλογραφία δημοσιεύτηκε μόλις το 1933 – αφού ο Χίτλερ, ο οποίος τελικά θα εξόριζε τόσο τον Αϊνστάιν όσο και τον Φρόυντ, ανέβηκε στην εξουσία – σε ένα λεπτό φυλλάδιο περιορισμένης έκδοσης με τίτλο «Γιατί πόλεμος;». Εκτυπώθηκαν μόνο 2.000 αντίτυπα της αγγλικής μετάφρασης, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ενός πολέμου που όχι απλά επιβεβαίωσε κάθε λέξη για την σκοτεινό αυτό αρχέγονο ένστικτο του ανθρώπου, αλλά αποτέλεσε τη μεγαλύτερη και πιο καταστροφική σύγκρουση στην ιστορία.