Την αναζητούσα από το 2015 τουλάχιστον για μία συνέντευξη.

Υποτίθεται πως δεν ήταν εύκολο, καθώς συνήθως όλες οι μεγάλες σταρ έχουν κάποιο παρατρεχάμενο δίπλα τους, ο οποίος «ελέγχει» και όποιον δημοσιογράφο ζητά επαφή μαζί τους. Τρίχες κατσαρές.

Στην περίπτωση της, τα πράγματα δεν ήταν τόσο δύσκολα, καθόλου θα έλεγα. Έτσι, όταν μια μέρα, στα τέλη του 2020, ο φίλος συνθέτης Στέφανος Κορκολής με ενημέρωσε πως μιλάει με τη φίλη του, Μαίρη Χρονοπούλου, του ζήτησα να με φέρει σε επαφή μαζί της.

Όλα έγιναν μέσα σε πέντε λεπτά. «Πες του να είναι αύριο στο σπίτι μου στις εφτά η ώρα» ήταν τα λόγια της Μαίρης, που μου μετέφερε ο Στέφανος. Θυμάμαι πως είχα τέτοια χαρά που θέλησα να παρακάμψω το ταξίδι μέχρι την Παιανία, διότι περί ταξιδιού επρόκειτο.

Δεν με ένοιαξαν καν τα πενήντα ευρώ που έδωσα για να πάρω ταξί, το οποίο με μια δυσκολία, ομολογουμένως, με άφησε ακριβώς απ’ έξω απ’ το κτήμα με το σπίτι της. Όσοι έχουν επισκεφτεί τη Χρονοπούλου, γνωρίζουν πως δυσκολεύεσαι να το βρεις την πρώτη φορά, έτσι απομονωμένο που είναι σαν ανεβαίνεις το βουνό της Παιανίας.

Με υποδέχτηκε η Λαμάρα, η οικιακή βοηθός της, η οποία με πέρασε στα ενδότερα, όπου με περίμενε εκείνη για το ραντεβού μας. Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα σοκ απ’ όλη τη θετική του πλευρά! Απέναντι μου είχα μια γυναίκα, που αν και ήταν 87 ετών, έδειχνε εξαιρετικά όμορφη και ελκυστική. Σαν να την είχε ξεχάσει ο χρόνος, κυριολεκτικά. Κι ας μη φορούσε τα φαντεζί κοστούμια της από τις ταινίες του Φίνου, αλλά ένα απλό ζευγάρι πιτζάμες.

Ευγενής και προσηνής απ’ την πρώτη στιγμή, ζήτησε από τη Λαμάρα να μας φέρει γλυκά και από ένα ποτό campari. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και – τι σύμπτωση – έπεφταν οι τίτλοι τέλους από το «Μια κυρία στα μπουζούκια» του Δαλιανίδη με εκείνη πρωταγωνίστρια. «Ω, ήμουν φρικτή στην ταινία αυτή» σχολίασε αρχικά.

Και λίγο μετά: «Ξεκινάμε»...Το κασετοφωνάκι μου κατέγραψε μία συνομιλία σχεδόν δύο ωρών, απ’ την οποία έμεινε εκτός κάθε life style ενδιαφέρον, αφού εστιάσαμε σε ορισμένα βαθύτερα θέματα για την ίδια και για την προσωπικότητα της.

Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που λίγες μέρες αργότερα, όταν η συνέντευξη θα αναπαραγόταν από τις κουτσομπολίστικες εκπομπές, μία παρουσιάστρια σχολίασε πως δεν…αντέχει τις στριφνές ερωτήσεις του δημοσιογράφου.

«Μεγάλη μας τιμή» σχολίασε με γέλια η ίδια η Χρονοπούλου, όταν είδε πρώτη τη συγκεκριμένη εκπομπή και μου τηλεφώνησε για να μου το πει. Ένα παράξενο πράγμα συνέβη μετά από εκείνη τη συνέντευξη – Μπεν Χουρ κατά κοινή ομολογία: Πάντα, όπως μου έλεγε η ίδια και το έλεγε και δημοσίως μέχρι τέλους, το τηλέφωνο της άρχισε να ξαναχτυπάει για συνεντεύξεις και προσκλήσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές.

Η Μαίρη Χρονοπούλου στα «Δειλινά» το 1971 μαζί με τη φίλη της, Ρένα Κουμιώτη. «Έφυγαν» με έξι μήνες διαφορά από τη ζωή.

Πίστευε πως με τη συνέντευξη μας είχε ανάψει ο σπινθήρας για την τελευταία αναλαμπή στην καριέρα της, πάνω που έλεγε πως ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν για μια σχεδόν 90χρονη παλιά σταρ ή, αν ενδιαφερόταν, θα ήταν μόνο για δακρύβρεχτους τίτλους εν είδει αναδρομής στα φοβερά ατυχήματα που την είχαν βρει από το 1999 και μετά.

Και δεν ήταν λίγα: Καθήλωση σε αναπηρικό αμαξίδιο, σοβαρά εγκαύματα και προχωρημένη ωχρά κηλίδα στα μάτια που έκαναν τρομερά δύσκολη όχι μόνο την καθημερινότητα της, αλλά και την επιβίωση της.

Παρόλα αυτά, η Μαίρη δεν το’χε βάλει κάτω. Ήθελε να ζήσει, να βλέπει τον ήλιο και να μιλάει με τους φίλους της, όσο κι αν – η αλήθεια αυτή ήταν – δεν γούσταρε καθόλου που είχε γεράσει και το ερωτικό στοιχείο απουσίαζε πια ολότελα απ’ τη ζωή της.

Πόσες φορές δεν την άκουσα από το τηλέφωνο, στις δύο και τρεις η ώρα τα χαράματα που μιλάγαμε, να μου λέει μ’ αυτή την ήρεμη φωνή της, απ’ τον τόνο της οποίας αντιλαμβανόσουν πόσο καλά ή κακά ήταν η υγεία της κάθε φορά: «Είμαι μια γριά, θέλω να πεθάνω! Δεν μου αρέσει, δεν μου αρέσω»…

Κι εγώ (φαντάζομαι όπως και οι άλλοι φίλοι της), την καθησυχάζαμε με τυπικότητες: «Έλα, βρε Μαίρη, εσένα σ’ έχει ξεχάσει ο χρόνος, δεν είσαι μια γυναίκα της ηλικίας σου». Άντε πες το αυτό τώρα σε μια σταρ, σε μια γυναίκα που υπήρξε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης και που οι έρωτες της (όχι τόσοι πολλοί, όπως η ίδια έλεγε) είχαν αφήσει εποχή!

Η φιλία μας διήρκεσε τρία χρόνια. Δεν υπήρχε ούτε καν η υπόνοια άνοιας για τη Μαίρη. Πάντα λέγαμε ενδιαφέροντα πράγματα από το τηλέφωνο και πάντα εντυπωσιαζόμουν από τη διαύγεια του πνεύματός της. Ανταλλάζαμε τρομερές ιστορίες από την τεράστια πορεία της στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

Ιστορίες με πρωταγωνιστές την ίδια δίπλα στον Ορέστη Μακρή, τη Σοφία Βέμπο («Στουρνάρα 288»), τον Νίκο Φώσκολο και τον Γιάννη Δαλιανίδη, τον Μίνωα Βολανάκη, που τον λάτρευε, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που μια φορά τόλμησε να τον χαστουκίσει για μια αδικία που της είχε κάνει στο φεστιβάλ των Κανών, την τρανς καλλιτέχνιδα και ακτιβίστρια Πάολα Ρεβενιώτη, τον αδικοχαμένο Κώστα Ταχτσή, τον Χατζιδάκι και τον Τσαρούχη, αλλά και τους «άντρες της ζωής της», τον Μάνο Κατράκη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Φαίδονα Γεωργίτση, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και πολλούς ακόμη συναδέλφους της.

Κι όταν καταλάβαινε πως μας απορροφούσε το παρελθόν, σταματούσε και μου έλεγε: «Σειρά σου τώρα. Πες μου καμιά ιστορία απ’ τους σημερινούς που συναναστρέφεσαι εσύ»…Διασκέδαζε πολύ και με τα ανέκδοτα που μου ζητούσε να της διαβάσω από το διαδίκτυο, μια κι η ίδια δυσκολευόταν να δει καθαρά την οθόνη του tablet της.

Ένα ανέκδοτο ειδικά με ήρωα κάποιον Γιαννατσούλια που χτυπούσε το θυροτηλέφωνο ενός τύπου, ζητώντας την κόρη του, την έκανε να ξεκαρδίζεται και να μου ζητάει να της το λέω κάθε φορά. «Είμαι ο Γιαννατσούλιας. Είναι μέσα η κόρη σου;» έλεγε ο τύπος του πατέρα, ο οποίος πατέρας δεν είχε ακούσει καλά τ’ όνομα και ρωτούσε: «Γιαννά- ;», όπου εισέπρατττε την απάντηση: «Για να τη γαμήσω»! Δώσ’ του γέλια η Μαίρη. Μα πόσο της άρεσε αυτό το σαχλό και κάφρικο ανέκδοτο!

Τον Ιούνιο του 2021 πέρασα το μεγαλύτερο πένθος της ζωής μου με το φευγιό της μάνας μου στα 88 της χρόνια. Είχαν ακριβώς ίδια ηλικία με τη Μαίρη. Η μάνα μου είχε γεννηθεί στις 21 Μαΐου και εκείνη στις 16 Ιουλίου τη χρονιά 1933.

Τρία στεφάνια υπήρχαν στο νεκροταφείο του Σκιστού και το ένα ήταν της Μαίρης – κάτι που δεν θα ξεχάσω για όσο ζω κι εγώ. Σκεφτόμουν εκεί πως επρόκειτο για δύο τόσο διαφορετικές γυναίκες: Η μία παντρεύτηκε, μεγάλωσε τρία παιδιά και την έφαγαν οι φάμπρικες της Γερμανίας.

Η άλλη λατρεύτηκε από τον κόσμο και έγινε η μεγαλύτερη πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου. Παρόλα αυτά είμαι σίγουρος πως οι δυο τους θα τα πήγαιναν πολύ καλά και θα έκαναν ενδιαφέρουσες κουβέντες (Μαιρούλα, εκτός απ’ τον Δαλιανίδη, δώσε κι ένα μεγάλο φιλί στη μανούλα μου άμα τύχει και τη συναντήσεις εκεί που πήγες)…

Μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια την επισκέφτηκα κι άλλες φορές στο σπίτι της, είτε για να προγραμματίσουμε κάποια δουλειά, είτε απλώς για να βρεθούμε από κοντά.

Άλλοτε μόνος μου και άλλοτε με παρέα, με τον Χάρη Παπαδόπουλο, με τον Μάκη Δελαπόρτα, με τον Σπύρο Μπιμπίλα, ακόμη και με την Αθηνά Καμπάκογλου, που ήθελε να της αφιέρωνε μια ολόκληρη τηλεοπτική «Αυλή των Χρωμάτων» και που, δυστυχώς, δεν πρόλαβε.

Θυμάμαι ακόμη πόσο είχε χαρεί σαν έμαθε πως με τον Θανάση Λάλα ξεκινάμε την έκδοση του free press «OLAFAQ». Εκτιμούσε πολύ τον Θανάση και κάθε φορά μας έλεγε ναζιάρικα: «Θα μου κάνετε ένα εξώφυλλο; Να το ξέρω μόνο να έχω μακιγιέρ τον Χαρίτο»!

Έτσι, όταν ο Νίκος Χατζηνικολάου την κάλεσε στην εκπομπή του με τίτλο «Ενώπιος Ενωπίω», η Μαίρη τον Θανάση και μένα ζήτησε να μιλήσουμε γι’ αυτή. Γελούσε σαν παιδάκι με τον Θανάση που της τραγούδησε μια στροφή απ’ το «Του αγοριού απέναντι», αλλά η δική μου φράση, αυτό το «Η Μαίρη βάζει κάτω το χρόνο και τον κάνει με τα κρεμμυδάκια», νομίζω πως τη σημάδεψε.

Την έλεγε και την ξανάλεγε μέχρι που «έφυγε», καθώς μάλλον της έδινε μια μικρή δύναμη σε σχέση με την επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της, αλλά και την έλλειψη του, ζωογόνου γι’ αυτήν, ερωτικού συναισθήματος.

Σκέφτομαι πάλι πως ο Θανάσης με την τόση εμπειρία του, θα το’χε βιώσει αυτό ουκ ολίγες φορές, τη φιλία εννοώ και την αλληλοεκτίμηση με μια προσωπικότητα σαν της Χρονοπούλου, για μένα όμως ήταν μια τεράστια τιμή να με ξεχωρίζει και να με συγκαταλέγει μεταξύ των φίλων της.

Και μπορώ να αναφέρω ονομαστικά τώρα ποιους θεωρούσε πραγματικούς φίλους της η Μαίρη: Πάνω απ’ όλους τον Χάρη Παπαδόπουλο και τον Νίκο Σέκερη, τους δύο ανθρώπους που ήταν ο συνδετικός αρμός της με το σύμπαν του Θόδωρου Αγγελόπουλου και το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο.

Τον Μάκη Δελαπόρτα, που διέσωσε με ευλάβεια το αρχείο της, το οποίο είναι σίγουρο πως θα είχε καταστραφεί μέσα σε παλιές σακούλες στο υπόγειο της. Την Ευανθία Ρεμπούτσικα και τον Στέφανο Κορκολή. Τους λάτρευε αυτούς τους δύο μουσικοσυνθέτες. Τη Μιμή Ντενίση, που επίσης αγαπούσε πολύ και πάντα πήγαινε στις παραστάσεις της.

«Η Μιμή έχει καταφέρει τόσα πολλά με τη σκληρή δουλειά της και το ταλέντο της και να μην την πιάνει κανείς στο στόμα του» συνήθιζε να λέει δεξιά κι αριστερά. Κι άλλοι ήταν φίλοι της, αλλά εγώ αναφέρω εδώ τους κοινούς γνωστούς και φίλους μας.

Η Μαίρη Χρονοπούλου με τη Μιμή Ντενίση Ιανουάριος 2022, Φωτ. Αντώνης Μποσκοΐτης

Τον Οκτώβρη του 2021 δεν το πίστευα όταν είδα το ταξί να τη φέρνει στο Νομισματικό Μουσείο. Παρουσίαζα το βιβλίο μου με συνεντεύξεις «Οι 10» από τις εκδόσεις Άπαρσις, το οποίο θα προλόγιζαν ο Θανάσης Λάλας, ο Θανάσης Ν.Νιάρχος και η Νατάσσα Μποφίλιου.

Δεν μπορούσε να απουσιάζει η Μαίρη από την εκδήλωση παρόλα τα κινητικά της προβλήματα. Τη βγάλαμε από το ταξί, κάθισε στο αμαξίδιο της και λόγω της μεγάλης σκάλας στο χώρο, την ανέβασαν, παίρνοντας την με το αμαξίδιο στα χέρια, οι φίλοι ηθοποιοί Χάρης Φλέουρας και Τιμόθεος Θάνος.

«Δεν το πιστεύω, κουβαλήσαμε τη Μαίρη Χρονοπούλου στα χέρια μας» σχολίαζαν με χιούμορ οι φίλοι μου και νεότεροι συνάδελφοί της. Και τότε συνέβη κάτι το τρομερό! «Δεν θέλω να με δει ο κόσμος με το καροτσάκι» είπε και με μια απίστευτη δύναμη, στάθηκε στα πόδια της, άφησε το αμαξίδιο και με το μπαστούνι της εισήλθε στο χώρο της εκδήλωσης, όπου και αποθεώθηκε άμα τη εμφανίσει της.

Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη τη βραδιά παρά το πρόσφατο τότε μεγάλο πένθος μου για τη μάνα μου; Το ντουέτο της με τη Μποφίλιου στο «Περιγιάλι το κρυφό» του Σεφέρη και του Θεοδωράκη ενόσω η Γιώτα Γιάννα τις συνόδευε στη φυσαρμόνικα;

Το «Σ’ τό’πα και σ’ το ξαναλέω» που η Μαρίζα Κωχ της τραγούδησε γλυκά στ’ αυτί; Τα καλαμπούρια τους με τον Λάλα στο περιθώριο των ομιλιών για το βιβλίο; Ή εκείνο τον, όλο χιούμορ, χαρακτηρισμό που μου απέδωσε και που θα τον κουβαλάω πάντα ως παράσημο; «Είναι γουρλής του κερατά» είπε, σκεπτόμενη μάλλον εκείνον τον σπινθήρα που λέγαμε για ένα τελευταίο revival στην καριέρα της!

Η τελευταία κοινή μας έξοδος ήταν τον Ιανουάριο του 2022 όταν πήγαμε παρέα στον Ελληνικό Κόσμο, στην παράσταση για τη Σμύρνη της Μιμής Ντενίση. Καθόμασταν δίπλα – δίπλα στη δεύτερη σειρά για να βλέπουμε καλύτερα το θέαμα και να σχολιάζουμε χαμηλόφωνα.

Με την ασθενική όραση της, κατάφερε να παρακολουθήσει ολόκληρη την παράσταση, που πολύ της είχε αρέσει. Κι όταν μετά πήγαμε απ’ το καμαρίνι της Μιμής να τη συγχαρούμε, κατάφερα κι εγώ να τραβήξω μια υπέροχη φωτογραφία με τις δυο τους εντυπωσιακά όμορφες.

Αυτή πρέπει να είναι και η τελευταία κοινή φωτογραφία της Μαίρης Χρονοπούλου με τη φίλη της, Μιμή Ντενίση. Αμέσως μετά την παράσταση, καταλήξαμε θυμάμαι σε μια κυριλέ ψαροταβέρνα στον πεζόδρομο της Δράκου, στο Κουκάκι. Παρόντες ήταν ο Χάρης Παπαδόπουλος, ο Σέκερης και δυο – τρεις ακόμη φίλοι.

Η Μαίρη, παρά τη γκρίνια για τη δυσκολία στη μετακίνηση της, με το που κάθισε στο τραπέζι και ήρθαν τα πρώτα τσίπουρα, άρχισε να τραγουδάει τις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της. Ήμουν σίγουρος τότε πως άμα την έπαιρνε από δυνάμεις, θα είχε ανέβει στο τραπέζι και δεν θα τραγουδούσε απλώς, αλλά θα χόρευε κιόλας.

Τα τηλεφωνήματα μας συνεχίστηκαν κανονικά μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες. «Σήμερα μου έπεσε το οξυγόνο» την άκουγα να μου λέει όποτε έβγαινε χαμηλή η φωνή της. «Μην ανησυχείς, μου συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια» πρόσθετε και με καθησύχαζε. Έδειχνε ενημερωμένη για τους πάντες και τα πάντα.

Γνώριζε τους νεότερους ηθοποιούς από την τηλεόραση και τα σήριαλ, που παρακολουθούσε μανιωδώς. Με ρωτούσε να τη συμβουλέψω όποτε της γινόταν πρόταση για να εμφανιζόταν κάπου. Η αλήθεια είναι – της το έλεγα κιόλας – πως η μπάλα είχε χαθεί με τόσες πολλές φορές που είχε βγει στην τηλεόραση τα τελευταία δύο χρόνια.

Συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων, προσκλήσεις επί προσκλήσεων, αλλά και μια σημαντική εκδήλωση, στην οποία ήθελε να τη συνόδευα, μα δεν τα κατάφερα, καθώς έλειπα στο εξωτερικό. Αναφέρομαι στο βραβείο ΙΡΙΣ που της απονεμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για την προσφορά της στον ελληνικό κινηματογράφο.

Πόσο είχε χαρεί με τη συγκεκριμένη βράβευση!

Η είδηση του ατυχήματός της πριν από μερικές μέρες, με βρήκε στην Κύπρο. Στραβοπάτησε, λέει, μες το ίδιο της το σπίτι, που ήταν ολομόναχη, αφού η οικιακή βοηθός της είχε ρεπό. Μεγάλη αγωνία.

Τηλεφωνήματα συνεχόμενα κάθε λίγη ώρα στην Αθήνα με τον Χάρη, τον Νίκο, τη Μιμή, τους κοινούς μας φίλους. Απ’ την πρώτη στιγμή δεν ήταν θετική η εξέλιξη. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Η Μαίρη βρισκόταν διασωληνωμένη στην Εντατική του Ευαγγελισμού με σοβαρό εγκεφαλικό τραύμα. Κλινικά νεκρή στην ουσία…Το φευγιό της φαίνεται απίστευτο ακόμη και σήμερα που κανονίζονται οι λεπτομέρειες για το ύστατο χαίρε και την καύση της στη Ριτσώνα, όπως η ίδια το ήθελε και το’ χε πει στη συνέντευξη μας.

Απολογούμαι γι’ αυτό το αυτοαναφορικό κείμενο. Να λάβετε υπόψιν, όμως, πως δεν γράφω σαν ένας δημοσιογράφος που συντάσσει ακόμη έναν επικήδειο για καλλιτέχνη που «έφυγε». Γράφω σαν ένας προσωπικός φίλος της Μαίρης Χρονοπούλου, κατά πολύ νεότερος της ηλικιακά, που η ίδια τίμησε με την αγάπη, την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση της. Και γι’ αυτό ο πόνος μου είναι μεγάλος την ώρα αυτή.

Αντίο, γλυκιά μου Μαιρούλα. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Κι ας μην προλάβαμε με τον Λάλα να σε κάνουμε εξώφυλλο στην έντυπη έκδοση του «OLAFAQ». Θα τιμώ πάντα την ιερή σου μνήμη, όπως τιμώ και τη μνήμη της μητέρας μου. Καλό ταξίδι στο Φως.