Στις 11 Μαρτίου συμπληρώνονται 13 χρόνια από τον σεισμό που οδήγησε στην καταστροφή του πυρηνικού σταθμού της Φουκουσίμα και ένα graphic novel είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον τελευταίο κάτοικο της πληγείσας ιαπωνικής πόλης, ο οποίος έμεινε πίσω για να φροντίζει τα ζώα που είχαν μείνει στην ζώνη γύρω από τον πυρηνικό σταθμό μετά το δυστύχημα του 2011.

Όταν όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Φουκουσίμα, με τον φόβο ότι θα αρρώσταιναν από την έκλυση της ραδιενέργειας, ο αγρότης Naoto Matsumura αποφάσισε να παραμείνει εκεί για χάρη των εγκαταλελειμμένων ζώων.

Ο ίδιος, στα 65 του χρόνια πλέον, ζει ακόμη και σήμερα σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Tomioka και βρίσκεται μέσα στην «απαγορευμένη ζώνη» από το 2011, αμέσως μετά το τσουνάμι που προκάλεσε τη διαρροή της ραδιενέργειας.

Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τους περιβαλλοντολόγους άκρως επικίνδυνη, με τον ίδιο να αποκαλείται εδώ και 13 χρόνια από τα διεθνή ΜΜΕ ως «ο πιο μολυσμένος άνθρωπος του κόσμου», ένας χαρακτηρισμός που ενδεχομένως και να αποτελεί υπερβολή, έστω και αν ο Ναότο δεν έχει νοσήσει ποτέ του και χαίρει άκρας υγείας.

Ο «Φύλακας της Φουκουσίμα» [Guardian of Fukushima], ένα νέο graphic novel από τον συγγραφέα Fabien Grolleau και τον καλλιτέχνη Ewen Blain – το οποίο περιλαμβάνει πρόλογο από τον Roland Kelts – αφηγείται την ιστορία του Matsumura.

Το συγκινητικό graphic novel, που αναμειγνύει πραγματικότητα και μυθοπλασία, δείχνει πώς ένας καθημερινός άνθρωπος μπορεί να επιλέξει να κάνει κάτι εξαιρετικό, καθώς ο Matsumura σώζει σκύλους, γάτες, αγροτικά ζώα, ακόμη και στρουθοκάμηλους.

Ο Matsumura ζει μόνος του εκεί με μόνη συντροφιά του τα ζώα, ενώ αναφέρει ότι η φροντίδα των ζώων βασίζεται σε δωρεές από ανθρώπους εκτός της απαγορευμένης ζώνης.

Ζει σαν ερημίτης σε ένα σπίτι σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από τους αντιδραστήρες του πυρηνικού εργοστασίου της Φουκουσίμα.

«Όταν έγινε ο σεισμός, τον Μάρτιο του 2011, ήμουν στο πυρηνικό εργοστάσιο και δούλευα έξω, στα χωράφια. Όλοι έφυγαν, αλλά εγώ ζούσα εδώ με τους γονείς μου και η μητέρα μου μόλις και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει. Τους είπα ότι έπρεπε να μείνουμε. Έναν περίπου μήνα μετά τις πυρηνικές εκρήξεις, ήρθαν τα αδέρφια μου και είπαν ότι ήταν επικίνδυνα να μείνουμε στην πόλη. Έπρεπε να φύγουμε. Πήραν τους γονείς μου αλλά εγώ αποφάσισα να παραμείνω εδώ μόνος μου. Έπρεπε να φροντίσω τα σκυλιά μου», διηγείται ο ίδιος για την εμπειρία του αυτή, προσθέτοντας:

«Αφού είχα μείνει δυο τρεις μέρες μόνος, άκουσα το σκύλο του γείτονα να γαβγίζει. Ήταν πεινασμένος, έτσι άρχισα να τον φροντίζω. Έπειτα βρήκα άλλον έναν αδέσποτο σκύλο και έναν μήνα αργότερα περνούσα τον περισσότερο από το χρόνο μου ψάχνοντας τριγύρω στην περιοχή της Ταμιόκα για εγκαταλειμμένα ζώα. Υιοθέτησα σκυλιά, γάτες, κουνέλια, κοτόπουλα, πάπιες, αγελάδες. Τα τάιζα για να μην αγριέψουν από την πείνα».

Ο Nαότο Ματσουμούρα είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έζησε στην περιοχή της Φουκουσίμα μετά το 2011. Η ιστορία του έγινε βιβλίο με τίτλο «Ο τελευταίος άνθρωπος της Φουκουσίμα», που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

«Είμαι πρόθυμος να πάω σε όλο τον κόσμο για να μιλήσω. Γιατί και σε σας, αύριο, μπορεί να συμβεί η ίδια καταστροφή. Πρέπει να αγωνιστούμε μαζί γι’ αυτόν τον σκοπό», δηλώνει ο Ναότο, προσπαθώντας να εμφυσήσει και σε άλλους συμπολίτες του την προσωπική του πεποίθηση ότι η πυρηνική και η ατομική ενέργεια μόνο κακό μπορούν να προξενήσουν σε όλη την ανθρωπότητα.

Το graphic novel, η ραδιενέργεια και ο Ναότο

«Τη ραδιενέργεια δεν τη φοβάμαι, αφού δεν μπορώ ούτε να να τη δω. Ένας γιατρός σε ένα πανεπιστήμιο μου είπε ότι ήμουν πάρα πολύ ραδιενεργός, αλλά χρειάζονται πάνω από 30 χρόνια για να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα. Εγώ, ξέρετε, σε 30 χρόνια θα είμαι πάνω από 90. Είναι φυσιολογικό να πεθάνεις όταν είσαι 90», σημειώνει ο ίδιος εμφατικά, επισημαίνοντας ότι:

«Αποφεύγω να έρθω σε επαφή με άλλους ανθρώπους, γιατί καταλαβαίνω ότι δεν αισθάνονται άνετα. Η μοναξιά είναι μεγάλη. Αλλά όσο είμαι εδώ, τα ζώα δεν θα πεινάσουν. Είναι ζωντανά, δεν μπορείς απλώς να τα ταΐσεις μια φορά και μετά να τα εγκαταλείψεις».

Ο Ματσουμούρα λέει πως η κυβέρνηση δεν βοηθά τους κατοίκους να επιστρέψουν:

«Είπαν πως εδώ η ραδιενέργεια είναι χαμηλή και ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γιατί δεν θα συμβεί τίποτα. Αν όμως συμβεί κάτι, σίγουρα δεν θα παραδεχτούν καμία σχέση με ραδιενέργεια. Έτσι η κυβέρνηση αποφεύγει τις ευθύνες της. Έτσι όπως το βλέπουν, όσο εκτελούν τα καθήκοντά τους και ο τόπος αναζωογονείται, π.χ. καθάρισαν το χώρο και έχτισαν νοσοκομεία και ξενοδοχεία, τότε αν οι πολίτες δεν θέλουν να επιστρέψουν, το πρόβλημα είναι δικό τους».

«Όταν το βράδυ περπατάω μέσα στην πόλη, είμαι ολομόναχος. Τη νύχτα δεν υπάρχει ηλεκτρισμός και το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα. Μόλις αρχίζει να σουρουπώνει, δυσκολεύουν τα πράγματα για μένα. Τότε είναι που με πιάνει και εμένα η θλίψη και η μεγαγχολία. Πίνω, όμως, 1-2 ποτήρια σάκε πριν πάω για ύπνο για να ξεχάσω τη μοναξιά. Όταν έρθει το πρωί αισθάνομαι ξανά ζωντανός. Και πού ξέρεις, μπορεί κάποια μέρα να αλλάξουν τα πράγματα και ο κόσμος να ξαναγυρίσει».