Τρεις φωνές ραγισμένες μέσα από το τηλέφωνο. Γιόρτασαν εχθές στο Σύνταγμα, στην πλατεία που συμβολίζει την ελευθερία της Ελλάδας, την επέτειο της ανεξαρτησίας της δικής τους χώρας. Όμως, έχουν περάσει ήδη έξι μήνες που η Ουκρανία δέχεται την άγρια εισβολή της Ρωσίας, με εκατόμβες νεκρών που ανακαλύπτονται σε ομαδικούς τάφους, χιλιάδες τραυματίες, εκτοπισμένους εσωτερικά ανθρώπους που αναζητούν λίγη ασφάλεια και εκατομμύρια πρόσφυγες προς το εξωτερικό. Ιστορίες αλήθειας και φρίκης που φτάνουν μόνο στο ελάχιστο στη διεθνή κοινή γνώμη, όπως συμβαίνει, σχεδόν αναπόφευκτα, σε κάθε πόλεμο.

Όμως, αυτές οι τρεις φωνές ξέρουν διότι η Ουκρανία είναι η πατρίδα τους. Τα νέα έρχονται από συγγενείς και φίλους που έμειναν πίσω ή σταματούν να έρχονται γιατί οι αγαπημένοι άνθρωποι σκοτώνονται από οβίδες και όπλα κατακτητών. Είναι η Galini Maslyuk, η Halyna Kotsiur και η Ria Masha που μιλάνε αποκλειστικά στο Olafaq για το βίωμα τους, τον πόνο που κουβαλούν οι ίδιες, αλλά και τον πόνο που προσπαθούν να σηκώσουν, η κάθε μια με τον τρόπο της, από τους συμπατριώτες τους.

Galini Maslyuk: «Κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό δράμα»

Η Galini ήρθε στην Ελλάδα πριν 30 χρόνια και είχε από τότε, όπως η ίδια λέει αναφερόμενη στην Ουκρανική κοινότητα, την δυνατότητα να κάνει «κάτι περισσότερο για όλον αυτό τον κόσμο». Έτσι, το 1997 ξεκίνησε την έκδοση ουκρανικής εφημερίδας με ελληνικό ένθετο και μια χρονιά μετά δημιουργήθηκε ο πρώτος σύλλογος της ουκρανικής κοινότητας στον οποίο είναι πρόεδρος.

«Προσπαθώ πάντα να υποστηρίζω την αλήθεια και, δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο τώρα να βρούμε την αλήθεια», λέει στο Olafaq. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται ουσιαστικά στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών για την ανακούφιση των συμπατριωτών της που έρχονται ως ξεριζωμένοι πρόσφυγες από την Ουκρανία. «Από την αρχή, είχαμε δράσεις και για τους Έλληνες. Προσπαθούσαμε, δηλαδή, να ενημερώνουμε την ελληνική κοινή γνώμη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την Ουκρανία και την κοινότητά μας. Και, βέβαια, φτιάξαμε το σχολείο. Χωρίς αυτό είναι δύσκολο να οι επόμενες γενιές να ξέρουν τη γλώσσα και αυτά που χρειάζονται για να διατηρήσουμε κάπως τις ρίζες μας, κάτι που είναι πολύ δύσκολο», εξηγεί.

Σε αυτό το καθήκον, με την έναρξη του πολέμου έξι μήνες πριν, όπως τονίζει η Galini, προστέθηκε μια «ατελείωτη προσπάθεια να βοηθήσουμε όσο περισσότερο τους συμπατριώτες μας που ήρθαν ως πρόσφυγες και έχουν ανάγκη για όλα. Ξεκινώντας από τα τρόφιμα που προσπαθούμε να παρέχουμε μέχρι τον συντονισμό της στέγασης, για όσους δεν έχουν πού να μείνουν». Η ίδια επισημαίνει ότι «ουσιαστικά τώρα άρχισε το ελληνικό κράτος να βοηθάει, εδώ και ένα μήνα περίπου που ξαναξεκίνησε το πρόγραμμα “Ηelios”. Πριν από αυτό, κάθε ένας βρισκόταν στο δρόμο και χρειαζόταν βοήθεια από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Και δεν μιλάω καν για τα παιδιά και το σχολείο που προσπαθήσαμε να καλύψουμε μέχρι το τέλος της χρονιάς και τώρα για τη νέα χρονιά που ξεκινάει».

Ο Σύλλογος στον οποίο προεδρεύει, αλλά και η Ένωση όλης της κοινότητας που αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβρη, παροτρύνει «όλα τα παιδιά να πηγαίνουν στα ελληνικά σχολεία» και έτσι, τα επιπλέον μαθήματα θα γίνονται μόνο το Σάββατο. «Το πρόβλημά που καταλάβαμε τώρα, γιατί για εμάς ήταν καινούργια όλα αυτά, και από την εμπειρία από άλλες χώρες, είναι ότι όλοι πιστεύουν ότι έρχονται άντε για μισό χρόνο, λίγους μήνες. Λένε “θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας”, κάτι το οποίο συνήθως δεν γίνεται, δεν είναι εύκολο. Ειδικά, όταν πρόκειται για περιοχές όπως π.χ. η Μαριούπολη, που είναι για εμάς η μεγαλύτερη πληγή, και για την Ελλάδα φαντάζομαι λόγω της ελληνικής κοινότητας της Ουκρανίας που είναι τεράστια και πολύ οργανωμένη», αναφέρει η Galini και ήδη η φωνή της βαραίνει. «Εκεί ο κόσμος δεν έχει πού να επιστρέψει. Τόσο απλά. Κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό δράμα», λέει.

Τόσο η ίδια, όσο και οι συμπατριώτες της που ζούσαν ήδη στην Αθήνα προτρέπουν τους πρόσφυγες Ουκρανούς να περιμένουν, γιατί, όπως αναφέρει «προσπαθούν να επιστρέψουν πίσω, αλλά είναι κάποιες περιοχές που είναι, προς το παρόν, ακόμα απαγορευτικές. Θέλουμε να επιστρέψει ο κόσμος στα σπίτια του, αλλά να φτάσουν έως εκεί. Τους λέω, θέλουμε να επιστρέψετε στα σπίτια σας, αλλά όχι να σας σκοτώσουν, να ζήσετε».

Στους Έλληνες και τις Ελληνίδες θέλει να πει μόνο «ένα μεγάλο ευχαριστώ», ζητάει συγγνώμη γιατί «την πιάνουν τα κλάματα» όπως λέει και συνεχίζει «σήμερα πήγαμε πάλι στην κατασκήνωση στον Άγιο Ανδρέα που δέχθηκε πάλι δεν μπορώ να μετρήσω πόσα παιδιά από την Ουκρανία. Είναι μεγάλη βοήθεια από τον δήμαρχο Αθηναίων. Αλλά, πρώτα από όλα, θα ήθελα να πω ευχαριστώ σε όλους αυτούς τους απλούς ανθρώπους της Ελλάδας που στάθηκαν από την πρώτη στιγμή δίπλα μας, όσο τίποτε άλλο. Είμαι 30 χρόνια εδώ και δεν περίμενα τόση υποστήριξη, τεράστια υποστήριξη, μια μεγάλη, μεγάλη αγκαλιά». Η ίδια έχει μόνο μια ευχή, «μακάρι να τελειώσουν όλα όσο γρηγορότερα γίνεται, αν και δεν φαίνεται αυτό» και υπογραμμίζει ότι «μπορεί πολλοί να αμφιβάλουν, να συζητάνε και να διαφωνούν για τα αίτια του πολέμου αλλά πιστεύω ότι όλος ο κόσμος καταλαβαίνει ότι η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει γιατί αλλιώς ο θεσμός της Δημοκρατίας θα δεχθεί πολύ μεγάλο πλήγμα». «Είναι πολύ άδικος αυτός ο πόλεμος», καταλήγει η Galini Maslyuk.

Κολάζ: Olafaq / Πηγή: Instagram

Halyna Kotsiur: «Η δυσκολία η πιο μεγάλη είναι ότι τα παιδιά που ήρθαν αφήσαν πίσω τους μπαμπάδες τους»

Η Halyna Kotsiur είναι διευθύντρια ενός από τα ουκρανικά σχολεία που υποδέχτηκαν στις τάξεις τους παιδιά πρόσφυγες από την Ουκρανία. Στα 30 παιδιά που πήγαιναν τα Σάββατα για να κρατήσουν «την γλώσσα, την ιστορία και την κουλτούρα» των γονιών τους ζωντανές, προστέθηκαν ξαφνικά 40 παιδιά που δραπέτευσαν με την ψυχή στο στόμα από τον πόλεμο.

«Η δυσκολία η πιο μεγάλη είναι ότι τα παιδιά που ήρθαν αφήσαν πίσω τους μπαμπάδες τους. Δηλαδή το 99% ήρθαν με τη μαμά ή τη γιαγιά και ο μπαμπάς έμεινε στην Ουκρανία. Συνέχεια τα παιδιά μιλούν για το ότι ο μπαμπάς είναι εκεί και εκεί είναι ο πόλεμος. Αυτό είναι το πιο δύσκολο. Ειδικότερα, τα κορίτσια, κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, έκλαιγαν συνέχεια. Μιλούσαμε για τον πόλεμο, γιατί δεν γίνεται, συμβαίνει κάθε μέρα, και τα κορίτσια έκλαιγαν. Τα αγόρια το έκρυβαν, το έβγαζαν λιγάκι διαφορετικά. Ζωγράφιζαν τανκς, βόμβες, αεροπλάνα και την σημαία μας», λέει στο Olafaq η Halyna. Για το λόγο αυτό, το σχολείο από την πρώτη μέρα, είχε διαθέσιμο ψυχολόγο για όλα τα παιδιά.

Οι ηλικίες τους κυμαίνονται από 5 ετών, που δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει σχολείο, έως 17, που ήταν στην τελευταία τάξη. «Όλα τα παιδιά και όλες οι μαμάδες στο μυαλό τους είχαν ότι θα τελειώσει ο πόλεμος και θα φύγουν. Όταν τελείωσε η σχολική χρονιά, όσοι μπορούσαν γύρισαν, γιατί είχαν έρθει με το πρώτο κύμα από την δυτική Ουκρανία που προς το παρόν η κατάσταση είναι πιο ασφαλής, όσο μπορεί ένας πόλεμος να είναι ασφαλής», εξηγεί η Halyna.

Το σχολείο και η ίδια προσωπικά έχουν κρατήσει επαφή με όλες τις οικογένειες, ανεξαρτήτως που βρίσκονται πλέον, στην Ελλάδα, την Ουκρανία ή κάποια άλλη χώρα ως μόνιμα μετεγκατεστημένοι πρόσφυγες. «Οι οικογένειες που ήρθαν από ανατολικά είναι χάλια, δεν έχουν πού να γυρίσουν. Από τη Μαριούπολη έχουμε μια οικογένεια που έχουν γκρεμιστεί τα πάντα, δεν υπάρχει τίποτα για να γυρίσουν και μια οικογένεια από το Ντόνετσκ δεν μπορεί να γυρίσει γιατί η πόλη της πλέον είναι υπό κατοχή από τους Ρώσους. Μια άλλη οικογένεια δεν μπορεί να γυρίσει γιατί ενώ το σπίτι της ακόμα στέκεται, όλα γύρω έχουν διαλυθεί οπότε δεν μπορούν να επιβιώσουν», υπογραμμίζει η διευθύντρια του σχολείου.

Όπως επισημαίνει, «οι Ουκρανοί που έφυγαν και επέστρεψαν φοβούνται αλλά δε θα ξαναφύγουν για το εξωτερικό. Μας λένε ότι έχουν δοκιμάσει πώς είναι» και εννοεί ότι προτιμούν το ρίσκο του πολέμου από την εξαθλίωση της προσφυγιάς, όσο τουλάχιστον ακόμα υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε εκείνους και τους εισβολείς. Όσοι βρίσκονται στην Ελλάδα «ξεκινούν να μαθαίνουν τη γλώσσα, και τα παιδιά και οι μεγάλοι», προσθέτει.

«Σαν άνθρωπος δεν ασχολούμαι με την πολιτική αλλά νομίζω ότι πρέπει να μας βοηθήσουν όσο γίνεται περισσότερο γιατί ο Πούτιν και να μας γκρεμίσει, δε θα σταματήσει, θα προχωρήσει και αλλού», λέει η Halyna και ραγίζει. «Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Λαμβάνουμε βοήθεια, αλλά μόνοι μας δε θα τα καταφέρουμε, χρειάζονται περισσότερα. Φοβάμαι ότι ο Πούτιν δε θα σταματήσει. Αυτοί που μπορούν να κάνουν κάτι, πρέπει όσο πιο γρήγορα να σταματήσουν τον πόλεμο». Κλείνοντας της συνομιλία, λέει το πιο απλό, το αυτονόητο, που δεν είναι δεδομένο πια, «πεθαίνουν τώρα άνθρωποι, αυτή τη στιγμή. Εμείς συνέχεια κλαίμε. Όποτε ανοίγεις την τηλεόραση, κλαις, ό,τι ακούς στο τηλέφωνο, κλαις, όποτε μιλάς με κάποιον, κλαις. Εμείς, τα παιδιά μας, είμαστε όλοι άρρωστοι. Ποτέ μας δε θα το ξεχάσουμε αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να σταματήσει».

Ria Masha: «Θέλω να γυρίσω στην Ουκρανία. Θέλω να ξαναχτίσουμε την πόλη μας»

H Ria Masha έφτασε στην Ελλάδα για διακοπές τέσσερις ημέρες πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. «Ήταν η Τρίτη φορά που ερχόμουν και αυτό το ταξίδι ήταν το δώρο του φίλου μου για την Πρωτοχρονιά, δηλαδή ήταν εντελώς τυχαίο ότι βρισκόμασταν εδώ», εξηγεί στο Olafaq. Μια εβδομάδα πριν φύγουν από το Κίεβο ξεκίνησαν οι φήμες για τον πόλεμο και άρχισαν να ανησυχούν για το τι θα έπρεπε να κάνουν. Η ρωσική εισβολή τελικά τους βρήκε στην Αθήνα.

«Ξύπνησα το πρωί και ο φίλος μου μου το είπε», λέει η Ria, προσθέτοντας «το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω το τηλέφωνό μου, που οι γονείς μου είχαν στείλει μηνύματα ότι ήταν καλά, ότι ήταν στο Κιέβο, και μετά πέρασα όλη την ημέρα να βλέπω και να διαβάζω ειδήσεις και να σκέφτομαι τι θα κάνουμε, πώς θα μείνουμε ασφαλείς, πώς θα μείνουν οι γονείς μου ασφαλείς γιατί δεν ήθελαν να φύγουν. Είπαν ότι στο σπίτι τους είναι καλύτερα από το να πάνε οπουδήποτε».

Όμως, η Ria χρειάστηκε να επιστρέψει στην Ουκρανία τον Απρίλιο για δύο εβδομάδες, όταν πέθανε ο πατέρας της. «Πήγαμε σε ένα νεκροταφείο γιατί χρειαζόταν να βρούμε χώρο για τον μπαμπά μου και όλα ήταν εντελώς κατεστραμμένα, οι τάφοι βομβαρδισμένοι, παντού πύραυλοι. Όλα αυτά σε απόσταση 200 μέτρων από το πατρικό μου σπίτι», σχολιάζει.

Η μητέρα της παραμένει στο Κίεβο και αρνείται να φύγει αλλά η ίδια διαπιστώνει ότι ήδη δεν είναι καλά, αφού «έχει χάσει 10 κιλά και νομίζω ότι έχει πάθει κατάθλιψη, εξαιτίας του πολέμου, της απώλειας του άνδρα της. Δεν μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ασφαλής». Η Ria την έπεισε να έρθει στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο για μια εβδομάδα για να είναι μαζί, όμως, αναπόφευκτα, θα επιστρέψει καθώς «θέλει να είναι στο σπίτι της, όπου έζησε τη ζωή της με τον άνδρα της, με εμένα, τις γάτες της, τον κήπο της και, κυρίως, με τους συγγενείς της. Όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου ζουν, οπότε τώρα χρειάζεται να φροντίζει και τέσσερις ηλικιωμένους ανθρώπους».

Η Ria είναι πολιτικός μηχανικός αλλά εργάζεται ήδη στην Ελλάδα ως διερμηνέας για την διευκόλυνση των προσφύγων από την Ουκρανία. Έχει δύο ευχές. Η πρώτη είναι οι Έλληνες να μαθαίνουν τα νέα της Ουκρανίας γιατί φοβάται ότι «πολλοί άνθρωποι είναι εντελώς τυφλοί για την κατάσταση» στην πατρίδα της. «Να γυρίσω στην Ουκρανία. Να ξαναχτίσουμε την πόλη μας. Δούλευα στις κατασκευές και ξέρω ότι θα έχουμε πολλή δουλειά για να ξαναφτιάξουμε την πόλη μας», είναι η δεύτερη ευχή της.