Η Édith Piaf γεννήθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή του 1915, περίπου την ίδια εποχή που ο Αϊνστάιν ανακάλυπτε τη θεωρία της σχετικότητας. Έφτασε στο νοσοκομείο Tenon στο 20ό διαμέρισμα του Παρισιού στις 19 Δεκεμβρίου, αν και σύμφωνα με τη δική της εκδοχή των γεγονότων, γεννήθηκε στα σκαλιά του σπιτιού της στην οδό Belleville 72, αφού δεν εμφανίστηκε ποτέ η άμαξα για να μεταφέρει τη μητέρα της στο νοσοκομείο. Ανάλογα δραματική ήταν και η έκταση της υπόλοιπης ζωής της. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. Ο πατέρας της ήταν ακροβάτης δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια σε καφέ. Εγκατέλειψαν αμφότεροι τη μικρή Édith, η οποία μεγάλωσε με τη γιαγιά της, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής στη Νορμανδία.
Σε ηλικία οκτώ ετών, η Édith τυφλώθηκε από μηνιγγίτιδα, ωστόσο ξαναβρήκε το φως της τέσσερα χρόνια αργότερα. Στα εφηβικά της χρόνια, την πήρε κοντά του ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το «νούμερό» του. Ως ενήλικη άρχισε να κάνει ενέσεις μορφίνης και κορτιζόνης, και καταφεύγοντας στον αλκοολισμό για να ανακουφιστεί από τους πόνους που υπέφερε στην πλάτη, έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ίδια περιέγραψε αυτά τα χρόνια ως «χρόνια κόλασης».
Ομολογουμένως, έζησε μια ζωή τόσο μποέμικη και άγρια που κάνει τον Jim Morrison – που είναι θαμμένος, όπως και εκείνη, στο νεκροταφείο Père Lachaise – να φαντάζει με έναν κομφορμιστή που παρασύρθηκε λίγο από τη νεανική τρέλα. Αν δώσετε την απαραίτητη προσοχή θα συνειδητοποιήσετε πώς το έργο και η ζωή της Piaf ήταν μια πανκ όπερα που έλαβε χώρα πολλές δεκαετίες πριν από την έκρηξη του είδους.
Γεννημένη ως Édith Giovanna Gassion, πήρε το παρατσούκλι La Môme Piaf -που σημαίνει «το μικρό σπουργίτι»– από τον πρώτο της μάνατζερ, τον Louis Leplee. Ο Leplee δολοφονήθηκε από τη μαφία το 1936 και η Piaf ήταν υπό αστυνομική παρακολούθηση ως ύποπτη για ένα διάστημα, αλλά αργότερα αθωώθηκε. Την ανακάλυψε να τραγουδάει για να βγάλει το ψωμί της στους δρόμους της Μονμάρτης, τραγουδώντας σε μια αργκό που ονομαζόταν Bellevilloise, που προφανώς δεν διέφερε από μια παριζιάνικη εκδοχή του παλιού cockney.
Το 1932 ερωτεύτηκε τον Λουί Ντιπόν, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, τη Μαρσέλ. O Ντιπόν απαίτησε από την Piaf να εγκαταλείψει το τραγούδι και να βρει μία κανονική δουλειά. Οι καυγάδες ήταν συχνοί για το θέμα αυτό, με αποτέλεσμα γρήγορα οι δυο τους να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους. Η μικρή Μαρσέλ έζησε με τη μητέρα της, η οποία συχνά την άφηνε μόνη της, λόγω της δουλειάς της. Χωρίς ουσιαστική μητρική φροντίδα, η μικρή Μαρσέλ έφυγε γρήγορα από τη ζωή, σε ηλικία δύο χρονών, την εποχή που η μητέρα της άρχισε να γνωρίζει τη δόξα, τραγουδώντας στα μεγαλύτερα μιούζικ-χολ του Παρισιού.
Όταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η λεπτοκαμωμένη Édith Piaf ήταν ήδη διάσημη. Μία φωνή που παρηγορούσε τους Γάλλους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Μετά το τέλος του πολέμου, η φήμη της ανέβηκε στα ύψη. Τα επόμενα χρόνια έκανε περιοδείες στην Ευρώπη, στη Νότια Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το απλό, μα δραματικό της ύφος και η βραχνή, τρυφερή φωνή, την έκαναν παγκόσμια αγαπητή.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946 η Édith Piaf εμφανίζεται στην Αθήνα, στο «Θέατρο Κοτοπούλη». Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ελληνική πρωτεύουσα, η 31χρονη τότε γαλλίδα τραγουδίστρια γνωρίζει τον 25χρονο ηθοποιό Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύεται σφοδρά, χωρίς όμως ανταπόκριση. Στη συνέχεια ερωτεύεται τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν και η σχέση τους θα απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα του τύπου. Για κακή της τύχη, ο Σερντάν θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, τον Οκτώβριο του 1949.
Το 1952 θα παντρευτεί για πρώτη φορά, τον συμπατριώτη της ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς (1906-1970), με κουμπάρα τη Μάρλεν Ντίτριχ. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1957, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Édith Piaf θα γνωρίσει τον έλληνα κομμωτή και τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα (1936-1970), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Θα τον ερωτευτεί παθιασμένα και θα παντρευτούν το 1962. Η Piaf θα του δώσει το παρατσούκλι Τεό Σαγαπό (Theo Sarapo στα γαλλικά), με το οποίο θα γίνει γνωστός ως τραγουδιστής στο γαλλικό κοινό.
Παρά την επιτυχία της, στη ζωή της δεν κυριάρχησε το ρόδινο χρώμα. Το ιατρικό ιστορικό της περιλαμβάνει τραυματισμούς σε τροχαία, κούρες αποτοξίνωσης, επτά εγχειρήσεις και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Άρρωστη και καταβεβλημένη, η Édith Piaf έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου 1963, προτού καν συμπληρώσει τα 48 της χρόνια.
Η Piaf έγραψε η ίδια ορισμένα από τα τραγούδια της ‘όπως το «La vie en rose», ερμήνευσε όμως και τραγούδια των Ρεμόν Ασό («Mon Legionnaire»), Μισέλ Εμέρ («L’ Accordeoniste»), Ανρί Κοντέ (Padam-padam), Ζορζ Μουστακί («Mylord»), Σαρλ Ντιμόν («Non, je ne regrette rien»), Μαργκερίτ Μονό («L’ Hymne a l’ amour», «Milord» σε στίχους Ζορζ Μουστακί), Λεό Φερέ («Les amants de Paris»).
Μετά το θάνατό της, η Piaf έλαβε την ύψιστη τιμή από τη γαλλική κυβέρνηση, καθώς η τρίχρωμη σημαία τύλιξε το φέρετρό της. Δεν ήταν μια κενή χειρονομία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περιόδευσε στην ακατοίκητη ζώνη της Γαλλίας του Βισύ όπου βοήθησε στην απελευθέρωση 300 αιχμαλώτων πολέμου στο στρατόπεδο Stalag III-D κοντά στο Βερολίνο, πείθοντας τον διοικητή του στρατοπέδου να της επιτρέψει να φωτογραφηθεί με όλους τους κρατούμενους – οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για τη δημιουργία πλαστών εγγράφων για αυτούς, που τους αναγνώριζαν ως ελεύθερους Γάλλους εργάτες στη Γερμανία.
107 χρόνια μετά τη γέννησή της, αξίζει να θυμηθούμε την γυναίκα με τα μεγάλα, βαθιά λυπημένα μάτια και την φωνή που ράγιζε καρδιές, που αν και η ζωή της δεν ήταν καθόλου ρόδινη, η ίδια απέδειξε ότι ήταν πραγματικά γενναία.