«Δεν υπάρχει σήμερα κανένα άλλο μηχάνημα που να είναι σε θέση να επιτελέσει πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, ικανοποιώντας τις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου. Αυτός είναι κι ο στόχος της μηχανής αυτής: να μειώσει στο ελάχιστο τον χρόνο που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα απαιτούνταν για τους υπολογισμούς αυτούς».

Από την αίτηση πατενταρίσματος του ENIAC (No. 3,120,606), με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1947.

Το 1936 ο Βρετανός μαθηματικός Άλαν Τούρινγκ πρότεινε την κατασκευή ενός μηχανήματος που θα μπορούσε να λύνει μαθηματικές εξισώσεις χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση. Η μηχανή αυτή γνωστή κι ως «Μηχανή του Τούρινγκ» έμοιαζε σαν μια τυπική γραφομηχανή με στόχο να αποτελέσει ένα «μηχάνημα υπολογισμού για όλο τον κόσμο».

Την ίδια περίπου εποχή από τα εργαστήρια της IBM βγήκε ο Υπολογιστής Mark I, εφεύρεση του μαθηματικού Χάουαρντ Άικεν και μαζί με τον αντίστοιχο του Τούρινγκ αποτέλεσαν τους δυο πιο άμεσους προγόνους του ENIAC.

Πάμε λίγα χρόνια μετά, στο 1939, μια καθόλου καλή χρονιά για όλο τον κόσμο: πάνω από την Ευρώπη πλανιόταν ο φόβος ενός επικείμενου πολέμου, ενώ στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι ΗΠΑ συνέχιζαν την ζωή τους αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο και ανίδεες για το τι θα επακολουθούσε. Όταν ξέσπασε η σύρραξη την 1η του Σεπτέμβρη, ο Αμερικανικός Στρατός πιάστηκε εξαπίνης, μην έχοντας κάνει τις απαιτούμενες προετοιμασίες ώστε να εμπλακεί σε έναν πόλεμο.

Όλα ξεκίνησαν από το Πεδίο Δοκιμών του Αμπερντίν στο Μέριλαντ. Εκεί έδρευε το Υπουργείο Υλικού Πολέμου, που η αρμοδιότητα του ήταν ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η πραγματοποίηση πολεμικών δοκιμών καθώς και η παροχή στρατιωτικού υλικού στα κατά τόπους στρατόπεδα.

Το Εργαστήριο Βαλλιστικών Δοκιμών είχε εντολή να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα διαφόρων υλικών με σκοπό την κατασκευή στολών για τους αμερικανούς στρατιώτες, κάτι δηλαδή που απαιτούσε υψηλή ακρίβεια στους υπολογισμούς.

Ο επικεφαλής του Εργαστηρίου, Υπολοχαγός Γκίλον, δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από τα μηχανήματα υπολογισμού που διέθετε ο Τομέας του και δεδομένης της κρισιμότητας του έργου του απαίτησε την κατασκευή ενός καλύτερου υπολογιστή που θα διευκόλυνε το έργο των υπαλλήλων του.

Τον Σεπτέμβριο του 1942 και αφού η Αμερική είχε ήδη εμπλακεί πια στον πόλεμο μετά τα γεγονότα στο Πέρλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, ο Συνταγματάρχης – πια – Γκίλον τέθηκε επικεφαλής του Τμήματος για τις Πολεμικές Δοκιμές στο πεδίο του Αμπερντίν, σε συνεργασία με Καθηγητές από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

Ένας εξ αυτών, ο καθηγητής Μπρέινερντ του παρέδωσε στις αρχές του 1943 ένα μνημόνιο που προέβλεπε την δημιουργία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή με την κωδική ονομασία ENIAC I (αρκτικόλεξο του Electrical Numerical Integrator And Calculator).

Οι δυο κατασκευαστές του, Τζον Μότσλι και Τζέι Έκερτ συναντήθηκαν με τον αρχικά επιφυλακτικό Γκίλον και τον έπεισαν τελικά να δώσει εξουσιοδότηση να δοκιμαστεί ο ENIAC από το Εργαστήριο Βαλλιστικών Δοκιμών. Έτσι, κάτω από την πλήρη ευθύνη κι εποπτεία του τελευταίου, ξεκίνησαν έξι μήνες «διαρκών δοκιμών και πειραμάτων με σκοπό την κατασκευή ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή».

Για το εν λόγω εγχείρημα το Υπουργείο θα δαπανούσε τότε 60 χιλιάδες δολάρια, αλλά τελικά η κατασκευή του υπολογιστή – που ολοκληρώθηκε το 1946 – κόστισε παραπάνω από 480 χιλιάδες δολάρια.

Από την στιγμή εκείνη το τεχνικό επιτελείο με επικεφαλής τον καθηγητή Μπρέινερντ, τον Αρχιμηχανικό Έκερτ και τον Καθηγητή Μότσλι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό αφιέρωσε τα υπόλοιπα τρία χρόνια της ζωής του με σκοπό την κατασκευή του πρώτου ηλεκτρονικού υπολογιστή στην ιστορία.

Ο ίδιος ο Γκίλον, όχι μόνο είχε την επίβλεψη του σχεδίου, αλλά συνέδραμε με τις μαθηματικές του γνώσεις στις αδιάκοπες μεταμεσονύχτιες συσκέψεις που ελάμβαναν χώρα στην βιβλιοθήκη της Σχολής Μούρ μέσα στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

Τον Ιούνιο του 1944 ήταν ήδη έτοιμος ο συσσωρευτής, μετά ακολούθησε ο πίνακας ελέγχου και εν συνεχεία όλα τα υπόλοιπα τμήματα του μέχρι το τελευταίο του εξάρτημα το οποίο τοποθετήθηκε τον Οκτώβρη του 1945.

ENIAC

ENIAC, αρχή και τέλος

Με τα σημερινά δεδομένα φυσικά, ο βάρους 30 τόνων ENIAC έδειχνε εξωτερικά απόκοσμος, σχεδόν γκροτέσκος και γέμιζε με τον όγκο του ένα ολόκληρο δωμάτιο.

Αποτελείτο από 19 χιλιάδες σωλήνες και εκατομμύρια συμπυκνωτές που κατανάλωναν ηλεκτρική ενέργεια της τάξεως των 200 κιλοβάτ.

Και μπορεί εξωτερικά να μην έχει καμία σχέση με τους σημερινούς διαδόχους του, αλλά ο ENIAC διέθετε τότε όλα εκείνα τα στοιχεία που διαθέτουν και σήμερα οι σύγχρονοι υπολογιστές: μπορούσε να αποθηκεύσει υλικό στην μνήμη του, να επιτελέσει περίπλοκες μαθηματικές πράξεις και να εξάγει τετραγωνικές ρίζες.

Το πρώτο δοκιμαστικό ή «πιλοτικό» μοντέλο του τέθηκε σε λειτουργία στις 15 Φεβρουαρίου 1946 στη Σχολή Μουρ και αφού κρίθηκε επιτυχημένο, μεταφέρθηκε ένα χρόνο μετά στο Εργαστήριο Βαλλιστικών Ερευνών. Η πρώτη επίσημη δόκιμη του ENIAC στο Πεδίο Δοκιμών στο Αμπερντίν έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1947.

Η διαμονή του υπερμεγέθους υπολογιστή στο Αμπερντίν συνάντησε βέβαια από την αρχή κάποια προβλήματα: τα έξοδα συντήρησης του ήταν πολύ υψηλά και το προσωπικό που απαιτείτο για την δουλειά αυτή έπρεπε να είναι εξαιρετικά εξειδικευμένο – ας μην ξεχνάμε ότι ο ENIAC αντιπροσώπευε τότε την μεγαλύτερη συλλογή καλωδιώσεων και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων στον κόσμο.

Στην πορεία προέκυψε η ανάγκη κάποιων μεταβολών στο σύστημα του, γεγονός που σήμαινε εβδομάδες νέων δοκιμών, συνεχών ελέγχων και πειραμάτων. Με την παρέμβαση του διάσημου Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Πρίνστον Τζον Βαν Νόιμαν, ο ENIAC κατάφερε να εξοικονομήσει πολύτιμο χρόνο για τους υπολογισμούς του και έκτοτε πολλά προβλήματα επιλύθηκαν.

Η επίσημη παρουσίαση του Πρώτου Ηλεκτρονικού Υπολογιστή στην Ιστορία ενώπιον του κοινού έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου 1949.

Ο ENIAC αποτέλεσε το κύριο όργανο υπολογισμού και επιστημονικών μετρήσεων για το Υπουργείο Υλικού Πόλεμου μεταξύ του 1949 και του 1952, αλλά η χρησιμότητα του δεν περιορίστηκε μόνο στον τομέα των βαλλιστικών ερευνών.

Βοήθησε τα μάλα στο πεδίο της μετεωρολογίας, των ατομικών δοκιμών, της μέτρησης της ηλιακής ακτινοβολίας, ακόμη και στον σχεδιασμό τούνελ στους αμερικανικούς αυτοκινητοδρόμους.

Παράλληλα άρχισαν να κατασκευάζονται νέοι υπολογιστές, πιο γρήγοροι και πιο ευέλικτοι από τον ENIAC: οι EDVAC (Electronic Discrete Variable Computer) και ORDVAC (Ordnance Variable Automatic Computer) που ξεπήδησαν από την ίδια ομάδα επιστημόνων διεκδικούσαν κι αυτοί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από την «πίτα» των επιστημονικών δοκιμών.

Οι υπεύθυνοι στο Αμπερντίν έπρεπε να βελτιώσουν όσο το δυνατόν τον ήδη πεπαλαιωμένο ENIAC ώστε να γίνει ανταγωνιστικός ξανά. Το κόστος συντήρησης του όμως συνέχισε να υπερβαίνει το αντίστοιχο των δυο ανταγωνιστών του και στις 11.45 το πρωί της 2ας Οκτωβρίου 1955 ο πρώτος ηλεκτρονικός υπολογιστής της ιστορίας βγήκε από την πρίζα μια για πάντα.

Το 1950 η εταιρεία Remington Rand Corporation αγόρασε την εταιρεία που είχαν φτιάξει από κοινού οι Έκερτ και Μότσλι και την μετονόμασαν σε Univac Division of Remington Rand. Ένα χρόνο μετά η εν λόγω εταιρεία κατασκεύασε τον UNIVAC (UNIVersal Automatic Computer), την μετεξέλιξη του ENIAC. Ο Εκερτ παρέμεινε πολλά χρόνια στην εταιρεία μέχρι που αυτή μετονομάστηκε στην γνωστή σε όλους μας Unisus.

Κοιτώντας πίσω και κάνοντας έναν απολογισμό από την πρώτη Μηχανή του Άλαν Τούρινγκ μέχρι τη στιγμή της απενεργοποίησης του ENIAC, μπορεί στα είκοσι αυτά χρόνια να δει κανείς την γέννηση και το μεγάλωμα ενός μηχανήματος που σήμερα μονοπωλεί σχεδόν τον χρόνο μας και κινεί τους ημερήσιους ρυθμούς της εργασίας μας.

Ο ENIAC ήταν μια από τις πιο ριζοσπαστικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας των Επιστημών και σίγουρα η σημαντικότερη επιστημονική εφεύρεση του Εικοστού Αιώνα. Η τεχνολογική πρόοδος που έφερε όμως μαζί του ο ENIAC στάθηκε ουσιαστικά και η αιτία της σταδιακής παρακμής και του θανάτου του.

Και όπως αναφέρεται και σε ένα έγγραφο του Γραφείου Επιχειρήσεων και Ερευνών του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς με ημερομηνία 14 Ιουνίου 1958, «η παρούσα τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών οφείλεται στον ENIAC, τον πρώτο υπολογιστή στην ιστορία».

Ο «θάνατός» του εκείνο το πρωινό της 2ας Οκτωβρίου 1955 συνέβη από φυσικά αίτια: είχε κάνει τον κύκλο του κι ήταν ώρα να κάνει χώρο για τις νέες γενιές υπολογιστών.