Έφυγε το πιο όμορφο λαϊκό κορίτσι του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η σέξι χορεύτρια με τις καυτές εμφανίσεις, η ηρωίδα μικροαστικών ερώτων, η ατόφια κωμίκα στα νησιώτικα και στα Πλακιώτικα στενάκια, η παρτεναίρ του Βουτσά, του Γεωργίτση, της Λιάσκου, της Λάσκαρη, της Χρονοπούλου. Τη θυμάμαι τόσο στα έγχρωμα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, όσο και στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση: Νέο κορίτσι, κάτω από 20 χρονών, μελαχροινή με παχιά φρύδια και μελαγχολικά μάτια να υποδύεται την αρραβωνιαστικιά του Αλέκου Αλεξανδράκη στην «Άγνωστο» του Ορέστη Λάσκου με την Κυβέλη – λέγεται πως ο ίδιος ο Λάσκος την είχε δει και εντυπωσιασμένος από την εμφάνιση της αποφάσισε να της χαρίσει το κινηματογραφικό ντεμπούτο της. Δεν ήξερε τότε, βέβαια, το λαϊκό κορίτσι από τη Β’ Πειραιά, που μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια όλο αγάπη, ότι δέκα χρόνια αργότερα θα γινόταν πρωταγωνίστρια και ο πόθος του ανδρικού πληθυσμού στη χώρα μας. Περνάνε τα άτιμα τα χρόνια…

Οι άνθρωποι που πρόσφεραν λάμψη έρχεται η ώρα που αποσύρονται από τα φώτα και ζουν είτε με τις αναμνήσεις τους, είτε με σχέδια για το μέλλον. Το ότι η Μάρθα Καραγιάννη είχε βυθιστεί στην άνοια από το 2020 ήταν κάτι που όλοι γνωρίζαμε. Το είχε δημοσιοποιήσει σε άρθρο του ο Νίκος Μουρατίδης, ο οποίος είχε δουλέψει μαζί της στο θέατρο. Ολόκληρη επίθεση είχε δεχτεί για ό,τι έγραψε ο Μουρατίδης, λες και η αλήθεια μπορούσε να κρυφτεί απ’ τους ανθρώπους του συναφιού της τουλάχιστον. Σε τηλεοπτική της εμφάνιση, πάντως, από τη χρονιά του 2019, η Μάρθα φαινόταν να είναι σε πλήρη διαύγεια.

Θα ανασύρω μία δική μου μνήμη από εκείνη τη χρονιά: Γινόταν ένα αφιέρωμα στην Έλενα Ναθαναήλ στο θέατρο «Σταθμός» και ο Θανάσης Νιάρχος με κάλεσε να μιλήσω γι’ αυτήν. Υποτίθεται ότι στο πάνελ θα ήμασταν και θα μιλούσαμε, από λίγο ο καθένας, εγώ, ο Νιάρχος, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Λάκης Κομνηνός και η μοναχοκόρη της Ναθαναήλ, Ίνκα Τσαγκάρη. Είχα μεγάλη αγωνία που θα έβλεπα από κοντά τη Μάρθα Καραγιάννη και που θα ήμασταν στο ίδιο πάνελ κιόλας. Η ώρα περνούσε, είχαν έρθει όλοι – εξαιρουμένου του Κωνσταντίνου -μα η μόνη που δεν είχε δώσει σημεία ζωής ήταν η Καραγιάννη. Μας έπιασε μιαν ανησυχία, τον Νιάρχο βέβαια πιο πολύ απ’ όλους. Σαν κάτι νά’ξερε που δεν το μαρτυρούσε. Η μπαταρία στο κινητό του είχε τελειώσει κι έτσι ζήτησε το δικό μου κινητό για να καλέσει τη Μάρθα. Καμία απάντηση. Δυο και τρεις φορές πήρε απανωτά. Στο τέλος, γυρνάει και μου κάνει: «Αποθήκευσε το νούμερο της Μάρθας μήπως της πάρεις συνέντευξη. Δεν ξέρεις πόσο καλό θα της κάνεις». Δεν ήξερε, βέβαια, ο Θανάσης ότι εγώ την Καραγιάννη την κυνηγούσα για συνέντευξη από το 2015, όταν είχα αναλάβει μια σειρά συνεντεύξεων με σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου -ένα υλικό που οδήγησε στην έκδοση ενός βιβλίου μου από τις εκδόσεις Άπαρσις με τίτλο «Οι 10» (2021). Εκείνην, όμως, ήταν αδύνατο να τη βρω τότε.

Τέλος πάντων, αποθήκευσα το νούμερο της Καραγιάννη, όπως με παρότρυνε ο Νιάρχος, και ένα βράδυ, σχεδόν ένα μήνα αργότερα, συνέβη το εξής: Κατά τις 01.30 χτύπησε το κινητό μου. Κοιμόμουν και πετάχτηκα απάνω. Κοίταξα στην οθόνη και είδα που έγραφε «Μάρθα Καραγιάννη», όπως δηλαδή την είχα «αποθηκεύσει». Στην αρχή τα έχασα, αλλά πήρα θάρρος και απάντησα στην κλήση: «Ναι, κυρία Καραγιάννη, πείτε μου, σας ακούω». Σιγή. Σιγή κι από μένα. Επανέλαβα με γλυκό ύφος: «Κυρία Καραγιάννη, εσείς;» Και τότε άκουσα μια φωνή αδύναμη να μου λέει «Τι κάνετε, πως είστε;» και αμέσως μετά να κλείνει το τηλέφωνο.

Στενοχωρήθηκα πολύ, το λέω ειλικρινά, καθώς είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες ότι η γυναίκα βυθίζεται στην άνοια. Κατάλαβα πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να την ταράξω με το οτιδήποτε. Θυμάμαι πως τη στιγμή που αφαιρούσα το νούμερο της από το κινητό μου, μονολόγησα: ”Γεια σου, ρε Μάρθα, καλό υπόλοιπο ζωής”. Σήμερα αυτό το υπόλοιπο ζωής έφτασε στο τέλος του. Η Μάρθα, το πιο δροσερό πλάσμα των δικών μας sixties, γύρισε το κεφάλι της κι αποκοιμήθηκε για πάντα. Ήταν 82 ετών. Λέγεται πως είχε ένα θλιμμένο μειδίαμα στα χείλη σαν να έλεγε σ’ όλους όσοι μείναμε πίσω: «Καλά ξεμπερδέματα και μένα αφήστε με να κλείσω σε μια ολοζώντανη κορνίζα τα πιο αθώα χρόνια της ζωής σας».

❈ Ο επίλογος από τη συνάδελφο Αλεξάνδρα Τσόλκα με έναν δικό της αποχαιρετισμό, όπως τον δημοσίευσε στο προφίλ της στο Facebook:

«Μια φορά μου είχε πει η Σπεράντζα Βρανά μια ιστορία που έδειχνε πόσο ετοιμόλογη, ευφυής και γυναίκα ήταν η Μάρθα. Πολύ ερωτευμένη με τον ποδοσφαιριστή που σημάδεψε τη ζωή της, ζούσαν μαζί και μια Κυριακή βράδυ έχει τελειώσει απ το θέατρο αυτή, έχει γυρίσει και τον περιμένει. Και περιμένει. Και περιμένει. Τα ξημερώματα έρχεται αυτός, αναμαλλιασμένος, μυρίζει ποτά και αρώματα και έχει μελανιές στο λαιμό, τις οποίες περιεργάζεται ήρεμα εκείνη. «Ξέρεις Μαρθούλα, πήγαμε με τα παιδιά μετα τον αγώνα που κερδίσαμε, να το γιορτάσουμε στα μπουζούκια» δικαιολογείται ο άνδρας «και εκεί που ήμασταν αντροπαρέα, μας την πέφτουν οπαδοί των άλλων, που χάσανε σήμερα και το φυσάγανε και δεν κρύωνε και μας βρίζανε. Και να μη στα πολυλογώ άρχισαν να μας χτυπάνε. Και τους έριξα και εγώ ένα ξύλο!». Ήσυχη και φαρμακερή η Μάρθα του λέει: «Αγάπη μου; Εσύ τους έδερνες και αυτοί σε πιπίλαγαν;»