Τι κι αν τον συνάντησα πρώτη φορά και συνομιλήσαμε πριν από δυόμισι χρόνια; Τον θυμάμαι και νομίζω πως πάντα θα τον θυμάμαι αυτόν τον καλλιτέχνη σαν να τον ήξερα από τότε που θυμάμαι και τον εαυτό μου. «Στου Όθωνα τα χρόνια», «Όνειρο απατηλό», «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα» – τραγούδια που έπαιζαν από τα βινύλια στο πατρικό μου. Έτσι έγινε κι αυτό γράφω, δεν αποτελεί κοινοτοπία ή συναισθηματικό «γέμισμα» σ’ ένα αφιέρωμα στη μνήμη του…
Τον θυμάμαι ακόμη με το βεσπάκι του στην Πειραιώς. Μπροστά εγώ μέσα στο λεωφορείο και πίσω αυτός.Οι επιβάτες είχαν κολλήσει τα πρόσωπα τους στα τζάμια των παραθύρων του λεωφορείου για να δουν τον διάσημο παλαιό τραγουδιστή με τις φαβορίτες. Κι εκείνος το κατάλαβε κι ενόσω οδηγούσε, σήκωσε τα χέρια του από το τιμόνι και χαιρέτισε το μικρό πλήθος του αστικού λεωφορείου.
Τον αναζητούσα για μία συνέντευξη, η οποία και έγινε κάποια στιγμή και νιώθω ευτυχής γι’ αυτό. Δεν είχε χαθεί ο Κόκοτας από το προσκήνιο, ήταν δραστήριος, έκανε ηχογραφήσεις, συμμετείχε σε δίσκους. Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι τη δραστηριότητα του τα τελευταία χρόνια την όφειλε στον επιστήθιο φίλο του, τραγουδοποιό και μαθητή του, τον Παντελή Αμπαζή.
Στα τέλη του 2019 τον είδα live να ερμηνεύει Μίκη Θεοδωράκη στο Καλλιμάρμαρο. Αν και προχωρημένης ηλικίας – είχε περάσει τα 80 – με εντυπωσίασε καθώς διατηρούσε μία γαλλική φινέτσα στην απόδοση του θεοδωρακικού ρεπερτορίου. Δεν αναφέρομαι στο ότι απέδωσε ένα τραγούδι σε ελληνικά και γαλλικά, αλλά σ’ αυτό το μοναδικό αριστοκρατικό του στυλ. Φαινόταν σαν έναν κοσμοπολίτη του τραγουδιού, που σίγουρα ήταν, ασχέτως αν για την πλειοψηφία είχε ταυτιστεί με το καθαρόαιμο έντεχνο – λαϊκό ρεπερτόριο.
Η μοναδική συνάντηση μας έγινε στο καφέ του «Χίλτον». Ήταν εκεί με τον, επίσης τραγουδιστή γιο του, που τον πρόσεχε πολύ, όπως και με τον Παντελή Αμπαζή που είχε μεσολαβήσει για να μου έδινε συνέντευξη. Φαινόταν καλοσυνάτος, σένιος, καλοντυμένος, μα σύντομα κατάλαβα πως οι ερωτήσεις μου τον κούραζαν. Απέναντι μου είχα έναν άνθρωπο που είχε «βαρύνει» και δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να δίνει συνεντεύξεις. Παρόλα αυτά, κάτι καλό βγάλαμε από κοινού νομίζω, όπως είχε πει ο ίδιος στον Αμπαζή για να μου το μεταφέρει.
Τον χαρακτήρισα «Έλληνα Μισέλ Πολναρέφ» και του είχε αρέσει. Τον Πολναρέφ, άλλωστε, τον είχε γνωρίσει στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960, όπως και τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Σαρλ Αζναβούρ και την Πετούλα Κλαρκ. Δεν είχε πάει στη Γαλλία για καριέρα έτσι, στο ξεκάρφωτο, ο Κόκοτας, αλλά είχε συμβόλαιο με καλλιτεχνικό πρακτορείο. Κι αν απέρριψε προτάσεις μέχρι και για σινεμά, είναι σίγουρο πως καλοπέρασε στο εξωτερικό και πιθανώς να έζησε εκεί τα πιο ευτυχισμένα επαγγελματικά του χρόνια.
Αγαπούσε πολύ την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την οποία χαρτζιλίκωνε, όταν είχε χτίσει νωρίς – νωρίς τη μεγάλη καριέρα του στην Ελλάδα μεσούσης της δικτατορίας κι εκείνη αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. «Εσύ θα μεγαλουργήσεις έξω απ’ την Ελλάδα. Όλος ο κόσμος θα μιλάει για σένα» του είχε πει ο μέγας Νίκος Γκάτσος την περίοδο που τον τραγούδησε σε μουσικές του Ξαρχάκου. Κι εκείνο, όμως, το «Όνειρο απατηλό» του Καλδάρα και της Παπαγιαννοπούλου, τι μεγάλο τραγούδι ήτανε! Τον ακούω τώρα, γράφοντας αυτές τις γραμμές, και σκέφτομαι πως η απώλεια του σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής! Μιας εποχής που εμείς ζήσαμε τον απόηχο της, αλλά ευτυχώς προλάβαμε να γνωρίσουμε και να αντιληφθούμε τι σήμαιναν όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές, σαν και του λόγου του, για το ελληνικό γίγνεσθαι μιας συγκεκριμένης περιόδου.
Ο Ξαρχάκος ήταν ο μόνος συνθέτης απ’ τη χρυσή περίοδο του τραγουδιού που ανέλαβε να τον «αναστήσει» καλλιτεχνικά με μια μεγαλειώδη συναυλία στο Ηρώδειο προ ετών. Ο ίδιος είχε πάρει τεράστια χαρά, βλέποντας αναλλοίωτη την αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπο του. Ελάχιστοι βέβαια γνωρίζουν πως ο Κόκοτας είχε τραγουδήσει κάποτε στο πλάι της Φλέρυς Νταντωνάκη, όταν ο Ξαρχάκος είχε φέρει πρώτος στην Ελλάδα την ιδιαίτερη αυτή τραγουδίστρια με μία καθαρόαιμη ηλεκτρική – ποπ θα την έλεγαν τότε – μπάντα.
Ο Κόκοτας δεν ήταν Μπιθικώτσης, δεν ήταν Καζαντζίδης, δεν ήταν Νταλάρας, δεν ήταν Μητροπάνος. Στη συνείδηση μου ήταν ένας ποπ σταρ, ασχέτως – επαναλαμβάνω – λαϊκού ρεπερτορίου. Ένας μπον βιβέρ τύπος, φινετσάτος, που κυνήγησε το τραγουδιστικό ρεύμα της εποχής του και ξεχώρισε με τη ζεστή χαρακτηριστική φωνή του. Η εποχή τον ευνόησε και του δόθηκαν μεγάλα τραγούδια που έχτισαν και το μύθο του ενόσω ο χρόνος περνούσε.
Μύθο έχτισε και με τις φαβορίτες του, βέβαια. Κάποιοι διαφημιστές του είχαν προτείνει ένα μυθώδες ποσό προκειμένου να τις ξυρίσει. Αρνήθηκε! Κάτι παρεμφερές είχε συμβεί την ίδια ακριβώς περίοδο και με τη Μαρίζα Κωχ, όταν της είχαν προτείνει να διαφημίσει σαμπουάν για τα μαλλιά. Κι εκείνη είχε αρνηθεί. «Τη μισή Αθήνα αγόραζες τότε μ’ αυτά τα λεφτά» είχε πει ο Κόκοτας δημόσια, «τρεις πολυκατοικίες αγόραζες τότε» μου’χε εξομολογηθεί η Κωχ για τη δική της περίπτωση. Αμφότεροι ήξεραν πως έτσι ο κόσμος τους είχε μάθει, τους είχε αγαπήσει. Προτίμησαν να μην κάνουν τον κόσμο να νιώσει άβολα απ’ το να εμπλουτίσουν τις τραπεζικές καταθέσεις τους. Respect!
Για τα πάρε – δώσε του με τη χούντα, όπως άλλωστε συνέβη με πολλούς ακόμη συναδέλφους του εκείνα τα χρόνια, ο Κόκοτας ήταν κατηγορηματικός: «Δεν ήμουν ούτε δικός τους, ούτε άνθρωπος της φασαρίας, της διαμαρτυρίας. Ότι μου λέγανε, έκανα». Και δεν ήταν ο μόνος, καλώς ή κακώς.
Παροιμιώδης και η μεγάλη φιλία του με τον Αριστοτέλη Ωνάση και τη Μαρία Κάλλας. Από τον ίδιο άκουσα πως η Κάλλας στο Παρίσι είχε στην προσωπική της συλλογή έξι δικά του βινύλια, τα οποία δημοπρατήθηκαν από τον Οίκο Σόθμπις μαζί και μ’ άλλα προσωπικά της αντικείμενα.
Τον παρατηρούσα να μου αφηγείται τη ζωή του με εμφανή τη δυσκολία να συγκεντρώσει τις σκέψεις και τις μνήμες του. Κατάλαβα πόσο τον έθλιβε να μιλάει για ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή, για τα «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις»…Ήταν ωστόσο δημιουργικός ως το τέλος με πιο πρόσφατες και τελευταίες ηχογραφήσεις της φωνής του στα τραγούδια «Κάθε τέλος και αρχή» (μουσική Παντελή Θαλασσινού) και «Μαύρος ουρανός» (μουσική Λάκη Παπαδόπουλου) – και τα δύο σε στίχους του, επί 25 χρόνια, μαθητή του, Παντελή Αμπαζή.
Επικοινώνησα με τον Αμπαζή που έκλαιγε σαν μωρό παιδί. «Έχασα τον πατέρα μου» μου είπε, «δεν έχω λόγια, δεν ξέρω τι να πω, τι να γράψω. Μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ θέλω να του πω».
Αυτό το ευχαριστώ το λέμε όλοι σήμερα στον Σταμάτη Κόκοτα με μια βαθιά υπόκλιση.
Ήταν 85 ετών και ως αιτία θανάτου αναφέρονται τα φυσικά αίτια.