Κάθε φορά που κλείνει ένα αγαπημένο μου μέρος, ένα μαγαζί σε αυτήν την ρημάδα την πόλη, παθαίνω ένα ράγισμα, αλλά νιώθω και μια αμυδρή γαματοσύνη, εκπορευόμενη από τον θέσει ναρκισσισμό μου ως αθηναιολάτρισσας και αθηναιογραφιά: Υπήρξα εκεί, έχω πάει εκεί, το ξέρω το μέρος. Σε πενήντα χρόνια από σήμερα, γριά ογδοντάρα, ίσως περάσω έξω από την αγαπημένη μου Αστροφεγγιά στα Πατήσια και δω ρομποτάδικο, νυχάδικο, τράπεζα, διαστημικό σταθμό. κάτι, κάτι που δεν θα είναι πάντως η Αστροφεγγιά κι εγώ θα πω, από μέσα μου ή σε κάποιον άνθρωπο, «εδώ ήταν η Αστροφεγγιά, το ρεμπετάδικο».
Βρίσκεται (ακόμα!) στην οδό Κόντου 5 & Πατησίων 294.
Δεν έχω πάει πάρα πολλές φορές εκεί, όσες έχω πάει έχω περάσει χάρμα. Είναι old fashioned από επιλογή, από άποψη, από ωραία, γνήσια ”χωριατιά”. Δεν πάει να καμωθεί το κυριλέ μπουζουξίδικο ή το παμπάλαιο, παραδοσιακό στέκι των κουτσαβάκηδων. It is what it is. Μου θυμίζει χειμώνα το μέρος. Σκαλοπάτια, εντυπωσιακή, ξύλινη πόρτα στην είσοδο, παλιομοδίτικη αίθουσα με τα τραπέζια να κυκλώνουν το πάλκο που δεσπόζει. Μέσα, η κουζίνα πολύβουη. Στα τραπέζια παρέες κάθε ηλικίας, ρετρό αισθητική, εϊτίλα και διάθεση διασκέδασης αλογόκριτης, χωρίς φορεμένες ατμοσφαιρικότητες και κουλτουροποιήσεις της ψυχής του λαϊκου και ρεμπέτικου τραγουδιού. Ενίοτε, σκυλάδικος ήχος, κλαμπατσύμπαλα, σαμπάνιες της συμφοράς, μίνια και διχτυωτά, μπλε σκιές στο κινητό βλέφαρο κυριών που λικνίζονται, μπαρμπάδες κοιλαράδες στα τραπέζια με κομπολόι και στρώσεις λίπους από τα κρέατα στο άνω χείλος, ηδονή ελληνοπρεπής, στέκι κλασικό για τέτοιες φάσεις, για Κυριακή μεσημέρι που πας με ήλιο απ’ έξω και βγαίνεις νύχτα μερακλωμένος, χορτάτος, γελαστός. Γιατί όχικαι ερωτευμένος.
Μια φορά, είχα πάει να ακούσω τον Λεμπέση, τον μπουζουξή, τον ρεμπέτη. Τραγούδαγε μαζί του η Μαρία η Σταφυλοπάτη, μια από τις ωραιότερες φωνές, η οποία χαρίζει στο κοινό της, όταν έχει κέφια, και καμιά γυροβολιά. Από τα τοπ ζεϊμπέκικα, σας λέω. Τότε, εκείνη τη φορά, γνώρισα τον Λάμπρο Κατσάνο, είχε δεν είχε κλείσει τα 20 και μου είπε ότι το μαγαζί ήταν δικό του. Αυτό το ευγενές, αριστοκρατικό πλάσμα με τα ειλικρινή μάτια και την ευγένεια είχε μπει στη νύχτα από μικρός λόγω της οικογενειακής επιχείρησης. Έχασε πολύ νωρίς στην ζωή του τους γονείς του και μετά την ενηλικίωσή του ανασκουμπώθηκε και, σε συνεργασία με τον θείο του, ανέλαβε δράση. Τι πιο ρεμπέτικο από αυτό;
Ο Λάμπρος, τον Οκτώβριο τον φετινό (2023), ανακοινώνει σε φίλους, θαμώνες και συνεργάτες ότι η Αστροφεγγιά κλείνει. Μου εμπιστεύεται τον λόγο, από το μετερίζι της φιλίας μας, δεν μου μιλά δηλαδή ως δημοσιογράφο. Είναι τεχνικοί οι λόγοι, έχουν να κάνουν με το κτίριο και το οικόπεδο. Οι γνωστές αθηναϊκές ιστορίες…Καταρρέει ο πολιτισμός, ελέω αδιαφορίας των θεσμών και του κράτους, για να οικοδομηθεί κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο ο καπιταλισμός, αχόρταγος, πιο αχόρταγος από ποτέ. Η επένδυση φαντάζει γοητευτικότερη της πενιάς, το κέρδος πιο σημαντικό από το ”χάσιμο” της μουσικής και το πολύτιμο της συνάντησης. Διαβάζω τα εξής που γράφει αυτό το αγόρι που ενηλικιώθηκε νωρίς στον προσωπικό του λογαριασμό το Facebook. Παραθέτω αφήνοντας απείραχτα τα γραφόμενά του, με τα κεφαλαία και τα σημεία στίξης που επέλεξε να βάλει ο ίδιος:
«Το μακρινό 1987 γεννιέται μια ιδέα, πάμε ν’ ανοίξουμε ένα ρεμπετάδικο, αφού σ’ αυτά διασκεδάζουμε και αυτό τον τρόπο διασκέδασης αγαπάμε, τα τραγούδια που μιλάνε στην ψυχή μας δηλαδή !
Έτσι ο πατέρας μου, Κώστας Κατσάνος, με τον ενθουσιασμό της νιότης του, χωρίς καταβολές από εύπορη οικογένεια, μόνο με τα ιδανικά του και την ηθική στήριξη της οικογένειας και των φίλων του, ανακαλύπτει το αρχοντικό της οδού Πατησίων και Κόντου και στεγάζει τ’ όνειρό του την “ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ”.
Κι αφού το όνειρο, έχει πάρει σάρκα και οστά, ακολουθούν γλέντια … κάθε μέρα στην ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ είναι μια γιορτή, φοιτητές, εργάτες, μουσικοί όλοι γίνονται μια παρέα στην ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ με συνδετικό κρίκο όλων τον πατέρα μου Κώστα !!! Η ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ έχει γίνει πλέον το “στέκι” της παρέας, εκείνο που θα πας να διασκεδάσεις με την ψυχή σου, υπηρετώντας το ρεμπέτικο και Λαϊκό τραγούδι. Συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστές θα ακολουθήσουν, με την συνέπεια στο κοινό μας αδιαπραγμάτευτη.
Δεκατρία χρόνια μετά από την Ίδρυση της ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ, ο συνδετικός κρίκος των γλεντιών, ο άνθρωπος εκείνος που ήταν η αιτία για όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα, για τον ιστορικό αυτό χώρο, ο πατέρας μου Κώστας φεύγει βιαστικά και πρόωρα από την ζωή. Η ιδέα όμως, το όνειρο που έγινε πραγματικότητα, όλα αυτά που έχει δημιουργήσει, θέτοντας ισχυρές βάσεις, παραμένουν ζωντανά, σημαντική προίκα και κληρονομιά για εμένα τον γιό του Λάμπρο.Κι έτσι από την ενηλικίωση μου, μέχρι και σήμερα συνέχισα να υπηρετώ με συνέπεια την αρχική ιδέα. Όμως όλοι οι κύκλοι κλείνουν κάποια στιγμή, έτσι κι ο κύκλος της “ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ” ήρθε η στιγμή να κλείσει, αφού την θέση του όμορφου αρχοντικού θα πάρει ένα σύγχρονο κτίριο.
Την ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ όμως θα την αποχαιρετήσουμε με γλέντι, τραγούδια και χορούς, όπως ακριβώς της πρέπει, μ’ ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο καλλιτέχνη ΑΝΤΩΝΗ ΡΕΠΑΝΗ, έναν καλλιτέχνη σταθμό για την ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ.Εγώ κι ο γιος του αείμνηστου ΑΝΤΩΝΗ ΡΕΠΑΝΗ, Μανώλης Ρεπάνης, ετοιμάζουμε την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου ένα μεγάλο μουσικό αφιέρωμα στον σπουδαίο αυτό Λαϊκό συνθέτη, μουσικό, τραγουδιστή και την προσφορά του στην ιστορία του Λαϊκού τραγουδιού της χώρας μας. Αποχαιρετάμε λοιπόν μια ολόκληρη εποχή που πέρασε αλλά δεν λησμονήθηκε, με συνοδοιπόρους μας, τους μουσικούς μας φίλους, που υπηρετούν επάξια το λαικό τραγούδι σήμερα. Έτσι την μουσική αυτή βραδιά θα πλαισιώσουν με την φωνή τους, ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΤΑΙΝΑΣ, η ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, η ΑΣΠΑΣΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ και ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ενώ το μουσικό μέρος θα επιμεληθούν, ο επί χρόνια στενός συνεργάτης του Αντώνη Ρεπάνη, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ στο μπουζούκι, ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ στο ακορντεόν και πιάνο, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΥΡΟΣ στα τύμπανα, η ΑΝΤΩΝΙΑ ΤΣΟΛΑΚΗ στο μπάσο και ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΠΠΑΣ στην κιθάρα – μπουζούκι και την επιμέλεια του προγράμματος.»
Δεν θα μπορούσα να λείψω από αυτήν την βραδιά. Συνάντησα ανθρώπους που γνωρίζω χρόνια: την Ντένια την Κουρούση, την Σοφία Παπάζογλου, την Κατερίνα, φάτσες θαμώνω και μουσικών που έχουμε ανταμωθεί αλλού, που κοιταζόμαστε με την κοινή συνομωσία της λατρείας μας για το λαϊκό τραγούδι. Ο Στέλιος Διονυσίου επιβάλλεται στην σκηνή, τραγουδά Στράτο και ο κόσμος γουστάρει. Ο Λάμπρος είναι κάπως νευρικός, αγχωμένος να τους εξυπηρετήσει όλους. Το βλέμμα του είναι θλιμμένο, αν και ο ίδιος είναι πολύ γενναίο παιδί, δεν υπάρχουν πολλά γενναία παιδιά, τόσο προκομμένα, ταλαντούχα και ικανά να φέρουν τον κόσμο τούμπα. Η πορεία του ως επιχειρηματία που επιθυμεί να προσφέρει ποιότητα και πολιτισμό στους ανθρώπους θα συνεχίσει-θα τον συναντάμε στις Διαδρομές (τον άλλο θρύλο της Πατησίων), όπου μαζί με τον θείο του θα κάνει πάλι τα γνωστά του θαύματα.
Όσο γράφω, συνειδητοποιώ ότι αυτό δεν είναι ένα κείμενο τόσο για την Αστροφεγγιά (που άλλοι Αθηναίοι έχουν αγαπήσει και δεθεί μαζί της πολύ περισσότερο από μένα), αλλά για τον Λάμπρο Κατσάνο, που αποτελεί τον αληθή ορισμό του αυτοδημιούργητου ανθρώπου-πήγε παραπέρα την οικογενειακή επιχείρηση και πρόκειται να κάνει πολύ έργο ακόμα. Τα μαγαζιά είναι οι άνθρωποί τους, όχι τα ντουβάρια, είναι οι ιστορίες τους, οι μόχθοι που βιώθηκαν μέσα εκεί, τα όνειρα, όχι τα δοκάρια, τα ταμεία, τα σκαλοπάτια και τα WC τους-μην τα ξαναλέμε. Η Αστροφεγγιά έχει περάσει στις αφηγήσεις της πόλης. Πόσα τσουγκρίσματα, πόσα ταξίμια, πόσα τσιφτετέλια, πόσες μάσες, πόσα φιλιά ερωτικά, πόσες συγκινήσεις πάνω στην κόψη ενός αμανέ; Δεν γράφω ποιητικά. Τα γράφω όπως είναι.
Λάμπρο, αέρα στα πανιά σου, κάνε την πόλη να γλεντά όσο βαστάς και θέλεις! Αντίο, Αστροφεγγιά, αντίο, νύχτες μας παλιές, πάμε να φτιάξουμε καινούργιες τώρα, όχι χωρίς νοσταλγία και καημό για τα περασμένα.