Ούτε 20 χρονών δεν ήταν ο Πάμπλο Πικάσο όταν «προσγειώθηκε» στο Παρίσι, το 1900-1901, στην κοιτίδα της ευρωπαϊκής τέχνης και της ζωγραφικής, με στόχο να φτιάξει εκεί, στην «Πόλη των Φώτων», το όνομά του ως καλλιτέχνη.

Και όμως, σε αυτή την αρκούντως τρυφερή για τον ίδιο ηλικία, ο ισπανός ζωγράφος είχε την ατυχία να πέσει σε μια χωροχρονική συγκυρία όπου όλα γύρω του φάνταζαν για τις γαλλικές Αρχές ως… υπόπτως ύποπτα -ειδικά δε ένας άγνωστος καταλανός ζωγράφος που βρέθηκε ουρανοκατέβατος, μαζί με μια παρέα συμπατριωτών του, στο Παρίσι.

Η συγκεκριμένη χωροχρονική συγκυρία ήταν η δολοφονία, έξι χρόνια πριν, το 1894, του γάλλου προέδρου Σαντί Καρνό από έναν ιταλό αναρχικό. Σχεδόν ταυτόχρονα ελάμβανε χώρα η περιβόητη υπόθεση Ντρέιφους [που κατόπιν έγινε το βιβλίο «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά], κατά την οποία ένας εβραίος λοχαγός καταδικάστηκε (άδικα φυσικά) ότι είχε πουλήσει στρατιωτικά μυστικά στους εχθρούς Γερμανούς. Ο Ντρέιφους διαπομπεύτηκε δημοσίως και το όνομά του «καθάρισε» μετά κόπων και βασάνων.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου λοιπόν, και αρχής γενομένης από το 1894, οι γαλλικές Αρχές ανέλαβαν να σταματήσουν με κάθε τρόπο μια – υποτιθέμενη – εισροή αναρχικών δολοφόνων και άλλων «ανατρεπτικών ξένων στοιχείων» στην Γαλλία.

«Στις 23 Απριλίου του 1894, ένα επίσημο διοικητικό σημείωμα καθόριζε τις κατευθυντήριες αρχές: “Η αστυνομία χρησιμοποιώντας όλους τους διαθέσιμους αξιωματικούς της, θα πραγματοποιήσει επιτήρηση των χώρων συνάντησης των αναρχικών, των μυστικών συνομιλιών τους, των σημείων σύνδεσής τους, των καμπαρέ κ.λπ. Είναι αυτονόητο ότι η αστυνομία απασχολεί ορισμένους μυστικούς συνεργάτες”», αναφέρει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το νέο βιβλίο «Picasso the Foreigner: An Artist in France, 1900-1973» της Ανί Κοέν-Σολάλ, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Smithsonian.

Πράγματι, πολλοί πληροφοριοδότες, κρυφοί και φανεροί, της γαλλικής αστυνομίας κατοικοέδρευαν στο 18ο Διαμέρισμα (Arrondissement) του Παρισιού, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το ατελιέ του τότε 19χρονου Πάμπλο Πικάσο, στην Μπουλβάρ ντε Κλισί.

Ο νεαρός ζωγράφος είχε βρεθεί στην συγκεκριμένη παριζιάνικη γειτονιά με τη βοήθεια ενός δικτύου Καταλανών που είχαν εγκατασταθεί στη Μονμάρτρη τα προηγούμενα 20 χρόνια, έχοντας αντιμετωπίσει προηγουμένως την αστυνομική καταστολή στην πατρίδα τους. Οι άνθρωποι αυτοί, όλοι τους καλλιτέχνες, αλλά και καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της εργατιάς, βοήθησαν τον νεαρό Πάμπλο – έναν 19χρονο Καταλανό που δεν μιλούσε γρι γαλλικά – στα πρώτα του βήματα και «πατήματα» εντός της γαλλικής πρωτεύουσας.

Από την πρώτη του ημέρα στο Παρίσι, ο Πικάσο έκοβε βόλτες στους δρόμους γύρω από το σπίτι του. Παρατηρούσε φυσιογνωμίες, ανθρώπινους χαρακτήρες και σκηνές και κατόπιν πήγαινε στο ατελιέ του και ζωγράφιζε.

Αυτά τα 64 έργα  που ζωγράφισε ο Πικάσο «σε μόλις επτά εβδομάδες πριν από την πρώτη του έκθεση τον Ιούνιο του 1901 – μεταξύ άλλων τα «Πότης Αψεντιού», «Η Αναμονή (Μαργκό)» και «Μητέρα και Παιδί» – προβάλλουν ανατρεπτικούς χαρακτήρες βαμμένους με βίαια χρώματα και με πιτσιλιές κόκκινου που μοιάζουν με πληγές. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι του Παρισιού που συναντούσε ο Πικάσο στους άγριους αστικούς δρόμους, στα καφέ και στα σοκάκια της Μονμάρτρης: φανταχτεροί νάνοι, μορφινομανείς με γυάλινα μάτια, γριές με βαρύ μακιγιάζ που φλέρταραν, κουρασμένες μητέρες που έσερναν πίσω τους τα παιδιά τους», επισημαίνει το άρθρο του Smithsonian, προσθέτοντας ότι τα 64 αυτά έργα «αποκαλύπτουν έναν κόσμο φτώχειας και εξάντλησης».

Εκεί είναι όμως που η κατάσταση περιπλέκεται για τον ίδιο τον Πικάσο.

Σε εκείνη την ομάδα των Καταλανών ex-pats ανήκε και ο Πέρε Μανιάχ, ένας πολύ επιθετικός και νευρικός τύπος που το 1901 κάλεσε τον Πικάσο να μείνει στο διαμέρισμά του ενώ κατόπιν οργάνωσε την πρώτη μεγάλη έκθεση του Πάμπλο στο Παρίσι, στην γκαλερί του εμπόρου έργων τέχνης Αμπρουάζ Βολάρ.

Στις αρχές Μαΐου εκείνης της χρονιάς, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από το ατελιέ του Πικάσο, τέσσερις πληροφοριοδότες της γαλλικής αστυνομίας καθισμένοι σε ένα καφέ στη Μονμάρτρη, άκουγαν, παρακολουθούσαν και έκαναν ερωτήσεις και μετά κρατούσαν σημειώσεις. Και τότε είναι που αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Πικάσο ως «υπόπτου για αναρχική δραστηριότητα».

«Η πρώτη αναφορά της αστυνομίας για τον Πικάσο γράφτηκε από τον αστυνόμο Αντρέ Ρουκιέ και είχε ημερομηνία 18 Ιουνίου. Παρά την προηγούμενη ύπαρξη πληροφοριών για τον Πικάσο, που συγκεντρώθηκαν από τους πληροφοριοδότες, το τελικό έγγραφο ουσιαστικά διαμορφώθηκε από ένα άρθρο του κριτικού Γκουστάβ Κοκιό, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Le Journal” στις 17 Ιουνίου, για την κοινή έκθεση του Πικάσο και του Φρανσίσκο Ιτουρίνο, η οποία είχε εγκαινιαστεί μια εβδομάδα νωρίτερα στην γκαλερί Vollard», σημειώνει το δημοσίευμα, συμπληρώνοντας ότι η κριτική του Κοκιό παρερμηνεύθηκε σκοπίμως από τον Ρουκιέ για να υποστηρίξει το συμπέρασμα στο ήθελε ήθελε εξαρχής να καταλήξει: ότι ο Πικάσο ήταν «ένα αναρχικό και ανατρεπτικό στοιχείο».

Ο Κοκιό επαίνεσε τον Πικάσο ως «έναν εραστή της σύγχρονης ζωής», όμως ο Ρουκιέ πήρε ένα συγκεκριμένο σημείο της κριτικής του Κοκιό, όπου μιλούσε για την θεματολογία των πινάκων του, για «κορίτσια, με φρέσκο πρόσωπο ή με ρημαγμένη εμφάνιση» ή «η βρώμικη, η μεθυσμένη, η κλέφτρα, η δολοφόνος» ή «επαίτες εγκαταλειμμένοι από την πόλη» και, βασιζόμενος την ίδια στιγμή στις αναφορές των τεσσάρων πληροφοριοδοτών του, ο Ρουκιέ έκανε μια αναφορά με αναληθή και εξωφρενικά πράγματα που έβγαλε από το κεφάλι του, όπως το ότι «Ο Πικάσο ζωγράφισε πρόσφατα ξένους στρατιώτες να χτυπούν έναν ζητιάνο που είχε πέσει στο έδαφος. Επιπλέον, στο δωμάτιό του υπάρχουν αρκετοί άλλοι πίνακες που δείχνουν μητέρες να εκλιπαρούν αστούς για ελεημοσύνη, οι οποίοι τις απωθούν».

«Παρασυρόμενος από την υστερία των καιρών, ο Ρουκιέ μετέτρεψε τους πίνακες του Πικάσο σε στοιχεία, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Στη συνέχεια, ο αστυνομικός ανακάτεψε κουτσομπολιά που συγκεντρώθηκαν από το θυρωρείο της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο ζωγράφος, προσθέτοντας σαρωτικές καταγγελίες και συκοφαντίες, όπως το ότι “τον επισκέπτονται αρκετά γνωστά άτομα. Λαμβάνει λίγα γράμματα από την Ισπανία, καθώς και τρεις ή τέσσερις εφημερίδες των οποίων οι τίτλοι είναι άγνωστοι. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί την υπηρεσία ποστ ρεστάντ. Ερχεται και φεύγει σε πολύ ακανόνιστες ώρες· κάθε βράδυ βγαίνει με τον Μανιάκ και επιστρέφει παρά πολύ αργά το βράδυ”», αναφέρει το βιβλίο της συγγραφέως.

Και η αναφορά του Ρουκιέ τελείωνε με την εκπληκτική δήλωση: «Από τα προηγούμενα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Πικάσο συμμερίζεται τις ιδέες του συμπατριώτη του Μανιάχ, που του παρέχει άσυλο. Κατά συνέπεια, [ο Πικάσο] πρέπει να θεωρείται ως αναρχικός – και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ουδέποτε οι τέσσερις πληροφοριοδότες του τού ανέφεραν ότι είχαν εντοπίσει ποτέ τον καλλιτέχνη σε καμία συνάντηση αναρχικών.

Τελικά, ο Ρουκιέ υπέβαλε την έκθεσή του στις 18 Ιουνίου. Λίγες ημέρες αργότερα, ο προϊστάμενός του υπογράμμιζε με μανία με κόκκινο μολύβι τις λέξεις «[ο Πικάσο] θα πρέπει να θεωρείται αναρχικός» και ενώ στην πραγματικότητα, ο Πικάσο έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σχεδόν 43 χρόνια μετά, το 1944.

Σήμερα, οι 64 πίνακες του τότε 19χρονου καλλιτέχνη, που ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1901 για την πρώτη του έκθεση σε μια παρισινή γκαλερί, θεωρούνται αριστουργήματα και πωλούνται σε αστρονομικές τιμές. Το 1901, ωστόσο, αυτοί οι πίνακες χρησιμοποιήθηκαν ως επαρκής αιτία για την παρακολούθηση και παρενόχληση του νεαρού, που το μόνο σφάλμα του ήταν ότι είχε δεχτεί την υποστήριξη της καταλανικής κοινότητας, η οποία ζούσε και δραστηριοποιούταν σε μια συνοικία του Παρισιού όπου «ο κόσμος της διασκέδασης συνάντησε τον κόσμο της αναρχίας», όπως το έθεσε ο γάλλος ιστορικός Λουί Σεβαλιέ.

Σημείωση: Η αστυνομία θα συνέχιζε να παρακολουθεί τον Πάμπλο Πικάσο για τα επόμενα 40 χρόνια.