Το ανθρώπινο γονιδίωμα, το γνωστό μας DNA, έγινε 70 ετών. Πριν ακριβώς τόσα χρόνια, στις 25 Απριλίου του 1953, οι Τζέιμς Γουότσον και Φράνσις Κρικ έκαναν στην επιθεώρηση «Nature» μια από τις πιο σημαντικές δημοσιεύσεις του 20ου αιώνα: την αναλυτική δομή της διπλής έλικας του DNA, μια δημοσίευση που χάρισε στους δυο επιστήμονες ένα βραβείο Νομπέλ το 1962, το οποίο μοιράστηκαν με τον Μόρις Γουίλκινς από το King’s College του Λονδίνου.

Ωστόσο, οι Γουότσον και Κρικ δεν θα ανακάλυπταν ποτέ την δομή του ανθρώπινου γονιδιώματος, του DNA, αν δεν είχαν δίπλα τους την χημικό και ειδική στην κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ του King’s College του Λονδίνου, Ρόζαλιντ Φράνκλιν, η συνεισφορά της οποίας ήταν ανυπολόγιστης αξίας.

Διότι η Φράνκλιν ήταν η πρώτη που κατάφερε και αποτύπωσε τη διπλή έλικα του DNA σε μια διάσημη φωτογραφία, την αποκαλούμενη photograph 51.

Αυτό που πιστεύεται επί 70 χρόνια είναι ότι ο Γουότσον πήρε στα χέρια του την περιβόητη «Φωτογραφία 51» χωρίς να το γνωρίζει η Φράνκλιν και επάνω της βάσισε μαζί με τον Κρικ την ανακάλυψη της δομής του DNA. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει.

Αντίγραφο της «Φωτογραφίας 51» του Linus Pauling, 2 Μαΐου 1953/ Πηγή: Βιβλιοθήκη του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Όρεγκον

Η ιστορία ξεκινάει ως εξής: η ανακάλυψη του DNA υποτίθεται ότι θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς δύο ομάδων, αυτής των Γουότσον και Κρικ από το Κέιμπριτζ και εκείνης των Γουίλκινς και Φράνκλιν από το King’s College. Ωστόσο, ο Γουίλκινς με την Φράνκλιν είχαν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η επιστήμονας να δουλεύει μόνη της και απομονωμένη σε ένα εργαστήριο γεμάτο υγρασία.

Η Φράνκλιν έκανε πειράματα επί πειραμάτων, εν αγνοία των υπολοίπων τριών συναδέλφων της και συνέγραψε τα δικά της αποτελέσματα και συμπεράσματα για τα πειράματα αυτά.

Στη συνέχεια, οι Γουάτσον και Κρικ βασίστηκαν ιδιαίτερα στην έρευνα της Φράνκλιν. Συγκεκριμένα, στηρίχθηκαν σε μια φωτογραφία του DNA που ο Μόρις Γουΐλκινς είχε πάρει από το γραφείο της Φράνκλιν και την έδειξε στον Γουάτσον. Εκείνος αναγνώρισε τη διπλή έλικα, κάτι που τον στήριξε στη συνέχιση των ερευνών του.

Επιπροσθέτως, οι μετρήσεις της, τότε 33χρονης Φράνκλιν, στο κυτταρικό DNA όπως παρουσιάζονταν σε μια μη-δημόσια έκθεση που είδε ο Κρικ. Έτσι αντιλήφθηκε ότι οι δύο έλικες του DNA κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις (ότι δηλαδή είναι αντιπαράλληλες).

Ανέκδοτα σχέδια των εγγράφων της (γραμμένα ακριβώς όταν σκόπευε να φύγει από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου) δείχνουν ότι είχε προσδιορίσει ανεξάρτητα τη συνολική Β-μορφή της έλικας του DNA και τη θέση των φωσφορικών ομάδων στο εξωτερικό της δομής. Επιπλέον, η Φράνκλιν είπε προσωπικά στους Γουάτσον και Κρικ ότι οι σκελετοί έπρεπε να είναι στο εξωτερικό, μια πληροφορία η οποία ήταν αποφασιστικής σημασίας, αφού πριν τόσο οι ίδιοι όσο και ο Λάινους Πόλινγκ είχαν δημιουργήσει ανεξάρτητα μοντέλα με τις αλυσίδες μέσα και τις βάσεις προς τα έξω.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι Γουότσον και Κρικ είχαν παραδεχθεί σε άρθρο που δημοσίευσαν το 1954 και στο οποίο περιέγραφαν την αναλυτική δομή της διπλής έλικας του DNA, ότι «ποτέ δεν θα είχαμε καταφέρει να φτιάξουμε το μοντέλο της διπλής έλικας χωρίς τα στοιχεία της [Φράνκλιν]». Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σημειώσεις της Φράνκλιν που βρήκαν οι δύο καθηγητές-«ντετέκτιβ» σχετικά με ένα σεμινάριο του 1951 ανέφεραν ότι είχε καταλάβει την ελικοειδή μορφή του DNA.

Η Ρόζαλιντ Φράνκλιν στο εργαστήριο

Η αδικία, ωστόσο, είναι ότι σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο όπως (και) αυτόν της επιστήμης, η Φράνκλιν έπρεπε να παλεύει μόνη της για την επαγγελματική της καταξίωση – χωρίς όμως ποτέ της να ανταμειφθεί γι’ αυτήν, καθώς, όπως προείπαμε, το Νομπέλ το πήραν οι τρεις άνδρες συνάδελφοί της και όχι και η ίδια.

Μετά το πέρας των εργασιών της για το DNA, η Φράνκλιν πραγματοποίησε πρωτοποριακή έρευνα σχετική με τον ιό της μωσαϊκής του καπνού και τον ιό της πολιομυελίτιδας.

Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1958, σε ηλικία 37 ετών, από καρκίνο των ωοθηκών λόγω των ραδιενεργών υλικών που χρησιμοποιούσε στη δουλειά της.  Δεν ήταν δυνατό να της απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ, όπως έγινε με τους άλλους τρεις ερευνητές, καθώς το βραβείο απονέμεται μόνο σε πρόσωπα εν ζωή.

Ωστόσο, το σημαντικό ερευνητικό έργο της έχει αναγνωρισθεί, έστω και μετά τον θάνατό της. Το 2013, το Google τίμησε με ειδικό αφιέρωμα τη σπουδαία επιστήμονα.