Ένα τρένο συγκρούεται. Ένα δάσος καίγεται. Ένα καράβι βουλιάζει. Μια γέφυρα γκρεμίζεται. Ένα αεροπλάνο συντρίβεται. Ένα ανθρακωρυχείο ανατινάζεται και ένα φράγμα καταρρέει. Και άνθρωποι πεθαίνουν. Αυτές είναι οι μορφές με τις οποίες η τραγωδία έχει, τα τελευταία χρόνια, χαράξει ένα μοτίβο ανθρώπινης δυστυχίας και πόνου στον πλανήτη μας.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Φεβρουαρίου του 1972, ένα φράγμα ανάσχεσης λυματολάσπης κατέρρευσε στο Buffalo Creek της Δυτικής Βιρτζίνια, προκαλώντας ένα παλιρροϊκό κύμα μαύρης λυματολάσπης που ξεπερνούσε σε ύψος τα δέκα μέτρα, στέλνοντας εκατομμύρια γαλόνια υγρών αποβλήτων στην κοιλάδα από κάτω και πλημμυρίζοντας δεκαέξι πόλεις της περιοχής. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν και χιλιάδες έμειναν άστεγοι. Από τον πληθυσμό των 5.000 κατοίκων, 125 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Πάνω από 1.000 τραυματίστηκαν. Πάνω από 4.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι.
Μελετώντας την καταστροφή, ο κοινωνιολόγος Kai Erikson παρατήρησε δύο τραύματα που στοίχειωσαν την κοινότητα. Το πρώτο ήταν το ατομικό τραύμα, το είδος που συνοδεύεται από όλα τα συμπτώματα της διαταραχής του μετατραυματικού στρες (PTSD), με τα οποία πολλοί από εμάς είμαστε ήδη εξοικειωμένοι. Τα θύματα των πλημμυρών ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και απελπισίας, φόβου και συνεχιζόμενων flashbacks, εθισμού και απομόνωσης.
Υπήρχε όμως και ένα δεύτερο είδος τραύματος, κάτι που τα μεμονωμένα θύματα αισθάνονταν αλλά δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Αυτό ήταν ένα συλλογικό τραύμα: το τραύμα της απώλειας της κοινότητας, ο πόνος ενός διαλυόμενου κοινωνικού ιστού και ενός χαμένου τρόπου ζωής. Η καταστροφή του Buffalo Creek κατέστρεψε όχι μόνο τα σπίτια, αλλά και την ίδια την έννοια του τόπου: κατέστρεψε το ρίζωμα στον τόπο, την αίσθηση προσανατολισμού στον κόσμο και τη θέση του καθενός μέσα σ’ αυτόν.
Η πλημμύρα σκότωσε ένα συλλογικό σώμα, και η απώλεια αυτού του σώματος άφησε απτές ψυχολογικές επιπτώσεις σε όλα τα άτομα που ζούσαν μέσα σε αυτό.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι μια μακροχρόνια ψυχολογική αντίδραση σε ένα τρομακτικό γεγονός, έπειτα από ένα τραυματικό ή στρεσογόνο συμβάν ή έπειτα από μια παρατεταμένη επαναλαμβανόμενη τραυματική εμπειρία. Το PTSD χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως:
Αποφυγή καταστάσεων που σας θυμίζουν το τραυματικό συμβάν
Μπορεί να νιώθετε μουδιασμένοι ή αποκομμένοι συναισθηματικά
Βρίσκεστε σε κατάσταση «εγρήγορσης» συνέχεια και τρομάζετε εύκολα.
Δυσκολίες ύπνου με αϋπνίες, διακεκομμένο ύπνο, εφιάλτες
Ευερεθιστότητα ή πεσμένη διάθεση
Δυσκολία συγκέντρωσης και χαμηλή αυτοεκτίμηση
Το PTSD συχνά συσχετίζεται και με αυξημένη εμπλοκή σε συμπεριφορές για την αντιμετώπισή του, όπως η χρήση ουσιών. Δεν είναι απαραίτητο ότι κάθε εμπειρία ενός τρομακτικού γεγονότος οδηγεί σε μετατραυματικό στρες, αλλά ωστόσο πολλοί άνθρωποι θα εμφανίσουν τουλάχιστον κάποια συμπτώματα μετατραυματικού στρες αμέσως μετά από ένα τραυματικό γεγονός.
Όταν ο κλάδος της ψυχολογίας εξετάζει το PTSD, αναλύει κυρίως αυτό το πρώτο είδος τραύματος που σημείωσε ο Erikson στους επιζώντες της πλημμύρας του Buffalo Creek: την ατομική συναισθηματική και συμπεριφορική αντίδραση. Οι συζητήσεις για το «συλλογικό τραύμα» συχνά παραπέμπονται στον τομέα της κοινωνιολογίας, για να διερευνηθούν με όρους πολιτικής και όχι με όρους θεραπείας.
Αλλά όταν εξετάζουμε τις συλλογικές αντιδράσεις σε τραυματικά κοινωνικά γεγονότα, είναι προφανές ότι υπάρχει κάποια μορφή συλλογικής PTSD.
Πάρτε για παράδειγμα το πολύ πρόσφατο θανατηφόρο δυστύχημα στα Τέμπη. Υπήρξαν πολλές διαβόητες καταστροφές κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αλλά καμία δεν νομίζω ότι τραυμάτισε τόσο βαθιά τη γενιά μας όσο αυτή. Μετά το πολύνεκρο συμβάν, οι φόβοι μετατράπηκαν σε πανικό και πολλαπλασιάστηκαν στην Ελλάδα. Πόσοι άνθρωποι μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα δεν άλλαξαν τα σχέδιά τους για επαγγελματικά ταξίδια και διακοπές; Πόσοι άλλοι ένιωθαν μια έντονη μαχαιριά ανησυχίας καθώς κατέβαιναν τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό πηγαίνοντας στη δουλειά τους; Πόσοι έχουν απλώς συνηθίσει πλέον τόσο πολύ να ζουν με το φόβο, ώστε να αποτελεί μια χαμηλού επιπέδου σταθερά άγχους, στην ήδη αγχώδη ζωή τους; Ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν είναι διάχυτος, διάσπαρτος, ασαφής, όταν δεν συνδέεται με κάτι, όταν παραμένει αποσπασμένος από την πραγματικότητα και αιωρείται ελεύθερα, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία -όταν μας στοιχειώνει χωρίς ορατό ειρμό ή λόγο, όταν η απειλή που θα έπρεπε να φοβόμαστε μπορεί να αναφανεί φευγαλέα παντού, δεν μπορούμε όμως να την αντικρίσουμε πουθενά.
Υπό αυτό το πρίσμα, το συλλογικό τραύμα συμβαίνει όταν μια κοινότητα, μια κοινωνία, ένα χωριό ή ένα έθνος βιώνει μια ακραία αλλαγή ή απώλεια. Η συλλογική θλίψη μπορεί να εκδηλωθεί μετά από μεγάλα γεγονότα όπως: πόλεμος, φυσικές καταστροφές ή άλλα που έχουν ως αποτέλεσμα μαζικές απώλειες ή κάποια μεγάλη τραγωδία. Συνοδεύεται από ένα αίσθημα έλλειψης ελέγχου. Το γεγονός για παράδειγμα ότι δεν ήμασταν σε θέση να αποτρέψουμε τις απώλειες, μας κάνει να αισθανόμαστε ανίσχυροι στον απόηχό της τραγωδίας στα Τέμπη. Και όχι μόνο βιώνουμε αυτή τη συλλογική θλίψη μετά από κάθε στιγμή εθνικής κρίσης, αλλά μπορούμε επίσης να νιώσουμε αυτό που είναι γνωστό ως προληπτική θλίψη καθώς η κρίση συνεχίζεται.
Όταν μια ολόκληρη χώρα βιώνει τη συλλογική και προληπτική θλίψη, αυτό το αίσθημα ότι δεν έχουμε τον παραμικρό έλεγχο στη ζωή μας, η αίσθηση ότι «από τύχη ζούμε», τείνει να γίνει ισχυρότερη από ποτέ. Συνήθως στην καθημερινότητά μας είμαστε συντονισμένοι μόνο με τις δικές μας διαδικασίες θλίψης, ενώ τώρα είμαστε συνδεδεμένοι και συντονισμένοι με τις διαδικασίες θλίψης των άλλων. Γιατί πολύ απλά γνωρίζουμε ότι δυνητικά σε αυτό το τρένο θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς οι ίδιοι, ή τα παιδιά μας, οι αγαπημένοι μας, τα παιδιά των φίλων μας κοκ.
Δεν αναφέρεται μεταφορικά εδώ στο γεγονός ότι το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη δημιούργησε ένα συλλογικό μετατραυματικό στρες.
Μπορούμε να εντοπίσουμε αυτό το μοτίβο σε όλα τα είδη των τόπων που πλήττονται από καταστροφές. Η Νέα Ορλεάνη μετά την Κατρίνα υπέφερε από μια κατακερματισμένη κοινότητα, ο ρατσισμός οξύνθηκε, και υπήρχαν υπερβολικές αντιδράσεις φόβου, βίας και αναταραχής. Όπως σε κάθε καταστροφή, οι απλοί άνθρωποι από τα κάτω επέδειξαν αγάπη και αλτρουισμό, αναζητώντας ένα κοινό έδαφος που θα ένωνε ξανά την κοινότητα. Και, όπως και στις περισσότερες καταστροφές, η κυβερνητική αντίδραση από τα πάνω ήταν η καταστολή, ο εκφοβισμός και η αστυνόμευση, η αντίδραση με φόβο και επιθετικότητα και πλήρη απαξίωση της πρόνοιας και των κοινωνικών δεσμών που παράγουν συλλογική θεραπεία.
Στο Chico της Καλιφόρνια, σχεδόν πέντε χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά Camp Fire που ισοπέδωσε τη γειτονική πόλη Paradise, οι συζητήσεις εξακολουθούν να μαίνονται για τους άστεγους και τη μείωση της βλάβης, με έντονους μετατραυματικούς φόβους. Πολλοί από τους άστεγους κατοίκους του Chico είναι θύματα της πυρκαγιάς που έχασαν τα σπίτια τους, επιβαρύνοντας τους πόρους της πόλης και γίνοντας αποδέκτες ακραίων φόβων και προκαταλήψεων.
Μπορούμε να εντοπίσουμε το μετατραυματικό στρες στον τρόπο με τον οποίο τόσοι πολλοί άνθρωποι βλέπουν τους ξένους: με υπερβολική επιφυλακτικότητα, φόβο, αποφυγή και προκατάληψη. Μπορούμε επίσης να το εντοπίσουμε στον τρόπο με τον οποίο τόσοι πολλοί άνθρωποι σε αυτή τη χώρα βλέπουν τους μετανάστες, τους φυλακισμένους, τους ανθρώπους διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού κτλ. Όποιος έχει μια προσωρινή ασφάλεια εντός της κοινωνίας φοβάται τόσο πολύ μήπως χάσει αυτή την ασφάλεια που υποκύπτει σε ακραία παράνοια και παρόλα αυτά νομίζει ότι είναι λογικός, ορθολογικοποιώντας στην ουσία τον ρατσισμό. Όλα αυτά προκύπτουν από τον φόβο και τις προκαταλήψεις που στην πραγματικότητα είναι μια λαθεμένη αντίδραση στο στρες.
Μερικές φορές, η αντίδραση στο τραύμα είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που δεν μπορούμε καν να θυμηθούμε ποιο ήταν το αρχικό τραύμα. Απλά κολυμπάμε σε μια θάλασσα παθολογικού φόβου και άγχους και το βιώνουμε σαν να είναι φυσιολογικό. Αυτό ακριβώς είναι το συλλογικό μετατραυματικό στρες.
Ξεπερνά κάθε άτομο, αλλά επηρεάζει κάθε άτομο που το εισπνέει. Κατακερματίζει τον κοινωνικό ιστό, διαβρώνοντας την κοινοκτημοσύνη μας τόσο πολύ που έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι η ψυχολογική θεραπεία είναι αποκλειστικά μια ατομική προσπάθεια.
Ωστόσο, ακόμα και η εξατομίκευση της μετατραυματικής διαταραχής είναι μια συλλογική αντίδραση στο τραύμα.
Όμως, η μετατραυματική διαταραχή δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αντιδράσουμε σε ένα τρομακτικό γεγονός. Οι ερευνητές του τραύματος κατανοούν σήμερα το PTSD ως μια μακροχρόνια φυσιολογική επίδραση της αντίδρασης του οργανισμού σε συνθήκες απειλητικές για τη ζωή, όπως είναι η αντίδραση μάχη, φυγή ή πάγωμα (είναι γνωστή και ως αντίδραση οξέος άγχους). Σε στιγμές έντονης απειλής, το σώμα κινητοποιεί τεράστια ενέργεια για να μας βοηθήσει είτε να πολεμήσουμε είτε να καταφύγουμε σε ασφάλεια. Αν δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε τίποτα από τα δύο, τότε «παγώνουμε», μουδιάζουμε και ακινητοποιούμαστε, αποστασιοποιούμαστε για να ξεφύγουμε από την αίσθηση της αδυναμίας.
Το μετατραυματικό στρες είναι μια μακροχρόνια επανενεργοποίηση σε οποιοδήποτε προκαλεί μια απειλή στην ασφάλειά μας και θέτει, πιθανώς, την ίδια την ζωή μας ή τις ζωές άλλων σε κίνδυνο: νιώθουμε να μας πυροδοτεί ένα γεγονός – δηλαδή να μας θυμίζει το τραυματικό γεγονός με τρόπο που το σώμα μας δεν μπορεί να επεξεργαστεί εύκολα εκείνη τη στιγμή – και αντιδρούμε με ένα υπερδιεγερμένο συμπαθητικό νευρικό σύστημα που μας βάζει σε μια αντίδραση μάχης, φυγής ή ψύξης.
Όταν δεν μπορέσαμε να πολεμήσουμε ή να τρέξουμε για ασφάλεια στο αρχικό τραυματικό γεγονός, τότε είναι που «κολλάμε» πιο εύκολα, αντιδρώντας στο τραύμα πολύ καιρό αφότου έχει συμβεί, σαν να εξακολουθεί να συμβαίνει. Το σώμα μας αντιδρά στην αδυναμία που νιώσαμε ενεργοποιώντας εκ νέου την παρόρμηση να πολεμήσουμε ή να φύγουμε. Συνεχίζουμε να αντιδρούμε με την παρόρμηση να πολεμήσουμε ή να φύγουμε μπροστά στα ερεθίσματα μέχρι να μάθουμε να επιστρέφουμε σε αισθήματα ασφάλειας.
Είναι καιρός να αποδεχτούμε ότι το συλλογικό μας σώμα κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Όταν πρόκειται για τη κοινότητα, δεν μπορούμε να δείξουμε τα είδη των φυσιολογικών και νευρολογικών οδών που συνδέουμε με ένα σώμα. Η φράση «συλλογικό σώμα» θεωρείται αντιεπιστημονική, λίγο «γιούχου». Και όμως, αν κοιτάξουμε τις συλλογικές μας αντιδράσεις σε συλλογικά βιωμένα τραύματα, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε όλα τα ίδια σημάδια και συμπτώματα του PTSD.
Όχι, μια συλλογικότητα όπως η ελληνική κοινωνία δεν έχει ιππόκαμπο ή νευρικές οδούς, αλλά έχει θεσμούς και κανάλια επικοινωνίας που εξυπηρετούν παρόμοιες λειτουργίες στο συλλογικό σώμα. Όταν οι κρατικοί θεσμοί -όπως η ΕΛΑΣ μετά τα Τέμπη – αντιδρούν στο τραύμα με υπερδιέγερση, φόβο και βία, το συλλογικό σώμα αντιδρά όπως το ανθρώπινο σώμα σε ένα υπερδραστήριο μεταιχμιακό σύστημα. Τα μέσα ενημέρωσης και τα κανάλια επικοινωνίας παίρνουν τη θέση των νευρικών οδών.
Στο PTSD, ο εγκέφαλος λέει στο σώμα: κίνδυνος, κίνδυνος, απειλείστε, αντιδράστε ανάλογα. Στην Ελλάδα μετά από κάθε καταστροφή, τα μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση είπαν στη χώρα το ίδιο πράγμα.
Ιδανικά, θα θέλαμε οι πολιτικές της κυβέρνησης να αντανακλούν κάποια εξιδανικευμένη ανθρώπινη ευαισθησία – ένα είδος homo politicus που δεν έχει μολυνθεί από τα ευτελή συναισθήματα – αλλά φυσικά αυτό δεν ισχύει. Από το ναυάγιο στην Πύλο και την αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης που είχε ως αποτέλεσμα τον μαζικό πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων, την διαρκή αστυνόμευση και καταστολή των πολιτικών ομάδων και των κινημάτων, την άγρια καταστολή των διαδηλώσεων μετά το θανατηφόρο δυστύχημα στα Τέμπη, μέχρι ορισμένους πολιτικούς που δαιμονοποίησαν τους μετανάστες για τις φωτιές στον Έβρο, οι κρατικές αντιδράσεις είναι ενδεικτικές των παράλογων αντιδράσεων φόβου στο τραύμα. Ο φόβος για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και η αντίδραση με πολιτικές επαγρύπνησης, αποφυγής και βίας: αυτές είναι παράλογες αντιδράσεις στο τραύμα.
Αν θέλουμε να θεραπεύσουμε το συλλογικό τραύμα που στοιχειώνει τα συλλογικά μας σώματα, χρειαζόμαστε λύσεις που να είναι τόσο ψυχολογικές όσο και κοινωνικοπολιτικές. Οι κοινότητες σε όλη τη χώρα έχουν προσπαθήσει να ανταποκριθούν σε κοινωνικά προβλήματα όπως η, οι άστεγοι, τα ψυχικά προβλήματα και ο εθισμός με πιο λογικές, πιο ανθρώπινες πολιτικές, αλλά αυτές οι πολιτικές από μόνες τους δεν φαίνεται να θεραπεύουν το φόβο, την παράνοια και την επιθυμία για μάχη ή φυγή σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ομοίως, άτομα σε όλη τη χώρα έχουμε καταφύγει στην ψυχοθεραπεία ώστε να θεραπευτούμε από τραύματα ή ανθυγιεινούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, αλλά αυτή η συναισθηματική εργασία δεν φαίνεται να αλλάζει από μόνη της τη συλλογική μας νοοτροπία σχετικά με το φόβο και την άμυνα.
Πρέπει να εμπλακούμε σε συλλογικές πρακτικές που είναι τόσο κοινωνικές όσο και συναισθηματικές, απαντώντας στο συλλογικό μας τραύμα με πολιτικές, οικονομικές και προσωπικές αλλαγές που μας οδηγούν προς τη θεραπεία. Χρειαζόμαστε χώρους, για να επεξεργαστούμε το συλλογικό μας τραύμα, συλλογικά.
Ο τομέας της επανορθωτικής δικαιοσύνης μας προσφέρει κρίσιμα εργαλεία για να το κάνουμε αυτό.
Οι κοινωνίες σε όλο τον κόσμο, από τη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ έως τη Χιλή μετά τον Πινοσέτ, έχουν επωφεληθεί από τις δημόσιες επιτροπές αλήθειας και συμφιλίωσης. Αυτοί οι χώροι έδωσαν φωνή όχι μόνο σε ατομικές ιστορίες παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τραυμάτων, αλλά έδωσαν την ευκαιρία να συζητηθούν συλλογικές αφηγήσεις με στόχο την προώθηση της συλλογικής επούλωσης. Ήταν χώροι όπου το τραύμα των όσων συνέβησαν αναγνωρίστηκε δημοσίως και το συλλογικό σώμα τίμησε τη σημασία της επεξεργασίας αυτού του τραύματος ως ολόκληρη η κοινωνία.
Όπως πάντα, η κοινότητα μάς προσφέρει άλλα σημαντικά εργαλεία. Οι κοινότητες σε όλο τον κόσμο ανταποκρίνονται τακτικά στις καταστροφές και τις κρίσεις όχι με κατακερματισμό και φόβο, αλλά με αμοιβαία βοήθεια και αλληλεγγύη. Οι απλοί άνθρωποι πολύ συχνά ανταποκρίνονται στην καταστροφή με συλλογική φροντίδα, αλτρουισμό και κοινοτικό πνεύμα. Στις πυρκαγιές στη Ρόδο για παράδειγμα, όπου συνέβη η μεγαλύτερη εκκένωση στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, οργανωμένη και υλοποιημένη από την κοινωνία, με ελάχιστη υποστήριξη από το κράτος, Αποδεικνύοντας πόσα μπορεί να πετύχει η αυτοοργάνωση ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες.
Το κρίσιμο σε αυτές τις αντιδράσεις είναι ότι πρόκειται για δράσεις μεταξύ του λαού και όχι για επίσημες αντιδράσεις από τα πάνω. Αντιθέτως, μετά από φυσικές ή μη καταστροφές, οι αξιωματούχοι είναι αυτοί που αντιδρούν με παράλογο φόβο και βία.
Αν θέλουμε πιο ορθολογικές, θεραπευτικές απαντήσεις στο συλλογικό τραύμα μπροστά στις καταστροφές, πρέπει να ενδυναμώσουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις από τα κάτω. Οι σχέσεις μεταξύ των κυβερνώντων με τους πολιτών ή των πλουσίων με τους φτωχούς θα παραμένουν πάντοτε άνισες σχέσεις εξουσίας, που δεν επιτρέπουν το είδος της κοινής εμπειρίας μιας κρίσης, η οποία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κρίσης με θεραπεία και αλληλοβοήθεια.
Γείτονας προς γείτονα, φίλος προς φίλο, αυτά είναι τα είδη των κοινωνικών σχέσεων που επιτρέπουν τη εγγύτητα και την κοινότητα μετά την καταστροφή. Αυτά είναι τα είδη κοινωνικών σχέσεων στα οποία μπορούμε να ενσαρκώσουμε την πραγματικότητα ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό, μια πραγματικότητα όπου καταρρίπτει τις ιεραρχίες της εξουσίας.
Για να θεραπεύσουμε το συλλογικό τραύμα, λοιπόν, θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε εκείνες τις πτυχές της ζωής μας στις οποίες μπορούμε να βιώσουμε ξανά σαν ένα συλλογικό σώμα. Πρέπει να καταφέρουμε να μοιραστούμε αυτά που νιώθουμε και να τιμήσουμε τους χώρους δημόσιας θεραπείας, δημόσιας θλίψης και δημόσιας φροντίδας. Πρέπει να ενδυναμώσουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις ώστε να καταφέρουμε να στηριχτούμε σε αυτές.
Οι εδραιωμένες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, όπως μεταξύ κοινωνικών τάξεων, μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, δεν μας επιτρέπουν να βιώσουμε την ενότητά μας μεταξύ μας. Σκίζουν το κοινωνικό σώμα σε κομμάτια καθώς βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, φοβούνται το ένα το άλλο.
Είναι ακριβώς αυτή η απώλεια της κοινοκτημοσύνης που ο Erikson ανακάλυψε ότι ήταν τόσο επιζήμια για τους επιζώντες της καταστροφής του Buffalo Creek.
Είναι ακριβώς αυτή η απώλεια της κοινότητας που διαιωνίζει το φόβο και το άγχος που προέρχεται από το συλλογικό τραύμα.
Σήμερα, στο 2023, το μέλλον μοιάζει εξαιρετικά αβέβαιο και σίγουρα μας προκαλεί υπερβολικό άγχος. Πολύ λίγα πράγματα μπορούμε να θεωρήσουμε ως δεδομένα για το υπόλοιπο της ζωής μας, εκτός από όλα αυτά που φοβόμαστε: καταστροφές, κρίσεις, χάος, αστάθεια, βία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είναι πιθανό να συνεχίσουμε να βιώνουμε συλλογικά τραύματα που ολοένα θα πληθαίνουν και θα χαράζουν όλο και πιο βαθιά τον κοινωνικό ιστό.
Επομένως, ο τρόπος που θα ανταποκριθούμε στα συλλογικά τραύματα είναι ένα πράγμα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι θα καθορίσει το μέλλον μας. Κάθε φορά που προκύπτει ένα νέο τραυματικό γεγονός, έχουμε την ευκαιρία να επιλέξουμε αν θα ανταποκριθούμε με φόβο και κατακερματισμό ή με αλληλεγγύη και θεραπεία. Αν θέλουμε να αντέξουμε μαζί αυτή τη μεγάλη πρόκληση – πρέπει να μάθουμε να ανταποκρινόμαστε στην κρίση και την καταστροφή με συλλογική θεραπεία.
Η πολιτική και η θεραπεία πρέπει να συναντηθούν. Πρέπει να εξετάσουμε τις συλλογικές μας δράσεις μέσα από τον φακό της προώθησης της θεραπείας και να εξετάσουμε τη θεραπεία μας μέσα από τον φακό της αλλαγής της κοινωνίας. Δεν υπάρχει πλέον χώρος για τέτοιους αυθαίρετους διαχωρισμούς, ούτε υπάρχει χρόνος για να αποφύγουμε την ευθύνη μας για την αντιμετώπιση του συλλογικού τραύματος.
Είμαστε όλοι σε ένα πλοίο που βουλιάζει. Πρέπει να μάθουμε να κολυμπάμε. Πρέπει να μάθουμε να θεραπευόμαστε, και να πάρουμε στα σοβαρά τις συλλογικές πτυχές αυτής της θεραπείας, αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση ως ένα σκορποχώρι τραυματισμένων μελών του σώματος, που ψάχνουν απελπισμένα να νιώσουν ασφάλεια.
Διαβάστε επίσης: Κοινωνία του φόβου: Η ανθρωπότητα βιώνει μια αβάσταχτη αβεβαιότητα καθώς βαδίζει προς το άγνωστο