Όταν ξεκίνησε το διατλαντικό δουλεμπόριο, οι υπόδουλοι Αφρικανοί έπλεκαν σπόρους και ρύζι στα μαλλιά τους. Αυτό δεν ήταν απλώς μια υπενθύμιση της πατρίδας και της ταυτότητάς τους- ήταν επίσης μια απτή πράξη εξέγερσης και αντίστασης και ένα απαραίτητο μέσο επιβίωσης σε έναν άγνωστο γι’ αυτούς κόσμο. Βέβαια το φαγητό ως τρόπος διαμαρτυρίας αποτελεί σήμερα ένα καυτό θέμα σε όλο τον κόσμο.

Διαδηλωτές έχουν χρησιμοποιήσει αυγά ως πυρομαχικά στην Ουγγαρία, την Ταϊλάνδη, την Ταϊβάν και σε πολλά άλλα μέρη. Έχουν πετάξει εσπεριδοειδή στην Κύπρο και τη Χιλή, ενώ στην τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στη Νότια Κορέα πετάχτηκαν ντομάτες. Σε ένα άλλο περιστατικό στο Βερμόντ των ΗΠΑ, ένας Άγιος Βασίλης πέταξε μια πίτα στο πρόσωπο του κυβερνήτη κατά την διάρκεια της παρέλασης μιας Εθνικής Επετείου. Στην Ελλάδα δύο χρόνια πριν, αγανακτισμένοι αγρότες και κτηνοτρόφοι στην αντιπεριφέρεια Χανίων έχυσαν γάλα σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Οι Βρετανοί είναι ιδιαίτερα λάτρεις των καυγάδων με φαγητό: Κατά τη διάρκεια της θητείας του Τόνι Μπλερ ως πρωθυπουργού, έγινε στόχος για τα πάντα, από ντομάτες μέχρι αλεύρι και γιαούρτι. Ενώ ο τέως Βρετανός υπουργός Επιχειρήσεων Λόρδος Μάντελσον πήρε μια πλούσια γεύση πράσινης κρέμας, ευγενική χορηγία ενός διαδηλωτή με περιβαλλοντικές ευαισθησίες. Πριν αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια της Εθνικής Συνδιάσκεψης του ΠΑΣΟΚ, ένας ηλικιωμένος κύριος «έλουσε» τον Ευάγγελο Βενιζέλο με γιαούρτι, ενώ στις περσινές φοιτητικές κινητοποιήσεις, φοιτητές στη Θεσσαλονίκη «στόλισαν» με αυγά και γιαούρτια την πρυτανεία του ΑΠΘ.

Πέρυσι, η βρετανική κλιματική ομάδα Just Stop Oil πέταξε σούπα ντομάτας στα ηλιοτρόπια του Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Αργότερα έριξαν κέικ σε ένα κέρινο ομοίωμα του βασιλιά Καρόλου στο Μουσείο Κέρινων Αγαλμάτων Madame Tussauds του Λονδίνου. Διαδηλωτές που ανήκουν στη γερμανική ομάδα Letzte Generation, που πάει να πει Τελευταία Γενιά, πέταξαν πουρέ πατάτας στο έργο Grainstacks του Claude Monet στο Μουσείο Barberini στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Ένας ακτιβιστής στόχευσε με κέικ τη Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Όλα είχαν σκοπό να αφυπνίσουν για την ανθρωπογενή κλιματική καταστροφή.

Το φαγητό έχει μακρά ιστορία ως μέσο πολιτικής διαμαρτυρίας. Ο ιστορικός E.P. Thompson το 1971 έγραψε ότι τα τρόφιμα αποτελούσαν μέρος της «ηθικής οικονομίας» της διαμαρτυρίας στην προβιομηχανική Αγγλία. Οι διατροφικές εξεγέρσεις του 18ου αιώνα -όπως αυτές που έλαβαν χώρα σε όλη την Αγγλία το 1766 για την άνοδο της τιμής του σιταριού και άλλων δημητριακών- ήταν εν μέρει μια απάντηση στην κατάρρευση της παλιάς ηθικής οικονομίας των παροχών και της κοινωνικής πρόνοιας, η οποία αντικαταστάθηκε από τη νέα πολιτική οικονομία της ελεύθερης αγοράς.

Το φαγητό γίνεται επίσης μέρος της φεμινιστικής έκφρασης, όπως συνέβη το 1863 στις εξεγέρσεις για το ψωμί στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, οι οποίες καθοδηγήθηκαν κυρίως από πεινασμένες μητέρες που φώναζαν «ψωμί ή αίμα!»

Τα τρόφιμα έχουν κινητοποιηθεί πολλές φορές έκτοτε ως έκφραση της αίσθησης της αδικίας. Το 2007 και το 2008, σε περισσότερες από 25 χώρες εκτυλίχθηκαν συλλαλητήρια ενάντια στις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της δραματικής αύξησης των τιμών των τροφίμων.

Το φαγητό γίνεται επίσης μέρος της φεμινιστικής έκφρασης, όπως συνέβη το 1863 στις εξεγέρσεις για το ψωμί στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, οι οποίες καθοδηγήθηκαν κυρίως από πεινασμένες μητέρες που φώναζαν «ψωμί ή αίμα!».

Συνδέεται ακόμη και με την εθνική ταυτότητα. Στις διαμαρτυρίες του 2007 για την τορτίγια στο Μεξικό οι διαδηλωτές επινόησαν το σύνθημα “sin maíz, no hay país”, που πάει να πει «χωρίς καλαμπόκι, δεν υπάρχει χώρα».

Ένας διαδηλωτής στο Μεξικό κρατάει μια τορτίγια με το σύνθημα διαμαρτυρίας γραμμένο πάνω της.

Η Just Stop Oil δήλωσε ότι η δική της χρήση της σούπας εφιστά την προσοχή στην κρίση του κόστους ζωής. Η σούπα αποτελεί χαρακτηριστικό γεύμα στις τράπεζες τροφίμων, οι οποίες πολλαπλασιάζονται σε όλη την Ευρώπη.

Η καταγγελία της ομάδας ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ θέρμανσης και φαγητού, είναι μια υπενθύμιση ότι κάποιοι δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια ούτε καν να ζεστάνουν αυτή τη σούπα. Το φαγητό που χρησιμοποιείται ως διαμαρτυρία, γίνεται επομένως ένα πολυεπίπεδο σύμβολο – της κλιματικής κρίσης και της σχετικής κρίσης του κόστους ζωής.

Το φαγητό ως κοινωνική ένταξη

Στο θεμελιώδες άρθρο του το 1981 για τη γαστροπολιτική, ο ανθρωπολόγος Arjun Appadurai υποστήριξε ότι το φαγητό μπορεί είτε να εξυπηρετεί τη συμβολική λειτουργία της ένδειξης της ισότητας, της κοινωνικής συνοχής ή της αλληλεγγύης είτε να χρησιμεύει για τη διατήρηση σχέσεων που χαρακτηρίζονται από ιεραρχία, κοινωνικό αποκλεισμό ή ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, το σιτάρι συνδέεται εδώ και καιρό με την αλληλεγγύη μεταξύ των αγροτών, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να γίνουν εργαλείο ελέγχου όταν βρίσκονται στα χέρια των παγκόσμιων πολυεθνικών εταιρειών σιτηρών, οι οποίες μπορούν να καταλήξουν να αποφασίζουν ποιος έχει πρόσβαση σε αυτούς.

Το φαγητό που πετάνε οι ακτιβιστές υπέρ του κλίματος σε διάσημα έργα τέχνης μπορεί, κατά κάποιον τρόπο, να θεωρηθεί ως μέσο ένταξης. Μπορεί να ερμηνευτεί ως πράξη διαμοιρασμού – και το μοίρασμα του φαγητού είναι ένας από τους βασικότερους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται κοινή κοινότητα και ταυτότητα. Παρόλο που το φαγητό δεν «μοιράζεται» με την παραδοσιακή έννοια, εντούτοις χρησιμεύει ως μέσο για την εδραίωση της ταυτότητας των ακτιβιστών, μέσω του οποίου επικοινωνούν το μήνυμά τους στους άλλους με την ελπίδα να κινητοποιήσουν μια ισχυρή συλλογική αντίδραση.

Έχει επίσης τεκμηριωθεί ότι η δημιουργία νέων κοινωνικών κινημάτων χρησιμοποιεί το φαγητό ως μέρος της διαδικασίας δημιουργίας νέων ταυτοτήτων και δυνατοτήτων δράσης. Αυτή η ένταξη μπορεί να λάβει χώρα σε επίπεδο άλλων ακτιβιστικών ομάδων ως μέρος αυτού που ο κοινωνιολόγος Herbert H. Haines ονομάζει «ριζοσπαστικά παράπλευρα αποτελέσματα».

Αυτό συμβαίνει όταν η ριζοσπαστική παράταξη ενός κοινωνικού κινήματος μπορεί να αυξήσει τόσο την υποστήριξη όσο και την ταύτιση με πιο μετριοπαθείς ομάδες του ίδιου κινήματος. Με άλλα λόγια, οι πιο μετριοπαθείς ομάδες ακτιβιστών για το κλίμα μπορεί να κερδίζουν περισσότερη υποστήριξη και έκθεση χάρη στις ριζοσπαστικές δράσεις που αφορούν τα τρόφιμα, από ομάδες όπως η Just Stop Oil και η Letzte Generation.

Το φαγητό ως κοινωνικός αποκλεισμός

Αλλά το φαγητό μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως μέσο αποκλεισμού. Όπως κατέδειξε ο κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu, το φαγητό μπορεί να καθορίσει ποιοι ανήκουν και ποιοι όχι σε μια κοινωνική ομάδα. Διακρίνει μεταξύ «της γεύσης της ανάγκης» που συνδέεται με τα πιο χορταστικά και οικονομικά τρόφιμα για τις κατώτερες τάξεις και «της γεύσης της εξουσίας ή της πολυτέλειας» για τις ανώτερες τάξεις, οι οποίες έχουν την ελευθερία να ασχολούνται όχι μόνο με το να χορτάσουν αλλά και με τον τρόπο παρουσίασης και την εμπειρία του φαγητού.

Το φαγητό μπορεί να γίνει σύμβολο αυτού που διαχωρίζει τους ισχυρούς από τους ανίσχυρους ή ορισμένες ομάδες από την υπόλοιπη κοινωνία. Στο πλαίσιο του ακτιβισμού για το κλίμα, η χρήση του φαγητού ως ένα από τα μέσα διαμαρτυρίας μπορεί να διαχωρίσει ακόμη περισσότερο τις ομάδες ακτιβιστών από την υπόλοιπη κοινωνία, κάτι που επίσης είναι εμφανές από την κριτική που τους ασκείται.

Όσοι παρατηρούν τη διαμαρτυρία μπορεί να αισθάνονται αηδιασμένοι από την τακτική – είτε ως πράξη βανδαλισμού που αφορά την τέχνη, είτε το ίδιο το φαγητό – ιδιαίτερα σε μια κουλτούρα που αντιτίθεται στη σπατάλη τροφίμων.

Διαδηλωτές κρατούν ένα άδειο κουτάκι σούπας μπροστά από τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ, τα οποία είναι καλυμμένα με ντοματόσουπα.

Ο ανθρωπολόγος David Sutton προτείνει επίσης ότι το φαγητό μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο αμφισβήτησης του λεγόμενου «ορθολογισμού» της αγοράς και άλλων παραδοχών του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο «η γλώσσα του φαγητού είναι μια γλώσσα που πλαισιώνει, που τοποθετεί, που ηθικοποιεί, που αμφισβητεί την υποτιθέμενη ουδέτερη, μη πολιτισμική γλώσσα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας».

Για τον ακτιβισμό για το κλίμα σήμερα αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο: η σχέση μεταξύ της καπιταλιστικής επιδίωξης για κέρδος και της κλιματικής αλλαγής, είναι καλά τεκμηριωμένη. Η χρήση των τροφίμων στις διαμαρτυρίες μπορεί επομένως να είναι ένα σύμβολο της αποτυχίας των κυβερνήσεων να αναδιαρθρώσουν τα πολιτικοοικονομικά μας συστήματα ώστε να εγγυηθούν την βιωσιμότητα του πλανήτη.

Η έντονη αντίθεση μεταξύ της ευχάριστης κατανάλωσης τροφίμων και της χρήσης τους ως εργαλείο καταδίκης της κυβερνητικής αδράνειας – ως έκφραση οργής και απογοήτευσης – αντανακλά την έντονη αντίθεση μεταξύ του οράματος των διαδηλωτών για το μέλλον του πλανήτη και του πολιτικοοικονομικού οράματος των σημερινών κυβερνήσεων.

Το φαγητό αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια ένα ποικιλόμορφο και πολύπλοκο μέσο κοινωνικής διαμαρτυρίας και καθώς η κλιματική κρίση συγκρούεται με την κρίση του κόστους ζωής, φαίνεται να είναι πιο ισχυρό από ποτέ.