Όσο περισσότερο κοιμόμαστε τόσο περισσότερα είναι τα οφέλη – σε επίπεδο ερευνών τουλάχιστον. Πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν ότι ο ύπνος τους δίνει αυξημένη ενέργεια, συναισθηματικό έλεγχο και βελτιωμένη αίσθηση ευεξίας. Όμως μια νέα μελέτη, που συνυπογράφουν οικονομολόγοι του ΜΙΤ, περιπλέκει αυτή την εικόνα, υποδεικνύοντας ότι ο περισσότερος ύπνος, από μόνος του, δεν είναι απαραίτητα επαρκής για να επιφέρει αυτού του είδους τις βελτιώσεις.
Η μελέτη βασίζεται σε ένα ξεχωριστό πείραμα με εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος στο Τσενάι της Ινδίας, όπου οι ερευνητές μελέτησαν τους κατοίκους στο σπίτι τους κατά τη διάρκεια της καθημερινής ρουτίνας τους – και κατάφεραν να αυξήσουν τον ύπνο των συμμετεχόντων κατά περίπου μισή ώρα ανά νύχτα, ένα πολύ σημαντικό κέρδος.
Και όμως, ο περισσότερος νυχτερινός ύπνος δεν βελτίωσε την παραγωγικότητα της εργασίας, τις αποδοχές, τις οικονομικές επιλογές, την αίσθηση ευεξίας ή ακόμη και την αρτηριακή τους πίεση. Το μόνο πράγμα που έκανε, προφανώς, ήταν να μειώσει τον αριθμό των ωρών εργασίας τους.
«Προς έκπληξή μας, αυτές οι παρεμβάσεις στον νυχτερινό ύπνο δεν είχαν καμία απολύτως θετική επίδραση σε κανένα από τα αποτελέσματα που μετρήσαμε», λέει ο Frank Schilbach στο The Brighter Side, οικονομολόγος του ΜΙΤ και συν-συγγραφέας ενός νέου δημοσιεύματος που περιγράφει λεπτομερώς τα ευρήματα της μελέτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν τα εξής:
- Οι σύντομοι ύπνοι βοηθούν την παραγωγικότητα και την αίσθηση ευημερίας
- Οι συμμετέχοντες κοιμόντουσαν τη νύχτα σε δύσκολες συνθήκες, με πολλές διακοπές
- Είναι πιο χρήσιμο οι άνθρωποι να κοιμούνται ήσυχα, αντί να προσθέσουν ώρες στον νυχτερινό τους ύπνο
«Η ποιότητα του ύπνου [των ανθρώπων] είναι τόσο χαμηλή σε συνθήκες όπως στο Τσενάι, που η προσθήκη ύπνου κακής ποιότητας μπορεί να μην έχει τα οφέλη που θα είχε άλλη μισή ώρα ύπνου αν ήταν υψηλότερης ποιότητας», σχολιάζει ο Schilbach.
Η εργασία με τίτλο “The Economic Consequences of Increasing Sleep Among the Urban Poor” (Οι οικονομικές συνέπειες της αύξησης του ύπνου στους φτωχούς των πόλεων) δημοσιεύεται στο The Quarterly Journal of Economics. Οι συγγραφείς της εργασίας είναι ο Pedro Bessone PhD ’21, πρόσφατος απόφοιτος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΜΙΤ, ο Gautam Rao, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ο Schilbach, ο Gary Loveman, Career Development Associate Professor of Economics στο ΜΙΤ, η Heather Schofield, επίκουρη καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή Perelman και στη Σχολή Wharton του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και η Mattie Toma, υποψήφια διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Η φτώχεια ως παράγοντας ανεπαρκούς και κακού ύπνου
Ο Schilbach, λέει ότι η ιδέα της μελέτης προήλθε από άλλες έρευνες που έχουν κάνει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του σε περιοχές όπως το Τσενάι – κατά τη διάρκεια των οποίων παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι με χαμηλό εισόδημα τείνουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις συνθήκες ύπνου εκτός από τις άλλες καθημερινές τους προκλήσεις.
«Στο Τσενάι μπορείς να δεις ανθρώπους να κοιμούνται στα ρικσάου τους [δίκυκλα ή τρίκυκλα καρότσια επιβατών]», λέει ο Schilbach. «Συχνά, υπάρχουν τέσσερα ή πέντε άτομα που κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, όπου είναι θορυβώδη. Βλέπεις ανθρώπους να κοιμούνται σε διαζώματα ή δίπλα σε έναν αυτοκινητόδρομο. Κάνει απίστευτη ζέστη ακόμα και τη νύχτα και υπάρχουν πολλά κουνούπια. Ουσιαστικά, στο Τσενάι, μπορείτε να βρείτε κάθε πιθανό ερεθιστικό παράγοντα ή δυσμενή παράγοντα ύπνου».
Για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές εξόπλισαν τους κατοίκους του Τσενάι με actigraphs, συσκευές που μοιάζουν με ρολόγια χειρός και συμπεραίνουν την κατάσταση του ύπνου από τις κινήσεις του σώματος, γεγονός που επέτρεψε στην ομάδα να μελετήσει τους ανθρώπους στα σπίτια τους – σε αντίθεση με πολλές άλλες μελέτες ύπνου που παρατηρούν τους ανθρώπους σε εργαστηριακό περιβάλλον. Η μελέτη εξέτασε 452 άτομα σε διάστημα ενός μήνα. Σε ορισμένους ανθρώπους δόθηκε ενθάρρυνση και συμβουλές για καλύτερο ύπνο, ενώ άλλοι έλαβαν οικονομικά κίνητρα για να κοιμούνται περισσότερο. Ορισμένα μέλη και των δύο αυτών ομάδων έκαναν επίσης ημερήσιους σύντομους ύπνους (power naps), για να δουν τι επίδραση είχε αυτό.
Στους συμμετέχοντες στη μελέτη δόθηκαν επίσης θέσεις εργασίας με ευέλικτο ωράριο κατά τη διάρκεια του πειράματος, ώστε οι ερευνητές να μπορούν να παρακολουθούν τις επιπτώσεις του ύπνου στην απόδοση και τις αποδοχές των εργαζομένων με λεπτομερή τρόπο.
Συνολικά, οι συμμετέχοντες στη μελέτη κοιμόντουσαν κατά μέσο όρο περίπου 5,5 ώρες ανά νύχτα πριν από την παρέμβαση και πρόσθεσαν 27 λεπτά ύπνου ανά νύχτα κατά μέσο όρο. Ωστόσο, για να κερδίσουν αυτά τα 27 λεπτά, οι συμμετέχοντες ήταν στο κρεβάτι επιπλέον 38 λεπτά ανά νύχτα. Αυτό φωτογραφίζει τις δύσκολες συνθήκες ύπνου των ανθρώπων του Τσενάι, οι οποίοι κατά μέσο όρο ξυπνούσαν 31 φορές ανά νύχτα.
«Έχουν εξαιρετικά λίγες περιόδους που βιώνουν αυτό που ονομάζεται “αναζωογονητικό όφελος” του βαθύ ύπνου. Η ποσότητα του ύπνου αυξήθηκε λόγω των παρεμβάσεων μας, επειδή περνούσαν περισσότερο χρόνο στο κρεβάτι, αλλά η ποιότητα του ύπνου τους παρέμεινε αμετάβλητη», είπε ο Schilbach.
Αυτός θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τον οποίο, σε ένα ευρύ φάσμα μετρήσεων, οι άνθρωποι στη μελέτη δεν βίωσαν θετικές αλλαγές μετά τον περισσότερο ύπνο. Πράγματι, όπως σημειώνει ο Schilbach, «Βρήκαμε μία αρνητική επίδραση. Αν περνάτε περισσότερο χρόνο στο κρεβάτι, τότε έχετε λιγότερο χρόνο για άλλα πράγματα στη ζωή σας».
Από την άλλη πλευρά, οι συμμετέχοντες στη μελέτη στους οποίους επιτρεπόταν να κοιμούνται ενώ εργάζονταν, τα πήγαν καλύτερα σε αρκετές μετρούμενες κατηγορίες.
Οι ερευνητές βρήκαν σαφείς ενδείξεις ότι ο μεσημεριανός ύπνος είχε βελτιώσει την παραγωγικότητα, την γνωστική λειτουργίας τους και την ψυχολογία τους. Επίσης, είδαν πως αυτοί οι σύντομοι ύπνοι δεν αύξησαν το συνολικό εισόδημά τους και ενώ ήταν πιο παραγωγικοί ανά λεπτό εργασίας, στην πραγματικότητα, ξόδεψαν λιγότερο χρόνο για να εργαστούν.
Είναι ο ύπνος αυτοσκοπός;
Ο Schilbach ελπίζει ότι και άλλοι ερευνητές θα ερευνήσουν κάποια από τα περαιτέρω ερωτήματα που έθεσε η μελέτη τους. Περαιτέρω εργασίες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να αλλάξουν τις συνθήκες ύπνου των εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα για να δουν αν η καλή ποιότητα του ύπνου, και όχι μόνο η αυξημένη ποσότητα ύπνου, κάνει τη διαφορά.
Επιπλέον υποστηρίζει ότι μπορεί να είναι σημαντικό να κατανοήσουμε καλύτερα τις ψυχολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της χαμηλής οικονομικής τάξης όσον αφορά τον ύπνο. «Το να είσαι φτωχός είναι πολύ αγχωτικό και αυτό επηρεάζει τον ύπνο σου», σημειώνει. «Η αντιμετώπιση του τρόπου με τον οποίο περιβαλλοντικοί και ψυχολογικοί παράγοντες επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου είναι κάτι που αξίζει να εξεταστεί».
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε – πριν ξεκινήσουμε να αραδιάζουμε τις όποιες απόψεις μας περί ζωής, ευεξίας, αναζωογόνησης κλπ – είναι πως ο ύπνος αποτελεί μέρος της δημόσιας πολιτικής, επηρεαζόμενος από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες όπου ζει ο καθένας μας, και ότι από μόνο του ως στοιχείο της καθημερινότητάς μας δεν αποφέρει αυτόματα ευημερία και έναν ισορροπημένο ρυθμό καθημερινότητας.
Τα τελευταία χρόνια το lifestyle διάφορων CEO και επιτυχημένων προσωπικοτήτων στον τομέα εργασίας τους, γίνεται μανιφέστο αφού δημιουργεί ένα διαδικτυακό περιεχόμενο για τα Μέσα που εναρμονίζεται αποτελεσματικά στην σύγχρονη τάση για πετυχημένη και υγιεινή ζωή.
Αυτές οι συμβουλές έχουν ως βάση ανθρώπους που, πρωτίστως, έχουν εξασφαλίσει την οικονομική τους ευημερία και ανεξαρτησία. Και φυσικά, έτσι, δεν αποκλείονται μόνο οι άνθρωποι της χαμηλής – μεσαίας τάξης, αλλά και αυτοί που εργάζονται σε θέσεις υψηλού/ικανοποιητικού εισοδήματος με κυλιόμενο ωράριο και 24ωρες βάρδιες.
Ο ύπνος, πλέον, αποτελεί προνόμιο και είναι δείκτης κοινωνικής/οικονομικής θέσης. Δεν έχουν όλοι την ίδια πρόσβαση σε αυτόν (από πλευρά ποσότητας), ούτε όλοι μπορούν να έχουν ποιοτικό ύπνο. Τώρα αφού το ξεκαθαρίσαμε, ας κοιμηθούμε ήσυχοι.