Κάθε πτυχή και μορφή της σύγχρονης ανθρώπινης ζωής λειτουργεί εντός των όριά της, εποπτευόμενη από περίπλοκα συστήματα ελέγχου. Όπως αιτιολογεί ο Ζιλ Ντελέζ στο «Υστερόγραφο για τις κοινωνίες του ελέγχου», το σύστημα του ελέγχου είναι δυσδιάκριτο και ριζωμένο στις καθημερινές λειτουργίες της ζωής. Οι μέθοδοι κυριαρχίας, κατά τις οποίες οι πολίτες παρακολουθούνται, δεν γίνονται αντιληπτές ως μέσα ελέγχου αλλά μάλλον ως ασκήσεις ελευθερίας.
Όταν αγοράζετε ένα iPhone, δημιουργείτε έναν λογαριασμό στο Facebook, περνάτε μια πιστωτική κάρτα από το JCC, κάνετε ένα τεστ DNA ή περνάτε από τον έλεγχο του αεροδρομίου, το κάνετε με τη θέλησή σας. Ωστόσο αυτές οι πράξεις ελευθερίας αυξάνουν τη θεσμική εξουσία πάνω σας, παραχωρώντας δεδομένα ή κεφάλαια σε ήδη ισχυρούς θεσμούς.
Αν παραβιάσετε τις λεγόμενες ελευθερίες σας, είναι εύκολο για τους κυβερνητικούς θεσμούς να αναστείλουν την ελευθερία σας ή να σας επιβάλουν απαγορεύσεις. Αυτή είναι ακριβώς είναι η ύπουλη ευφυΐα μιας ελεγχόμενης κοινωνίας, που αντί να χρησιμοποιεί στρατόπεδα ή βία ως πρωταρχικούς μηχανισμούς ελέγχου, όπως παρατηρείται στην ιστορική πειθαρχική κοινωνία που προσδιορίστηκε από τον Μισέλ Φουκώ, χρησιμοποιεί τη μαζική επιτήρηση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που λειτουργούν ως θεσμοί που καθορίζουν την ατζέντα για να διαμορφώνουν το περιεχόμενο της πληροφορίας που φτάνουν στο κοινό.
Η προπαγάνδα για τη δημοκρατία είναι ό,τι η βία για τη δικτατορία
Αντί για λογοκρισία, το κοινό κατακλύζεται από προϊόντα των μέσων ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από ομάδες συμφερόντων. Οι φορείς των μέσων ενημέρωσης επιλέγουν τα θέματα, σκορπούν τον τρόμο και αποφασίζουν για τη διαμόρφωση των θεμάτων, ενώ φιλτράρουν τις πληροφορίες και κατευθύνουν τις συζητήσεις εκεί που θέλουν. Το 1983, το 90% των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης ανήκε σε 50 εταιρείες. Το 2011, το 90% των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης ελεγχόταν από μόλις 6 εταιρείες.
Οι εταιρίες των μέσων ενημέρωσης, παρέχοντας πολιτιστικά προϊόντα που μπορούν να καταναλωθούν μαζικά, δημιουργούν μια συλλογική εμπειρία. Όπως υποστήριξε ο Ζαν Μποντριγιάρ, οι προσομοιώσεις της κοινωνίας συνθέτουν τη συλλογική συνείδηση και κατανόηση του κόσμου. Ο φιλόσοφος υποστηρίζει γενικά ότι στον σύγχρονο πολιτισμό δεν είναι πλέον δυνατόν (ή θεμιτό) να ξεχωρίσουμε το «πραγματικό» από την απομίμηση του, ή το αντίγραφο του πραγματικού. Οι λεγόμενες υπερπραγματικές προσομοιώσεις είναι τόσο ρεαλιστικές, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν είναι πραγματικές ή όχι. Με επίκεντρο το λεγόμενο «υπερπραγματικό», αυτές οι δυνάμεις επηρεάζουν και δημιουργούν την πραγματικότητά μας.
Βιώνοντας πλέον την καταλυτική κυριαρχία των εμπορευμάτων έχουμε ζήσει κάθε όργιο απελευθέρωσης. Συνεχίζουμε ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση, παρότι γνωρίζουμε ότι κατευθυνόμαστε στο κενό, στήνοντας σκηνικά προσομοίωσης.
Μας ταΐζουν με μια παραμορφωμένη εκδοχή της ιστορίας και μας λένε ότι με σκληρή δουλειά και αρετή, θα προκόψουμε. Πρόκειται για την αφήγηση του αμερικανικού ονείρου, που επιβάλλει το ιδανικό της μέγιστης ατομικής ευθύνης, καθοδηγούμενη από την ελεύθερη δράση μας. Οι καμπάνιες μάρκετινγκ μας λένε ότι αγοράζοντας αθλητικά παπούτσια Nike, θα επιφέρουμε κοινωνική δικαιοσύνη, και μέσω της κατανάλωσης βιολογικής σοκολάτας, θα επιλύουμε τα οικολογικά ζητήματα της Μητέρας Γης.
Η κατανάλωση είναι η οικονομική στήριξη του status quo, που ασκείται μέσω της ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τα κοινωνικά κακώς κείμενα. Σύμφωνα με τη λογική της αγοράς, η κοινωνική αλλαγή μπορεί να έρθει με το να ψωνίζουμε επώνυμες ιδεολογίες – όπως ακριβώς τα ενδύματα που εμποτίζονται με μια ψευδο-ιδεολογία, έτσι και τα πολιτικά μας κόμματα παίρνουν τη μορφή επιφανειακών εικόνων του branding. Οι πολιτικοί θα προτείνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά θα παραμελήσουν τα ουσιώδη συστημικά ζητήματα, και ακόμη και αν μια κοινωνική μεταρρύθμιση ανακουφίσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, τελικά καταργείται.
Με ζωές κατακερματισμένες και αλλοτριωμένες, είμαστε αποκομμένοι από κάθε ουσιαστική κοινωνική αλληλεπίδραση με την κοινότητά μας. Ως εκ τούτου, καταφεύγουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κοινωνικό κεφάλαιο και συγχέουμε τα likes και τα σχόλια με την κοινωνικοποίηση. Ακόμα και τα προφίλ μας σχεδιάζονται πλέον ως brands. Μαζικά, οι άνθρωποι αναζητούν τη μοναδικότητα και την ταυτότητά τους μέσω της κατανάλωσης, παραδίδοντας εκούσια το κεφάλαιο και τα δεδομένα τους στα συστήματα ελέγχου.
Σε αυτήν την άκρως ανησυχητική και καινοφανή κατάσταση, το βάθος, η ουσία και η πραγματικότητα συνεχώς απομακρύνονται και μαζί με την τελική εξαφάνισή τους, χάνεται επίσης και η δυνατότητα κάθε δυνατής αντίδρασης. Στην ουσία, πρόκειται για μία εποχή στην οποία οι μάζες ζητούν θέαμα και όχι νόημα και ακολούθως βουλιάζουν μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού».
«Αλήθεια τώρα, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι καλύτερο σαν ανθρωπότητα;»
Σε μια ψηφιακή εποχή, η ιστορία έχει φτάσει σε ένα τέρμα καθώς η πραγματικότητα έχει πια χαθεί μέσα στις απειράριθμες εικόνες με το ανθρώπινο είδος ήδη να προετοιμάζεται για να αντικατασταθεί, τρόπον τινά, από την εικονική του ύπαρξη- από έναν καταιγισμό εικόνων που θα μιλούν από μόνες τους.
Αποδεχόμαστε πρόθυμα αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει ανάγκη για τον Μεγάλο Αδελφό. Το τηλέφωνο στην τσέπη σας έχει μάτια και αυτιά, οι μηχανές αναζήτησης γνωρίζουν τα ψυχολογικά σας προβλήματα και το ημερολόγιο γνωρίζει το μέλλον σας, ενώ οι προσωπικές έξυπνες συσκευές παρακολουθούν τις βιολογικές διεργασίες του σώματός σας, π.χ. μετρητής καρδιακών παλμών, μετρητής βημάτων, αρτηριακή πίεση, πρόγραμμα ύπνου κ.λπ. Ενώ η πειθαρχική κοινωνία καλούσε τους πολίτες της, όπως οι εργάτες του εργοστασίου, να μπαίνουν στη σειρά και να υπακούουν σε απλές εντολές, η κοινωνία του ελέγχου καθιστά τη ζωή μια λειτουργία συνεχούς διαθεσιμότητας και μετρήσιμης απόδοσης.
Ακόμα και όταν έχουμε φύγει από το χώρο εργασίας μας, πρέπει να είμαστε στο τηλέφωνό μας, να απαντάμε σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να προετοιμάζουμε έργα κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου μας. Η τεχνολογία ενισχύει το σύστημα ελέγχου, ενώ οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης καθορίζουν την ατζέντα και οι ειδησεογραφικοί σταθμοί ακολουθούν. Οι κυρίαρχες ηγεμονικές δυνάμεις, που έχουν ενσωματωθεί στην κουλτούρα μας, διαμορφώνουν τη διδακτέα ύλη των δημόσιων σχολείων και μας διδάσκουν την εθνική αφήγηση.
Μας έχουν πείσει, ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος, ότι οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές μας και ότι η κυρίαρχη ιδεολογία μας καθιστά ελεύθερους.
Πριν από την εποχή του ελέγχου, οι φυλακές της πειθαρχικής κοινωνίας αποτελούνταν από φυλακές με κάγκελα.
Τώρα οι κοινωνίες επιτήρησης θα σας δώσουν ένα βραχιολάκι στον αστράγαλο ή θα σας θέσουν υπό επιτήρηση, κρατώντας σας δεμένους στο σύστημα. Παρομοίως, η κοινωνία του ελέγχου μας χειραγωγεί. Η κοινωνία του ελέγχου μας κρατά δεμένους σε ένα σύστημα, Όσο εμείς αγνοούμε τις μεθόδους της, και θεωρούμε τους εαυτούς μας ελεύθερους όσο απομακρυνόμαστε από τις φραγμένες φυλακές, τους στρατώνες, τις ουρές του εργοστασίου και τους βάναυσους καταπιεστές.
Και καθώς παλεύουμε με αυτά τα συστήματα ελέγχου, η σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε γίνει, μας στοιχειώνει και μας προτρέπει να σκεφτούμε: «Αλήθεια τώρα, σαν ανθρωπότητα, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι καλύτερο;».
Δείτε επίσης: Κοινωνία του φόβου: Η ανθρωπότητα βιώνει μια αβάσταχτη αβεβαιότητα καθώς βαδίζει προς το άγνωστο