Όσοι μοιραζόμαστε αυτό το συναίσθημα, συχνά καθόμαστε στο κρεβάτι μας παλεύοντας με την κατάθλιψή μας, προσπαθώντας να μην βουλιάξουμε για πολλή ώρα στην κατήφεια, όση ώρα σκεφτόμαστε πως θα θέλαμε να σπάσουμε τα ταβάνια καθώς κουβαλάμε 20, 30, 40, 50, 60 ή 70 βαριές δεκαετίες στην πλάτη μας. Προσωπικά, ήμουν πάντα νευρική και φοβόμουν να γράψω σε ένα τόσο προσωπικό ή «εκμυστηρευτικό» επίπεδο για τον εαυτό μου, αλλά μέσα από τα χρόνια ανακάλυψα ότι όταν βρίσκομαι σε ένα συναισθηματικό μπλοκάρισμα, μόνο η ωμή ειλικρίνεια μπορεί να το σπάσει. Υπάρχει ένα αίσθημα απελευθέρωσης που έρχεται με το να γίνεσαι ευάλωτος, να ανοίγεσαι συναισθηματικά και κατά κάποιο τρόπο να δημοσιοποιείς την πάθησή σου. Ωστόσο, η έκθεση αυτή συνοδεύεται κι από τόνους άγχους.
Αναρωτιέμαι επίσης για το πόσο ασφαλής είναι αυτή η μορφή προσωπικών αποκαλύψεων και πόσο σοφό είναι να συζητούμε αυτά τα θέματα σε μια εποχή που όλες οι δημόσιες αναρτήσεις μας αναλύονται και αποθηκεύονται για να τις χρησιμοποιήσει αργότερα κάποιος εναντίον μας. Ίσως στο μέλλον να μετανιώσουμε που αποκαλύψαμε τόσα πολλά, αλλά στο παρόν άρθρο θα επιλέξω να παρουσιάσω τα θετικά της δημοσίευσης των συναισθημάτων μας.
Το βρίσκω ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για την κατάθλιψή μας δημόσια οι άνθρωποι συνήθως αισθάνονται την ανάγκη να μας «συνταγογραφήσουν» διάφορα για να βοηθήσουν την κατάσταση. Λες και έχουμε κρυώσει και πρέπει απλώς να πιούμε λίγο τσάι με λεμόνι ή κάτι τέτοιο, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κατάθλιψη είναι, τουλάχιστον για εμάς που την βιώνουμε, κάτι που δημιουργείται δομικά. Έχουμε κατάθλιψη επειδή ζούμε σε έναν πατριαρχικό, καπιταλιστικό κόσμο. Έχουμε κατάθλιψη επειδή συνεχώς γύρω μας δολοφονούνται γυναίκες. Έχουμε κατάθλιψη επειδή το κράτος έχει δυσκολέψει την επιβίωση μας. Έχουμε κατάθλιψη επειδή έχουμε υποστεί τραύματα τόσο στην δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Έχουμε κατάθλιψη επειδή είμαστε άνεργοι, μόνοι, απογοητευμένοι και από το 2008 κι έπειτα αντιμετωπίζουμε μια γενικευμένη αδυναμία κοινωνικής πραγμάτωσης.
Δεν καταλαβαίνω πώς δεν έχουν κατάθλιψη ακόμα περισσότεροι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο κι έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι βιάζονται να κατηγορήσουν για την κατάθλιψη το άτομο που την βιώνει. Μου λένε συχνά, «απλά πρέπει να επικεντρωθείς στα θετικά». Και σκέφτομαι: «Ώπα! Γιατί δεν το σκέφτηκα αυτό; Απλώς θα αγνοήσω τις συγκυρίες που με περιβάλλουν και θα βρω τα καλά πράγματα στη ζωή, όπως για παράδειγμα η μερέντα ή τα πάρτι στην πισίνα. Να, το βρήκα, αυτό είναι!».
Όταν κάποιος δηλώνει ότι έχει κατάθλιψη, όσοι τον ακούνε να μοιράζεται το συναίσθημά του, συνήθως νιώθουν έναν φόβο και μια δυσφορία. Οι άνθρωποι νιώθουν άβολα με την ειλικρίνεια και την αυτογνωσία και βλέπουν τη θλίψη ως αδυναμία, ως κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.
Όμως, δεν είμαστε αδύναμοι και η κατάθλιψή μας δεν είναι αδυναμία. Αυτό υποστηρίζει και η Ann Cvetkovich στο βιβλίο της «Κατάθλιψη: ένα δημόσιο συναίσθημα», το οποίο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω από τη θεματική ενότητα των «δημόσιων συναισθημάτων». Γενικότερα το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε μια ευρύτερη – όλο και αυξανόμενη τάση – που αναγνωρίζει την αδυναμία τόσο της κλασικής ψυχιατρικής όσο και της ψυχολογίας/ψυχανάλυσης να αντιμετωπίσουν και να κατανοήσουν τα ψυχολογικά φαινόμενα στο κοινωνικό τους συγκείμενο. Η Cvetkovich όπως και άλλες φωνές για τις οποίες έχουμε γράψει ξανά (πχ ο Μπρεθιάδο) δείχνουν πώς όσο και να κρύβονται οι ψυχολόγοι πίσω από τις περγαμηνές τους, η γενική επιδείνωση της ψυχικής υγείας κατέδειξε και την αδυναμία τους να κατανοήσουν φαινόμενα μεγάλης κλίμακας.
Στις ΗΠΑ ειδικότερα, πρόγραμμα «Δημόσια συναισθήματα», το οποίο αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, προσπάθησε να κατανοήσει τις συναισθηματικές δυναμικές της σύγχρονης ζωής εντός των δομών πολιτικής και εξουσίας από τις οποίες αναδύονται. Το «Ένα δημόσιο συναίσθημα» διαμορφώνει τα συναισθήματα τόσο ως αντικείμενο ανάλυσης, όσο και ως μεθοδολογικό εργαλείο. Μέσα σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, η Cvetkovich επιδιώκει να διερευνήσει τρόπους γραφής για την κατάθλιψη που απομακρύνονται από τις ιατρικές εννοιολογήσεις, προς ένα μοντέλο της κατάθλιψης ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου – έναν τρόπο απογοήτευσης και δυσαρέσκειας που αντανακλά και παράγεται από τη μορφή και τις υφές της σύγχρονης κοινωνίας και του ύστερου καπιταλισμού. Αντί για μια ασθένεια που μαστίζει το άτομο, αντιλαμβάνεται την κατάθλιψη ως πολιτικό και κοινωνικό συναίσθημα.
Το βιβλίο “Depression: a Public Feeling” συνδυάζει αυτοβιογραφικά μαζί με κριτικά στοιχεία. Η Cvetkovich σκέφτεται ότι ως ακαδημαϊκός επέλεξε να ασχοληθεί με τα την αυτοβιογραφία ώστε να «κατανοήσει καλύτερα πως μπορεί να συνεισφέρει η καταγραφή μιας προσωπικής εμπειρίας στον δημόσιο λόγο», αντί να συμμετέχει στην αποδόμηση και την κριτική του. Η απόφαση ήταν σοφή: το αυτοβιογραφικό τμήμα του κειμένου είναι πλούσιο σε συναισθήματα και καταφέρνει να είναι θετικό χωρίς να γίνεται κοινότυπο. Συγκεκριμένα, η αναφορά της για την κατάθλιψή που η ίδια βίωσε, προσφέρει ένα εύστοχο παράδειγμα του πώς μικρές πράξεις αυτοφροντίδας, όπως για παράδειγμα μια επίσκεψη στον οδοντίατρο, μπορούν να εξουδετερώσουν τις παραλυτικές συνέπειες της κατάθλιψης.
Τέτοιες πράξεις αυτοσυντήρησης επέτρεψαν στην Cvetkovich να ανακτήσει ένα μέρος του ελέγχου -ακόμη και κάποιες φορές παραδιδόταν στην απόγνωση- της ζωής και της ευημερίας της.Οι προσωπικές της μαρτυρίες δεν αφορούν απλώς την περιγραφή των αποτελεσμάτων της φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Η Cvetkovich γράφει για τις εμπειρίες της από τη λήψη φαρμάκων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «ο οδοντίατρος ήταν τελικά πιο χρήσιμος για μένα από τους θεραπευτές», στρέφοντας το ενδιαφέρον της στο πώς δυνάμεις εκτός του πολιτισμικού και ιατρικού status quo μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την κατανόησή μας για την κατάθλιψη.
Στο δεύτερο μισό του κειμένου η Cvetkovich καταπιάνεται με τους τρόπους με τους οποίους η κατάθλιψη ως δημόσιο συναίσθημα μπορεί να διαμορφωθεί και να αμφισβητηθεί από τις πολιτισμικές δυνάμεις. Εδώ, η Cvetkovich αντλεί από την queer θεωρία και διερευνά πώς οι αφηγήσεις που αφορούν την καταπίεση έχουν διαμορφώσει την εμπειρία της συναισθηματικής δυσφορίας. Λέει ότι εδώ ίσως χάθηκε μια ευκαιρία να συζητηθούν οι τρόποι με τους οποίους η πρόσφατη οικονομική ύφεση έχει επηρεάσει την δομή της συναισθηματικής ύφεσης (δηλαδή της κατάθλιψης) και πώς οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις προκαλούν από μόνες τους συναισθηματικές εμπειρίες. Ιδιαίτερα γόνιμη είναι η ενότητα που αναφέρεται στην ιστορία της αποικιοκρατίας, της γενοκτονίας και της καταπίεσης. Η Cvetkovich ισχυρίζεται στην εισαγωγή της ότι «η κατάθλιψη, ή οι εναλλακτικές ονομασίες της, ουσιαστικά αποτελούν έναν τρόπο να περιγράψουμε τον νεοφιλελευθερισμό ή την παγκοσμιοποίηση, την τρέχουσα κατάσταση της πολιτικής οικονομίας, με συναισθηματικούς όρους». Στο κεφάλαιο για τον ρατσισμό η Cvetkovich προχωράει παραπέρα, σε μια κριτική ανάγνωση και επανερμηνεία μιας σειράς κειμένων που διερευνούν τη κληρονομιά των φυλετικών διακρίσεων. Πάντως, μια πληρέστερη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι δομικές φυλετικές ανισότητες επηρεάζουν τη συναισθηματική ζωή του λευκού πληθυσμού θα ήταν ευπρόσδεκτη εδώ, δοθέντος του φυλετικού και κοινωνικοοικονομικού προφίλ της ίδιας της Cvetkovich και των προνομίων που γίνονται εμφανή στο αυτοβιογραφικό τμήμα του βιβλίου.
Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου αυτό το πρόβλημα των προνομίων γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο. Η Cvetkovich βρίσκει προσωρινή ανακούφιση από την κατάθλιψή μέσω κάποιων πνευματικών πρακτικών, «μια εκδοχή της ουτοπίας των τακτικών συνηθειών», η οποία μετατρέπει τις τελετουργίες σε μορφές ενσωμάτωσης. Αυτό, όπως αναγνωρίζει η ίδια, μπορεί να είναι προβληματικό για όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την πνευματική ή οιωνοί θρησκευτική γλώσσα, και πράγματι, η συγγραφέας δεν είναι πειστική. Η λεπτομερής αναφορά της στις συναισθηματικές και πολιτιστικές δυνατότητες της χειροτεχνίας και της εργοθεραπείας, υπολείπεται ενός ριζοσπαστικού εναλλακτικού μοντέλου πολιτιστικής αντιμετώπισης της κατάθλιψης. Παρά ταύτα, το βιβλίο διατυπώνει με επιτυχία έναν νέο τρόπο γραφής που αφορά την κατάθλιψη και θα μπορούσε να υποδείξει μια ενδοσκόπηση στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας σχετικά με την αξία του συνδυασμού της κριτικής ανάλυσης με προσωπικές αφηγήσεις συναισθηματικών εμπειριών.
Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στο ιατρικό μοντέλο της κατάθλιψης: Η συμβολή της Cvetkovich αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον σκοπό αυτό. Η κατάθλιψή δεν αποτελεί πάντα ένα αμιγώς πρόβλημα ψυχικής υγείας και δεν μπορεί κάθε περίπτωση να διορθωθεί με το να επισκεφθούμε έναν ψυχολόγο ή παίρνοντας χάπια. Η κατάθλιψή είναι το άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών αποφάσεων και όλης της σκληρότητας που έχει επιδείξει αυτή η χώρα στους πολίτες της. Η κατάθλιψή σε πολλές περιπτώσεις είναι πολιτική και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.
Όσοι μοιραζόμαστε αυτό το συναίσθημα, συχνά καθόμαστε στο κρεβάτι μας παλεύοντας με την κατάθλιψή μας, προσπαθώντας να μην βουλιάξουμε για πολλή ώρα στην κατήφεια, όση ώρα σκεφτόμαστε πως θα θέλαμε να σπάσουμε τα ταβάνια καθώς κουβαλάμε 20, 30, 40, 50, 60 ή 70 βαριές δεκαετίες στην πλάτη μας. Προσωπικά, ήμουν πάντα νευρική και φοβόμουν να γράψω σε ένα τόσο προσωπικό ή «εκμυστηρευτικό» επίπεδο για τον εαυτό μου, αλλά μέσα από τα χρόνια ανακάλυψα ότι όταν βρίσκομαι σε ένα συναισθηματικό μπλοκάρισμα, μόνο η ωμή ειλικρίνεια μπορεί να το σπάσει. Υπάρχει ένα αίσθημα απελευθέρωσης που έρχεται με το να γίνεσαι ευάλωτος, να ανοίγεσαι συναισθηματικά και κατά κάποιο τρόπο να δημοσιοποιείς την πάθησή σου. Ωστόσο, η έκθεση αυτή συνοδεύεται κι από τόνους άγχους.
Αναρωτιέμαι επίσης για το πόσο ασφαλής είναι αυτή η μορφή προσωπικών αποκαλύψεων και πόσο σοφό είναι να συζητούμε αυτά τα θέματα σε μια εποχή που όλες οι δημόσιες αναρτήσεις μας αναλύονται και αποθηκεύονται για να τις χρησιμοποιήσει αργότερα κάποιος εναντίον μας. Ίσως στο μέλλον να μετανιώσουμε που αποκαλύψαμε τόσα πολλά, αλλά στο παρόν άρθρο θα επιλέξω να παρουσιάσω τα θετικά της δημοσίευσης των συναισθημάτων μας.
Το βρίσκω ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για την κατάθλιψή μας δημόσια οι άνθρωποι συνήθως αισθάνονται την ανάγκη να μας «συνταγογραφήσουν» διάφορα για να βοηθήσουν την κατάσταση. Λες και έχουμε κρυώσει και πρέπει απλώς να πιούμε λίγο τσάι με λεμόνι ή κάτι τέτοιο, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κατάθλιψη είναι, τουλάχιστον για εμάς που την βιώνουμε, κάτι που δημιουργείται δομικά. Έχουμε κατάθλιψη επειδή ζούμε σε έναν πατριαρχικό, καπιταλιστικό κόσμο. Έχουμε κατάθλιψη επειδή συνεχώς γύρω μας δολοφονούνται γυναίκες. Έχουμε κατάθλιψη επειδή το κράτος έχει δυσκολέψει την επιβίωση μας. Έχουμε κατάθλιψη επειδή έχουμε υποστεί τραύματα τόσο στην δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Έχουμε κατάθλιψη επειδή είμαστε άνεργοι, μόνοι, απογοητευμένοι και από το 2008 κι έπειτα αντιμετωπίζουμε μια γενικευμένη αδυναμία κοινωνικής πραγμάτωσης.
Δεν καταλαβαίνω πώς δεν έχουν κατάθλιψη ακόμα περισσότεροι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο κι έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι βιάζονται να κατηγορήσουν για την κατάθλιψη το άτομο που την βιώνει. Μου λένε συχνά, «απλά πρέπει να επικεντρωθείς στα θετικά». Και σκέφτομαι: «Ώπα! Γιατί δεν το σκέφτηκα αυτό; Απλώς θα αγνοήσω τις συγκυρίες που με περιβάλλουν και θα βρω τα καλά πράγματα στη ζωή, όπως για παράδειγμα η μερέντα ή τα πάρτι στην πισίνα. Να, το βρήκα, αυτό είναι!».
Όταν κάποιος δηλώνει ότι έχει κατάθλιψη, όσοι τον ακούνε να μοιράζεται το συναίσθημά του, συνήθως νιώθουν έναν φόβο και μια δυσφορία. Οι άνθρωποι νιώθουν άβολα με την ειλικρίνεια και την αυτογνωσία και βλέπουν τη θλίψη ως αδυναμία, ως κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί.
Όμως, δεν είμαστε αδύναμοι και η κατάθλιψή μας δεν είναι αδυναμία. Αυτό υποστηρίζει και η Ann Cvetkovich στο βιβλίο της «Κατάθλιψη: ένα δημόσιο συναίσθημα», το οποίο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω από τη θεματική ενότητα των «δημόσιων συναισθημάτων». Γενικότερα το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε μια ευρύτερη – όλο και αυξανόμενη τάση – που αναγνωρίζει την αδυναμία τόσο της κλασικής ψυχιατρικής όσο και της ψυχολογίας/ψυχανάλυσης να αντιμετωπίσουν και να κατανοήσουν τα ψυχολογικά φαινόμενα στο κοινωνικό τους συγκείμενο. Η Cvetkovich όπως και άλλες φωνές για τις οποίες έχουμε γράψει ξανά (πχ ο Μπρεθιάδο) δείχνουν πώς όσο και να κρύβονται οι ψυχολόγοι πίσω από τις περγαμηνές τους, η γενική επιδείνωση της ψυχικής υγείας κατέδειξε και την αδυναμία τους να κατανοήσουν φαινόμενα μεγάλης κλίμακας.
Στις ΗΠΑ ειδικότερα, πρόγραμμα «Δημόσια συναισθήματα», το οποίο αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, προσπάθησε να κατανοήσει τις συναισθηματικές δυναμικές της σύγχρονης ζωής εντός των δομών πολιτικής και εξουσίας από τις οποίες αναδύονται. Το «Ένα δημόσιο συναίσθημα» διαμορφώνει τα συναισθήματα τόσο ως αντικείμενο ανάλυσης, όσο και ως μεθοδολογικό εργαλείο. Μέσα σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, η Cvetkovich επιδιώκει να διερευνήσει τρόπους γραφής για την κατάθλιψη που απομακρύνονται από τις ιατρικές εννοιολογήσεις, προς ένα μοντέλο της κατάθλιψης ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου – έναν τρόπο απογοήτευσης και δυσαρέσκειας που αντανακλά και παράγεται από τη μορφή και τις υφές της σύγχρονης κοινωνίας και του ύστερου καπιταλισμού. Αντί για μια ασθένεια που μαστίζει το άτομο, αντιλαμβάνεται την κατάθλιψη ως πολιτικό και κοινωνικό συναίσθημα.
Το βιβλίο “Depression: a Public Feeling” συνδυάζει αυτοβιογραφικά μαζί με κριτικά στοιχεία. Η Cvetkovich σκέφτεται ότι ως ακαδημαϊκός επέλεξε να ασχοληθεί με τα την αυτοβιογραφία ώστε να «κατανοήσει καλύτερα πως μπορεί να συνεισφέρει η καταγραφή μιας προσωπικής εμπειρίας στον δημόσιο λόγο», αντί να συμμετέχει στην αποδόμηση και την κριτική του. Η απόφαση ήταν σοφή: το αυτοβιογραφικό τμήμα του κειμένου είναι πλούσιο σε συναισθήματα και καταφέρνει να είναι θετικό χωρίς να γίνεται κοινότυπο. Συγκεκριμένα, η αναφορά της για την κατάθλιψή που η ίδια βίωσε, προσφέρει ένα εύστοχο παράδειγμα του πώς μικρές πράξεις αυτοφροντίδας, όπως για παράδειγμα μια επίσκεψη στον οδοντίατρο, μπορούν να εξουδετερώσουν τις παραλυτικές συνέπειες της κατάθλιψης.
Τέτοιες πράξεις αυτοσυντήρησης επέτρεψαν στην Cvetkovich να ανακτήσει ένα μέρος του ελέγχου -ακόμη και κάποιες φορές παραδιδόταν στην απόγνωση- της ζωής και της ευημερίας της.Οι προσωπικές της μαρτυρίες δεν αφορούν απλώς την περιγραφή των αποτελεσμάτων της φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Η Cvetkovich γράφει για τις εμπειρίες της από τη λήψη φαρμάκων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «ο οδοντίατρος ήταν τελικά πιο χρήσιμος για μένα από τους θεραπευτές», στρέφοντας το ενδιαφέρον της στο πώς δυνάμεις εκτός του πολιτισμικού και ιατρικού status quo μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την κατανόησή μας για την κατάθλιψη.
Στο δεύτερο μισό του κειμένου η Cvetkovich καταπιάνεται με τους τρόπους με τους οποίους η κατάθλιψη ως δημόσιο συναίσθημα μπορεί να διαμορφωθεί και να αμφισβητηθεί από τις πολιτισμικές δυνάμεις. Εδώ, η Cvetkovich αντλεί από την queer θεωρία και διερευνά πώς οι αφηγήσεις που αφορούν την καταπίεση έχουν διαμορφώσει την εμπειρία της συναισθηματικής δυσφορίας. Λέει ότι εδώ ίσως χάθηκε μια ευκαιρία να συζητηθούν οι τρόποι με τους οποίους η πρόσφατη οικονομική ύφεση έχει επηρεάσει την δομή της συναισθηματικής ύφεσης (δηλαδή της κατάθλιψης) και πώς οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις προκαλούν από μόνες τους συναισθηματικές εμπειρίες. Ιδιαίτερα γόνιμη είναι η ενότητα που αναφέρεται στην ιστορία της αποικιοκρατίας, της γενοκτονίας και της καταπίεσης. Η Cvetkovich ισχυρίζεται στην εισαγωγή της ότι «η κατάθλιψη, ή οι εναλλακτικές ονομασίες της, ουσιαστικά αποτελούν έναν τρόπο να περιγράψουμε τον νεοφιλελευθερισμό ή την παγκοσμιοποίηση, την τρέχουσα κατάσταση της πολιτικής οικονομίας, με συναισθηματικούς όρους». Στο κεφάλαιο για τον ρατσισμό η Cvetkovich προχωράει παραπέρα, σε μια κριτική ανάγνωση και επανερμηνεία μιας σειράς κειμένων που διερευνούν τη κληρονομιά των φυλετικών διακρίσεων. Πάντως, μια πληρέστερη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι δομικές φυλετικές ανισότητες επηρεάζουν τη συναισθηματική ζωή του λευκού πληθυσμού θα ήταν ευπρόσδεκτη εδώ, δοθέντος του φυλετικού και κοινωνικοοικονομικού προφίλ της ίδιας της Cvetkovich και των προνομίων που γίνονται εμφανή στο αυτοβιογραφικό τμήμα του βιβλίου.
Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου αυτό το πρόβλημα των προνομίων γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο. Η Cvetkovich βρίσκει προσωρινή ανακούφιση από την κατάθλιψή μέσω κάποιων πνευματικών πρακτικών, «μια εκδοχή της ουτοπίας των τακτικών συνηθειών», η οποία μετατρέπει τις τελετουργίες σε μορφές ενσωμάτωσης. Αυτό, όπως αναγνωρίζει η ίδια, μπορεί να είναι προβληματικό για όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την πνευματική ή οιωνοί θρησκευτική γλώσσα, και πράγματι, η συγγραφέας δεν είναι πειστική. Η λεπτομερής αναφορά της στις συναισθηματικές και πολιτιστικές δυνατότητες της χειροτεχνίας και της εργοθεραπείας, υπολείπεται ενός ριζοσπαστικού εναλλακτικού μοντέλου πολιτιστικής αντιμετώπισης της κατάθλιψης. Παρά ταύτα, το βιβλίο διατυπώνει με επιτυχία έναν νέο τρόπο γραφής που αφορά την κατάθλιψη και θα μπορούσε να υποδείξει μια ενδοσκόπηση στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας σχετικά με την αξία του συνδυασμού της κριτικής ανάλυσης με προσωπικές αφηγήσεις συναισθηματικών εμπειριών.
Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στο ιατρικό μοντέλο της κατάθλιψης: Η συμβολή της Cvetkovich αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον σκοπό αυτό. Η κατάθλιψή δεν αποτελεί πάντα ένα αμιγώς πρόβλημα ψυχικής υγείας και δεν μπορεί κάθε περίπτωση να διορθωθεί με το να επισκεφθούμε έναν ψυχολόγο ή παίρνοντας χάπια. Η κατάθλιψή είναι το άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών αποφάσεων και όλης της σκληρότητας που έχει επιδείξει αυτή η χώρα στους πολίτες της. Η κατάθλιψή σε πολλές περιπτώσεις είναι πολιτική και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.