Ξέρετε αυτό το συναίσθημα που νιώθετε όταν ξέρετε ότι κανονικά θα έπρεπε να δουλεύετε, αλλά αντ’ αυτού κάθεστε αποσβολωμένοι Netflix; Αυτήν την ενοχή που σου σφίγγει το στομάχι κόμπους και που έρχεται όχι μόνο με την αναβλητικότητα, αλλά κι όταν κάνεις οτιδήποτε στον ελεύθερο χρόνο σου που δεν σχετίζεται με την δουλειά; Αυτό είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού.
Τα οικονομικά και πολιτικά μειονεκτήματα του καπιταλισμού έχουν σίγουρα αναλυθεί εκτενώς, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να συζητήσουμε το προσωπικό τίμημα της καπιταλιστικής καταπίεσης στο άτομο, σε εμάς. Εν ολίγοις, ο καπιταλισμός σκοτώνει τον ελεύθερο χρόνο. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, υπάρχει μια συνεχής πίεση στους εργαζόμενους να είναι κερδοφόροι, να είναι εμπορεύσιμοι. Έτσι, ακόμη και όταν δεν έχεις δουλειά, νιώθεις ότι πρέπει να είσαι παραγωγικός και να κάνεις κάτι. Διαφορετικά, γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι η εργασία γίνεται κυριολεκτικά ολόκληρη η ζωή σας, ο λόγος ύπαρξής σας. Θυμηθείτε την ιεραρχία των αναγκών του Μάσλοου: στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση. Για τον Μαρξ, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εργασίας: «Η εργασία πρέπει να γίνει όχι μόνο μέσο ζωής, αλλά και η υψηλότερη επιθυμία στη ζωή» (από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Ωστόσο, στον καπιταλισμό, η εργασία είναι ακριβώς αυτό που μας εμποδίζει από την αυτοπραγμάτωση. Σε ένα σύστημα που η επιβίωσή του βασίζεται στην ανισότητα, μια ώρα από τον χρόνο ενός εργάτη δεν ισούται με μια ώρα από τον χρόνο ενός καπιταλιστή. Ουσιαστικά, οι καπιταλιστές κερδίζουν περισσότερα καθώς εργάζονται λιγότερο. Αυτό οδηγεί σε άνιση κατανομή και συσσώρευση πλούτου, η οποία με τη σειρά της προκαλεί φθίνουσες αποδόσεις για τους εργαζόμενους. Αυτή η ανισότητα αποτελεί πρόβλημα σε συλλογικό ταξικό επίπεδο και η επίπτωση σε ατομικό επίπεδο είναι ότι οι εργαζόμενοι αισθάνονται απογοητευμένοι από την εργασία και αποξενωμένοι από το σύστημα που τους θεωρεί ότι αξίζουν λιγότερο από τα αφεντικά τους.
Στον 21ο αιώνα, η μονοτονία μιας δουλειάς 9 με 5 (στην καλύτερη) και η ματαιότητα της προσπάθειας να γίνεις πλούσιος μέσω σκληρής δουλειάς έχουν πραγματικά αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία. Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» (burnout) χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια κατάσταση συναισθηματικής και σωματικής εξάντλησης στο πλαίσιο της εργασίας, και είναι φαινόμενο με σημαντικό αντίκτυπο στη σύγχρονη κουλτούρα, ειδικά στις «δυτικού τύπου» κοινωνίες και την Ιαπωνία. Είναι στην πραγματικότητα η εξάντληση της σωματικής ή συναισθηματικής δύναμης καθώς και η απουσία κινήτρων που συνήθως έρχεται ως αποτέλεσμα καταστάσεων παρατεταμένου στρες ή απογοήτευσης κι αποτελεί σοβαρή ανησυχία μεταξύ των εργαζομένων.
Πολλές θέσεις εργασίας απαιτούν τόση ψυχική δύναμη, που οι εργαζόμενοι καλούνται να διαχωρίσουν τα άγχη τους και την πίεση που νιώθουν. Στην πραγματικότητα, ο διαχωρισμός αυτός είναι ένας γνωστικός μηχανισμός άμυνας που προκαλείται από αντικρουόμενες εσωτερικές αξίες. Είναι κάτι που το υποσυνείδητό μας κάνει αυτόματα ως απάντηση σε βλάβες, αν και μπορούμε επίσης να επιλέξουμε ενεργά να διαχωρίσουμε ορισμένες πτυχές της ζωής μας για να διατηρήσουμε τη συναισθηματική μας υγεία. Συνολικά, πιστεύω ότι είναι μια υγιής πρακτική όταν γίνεται με μέτρο, αλλά όταν γίνεται απαραίτητο εργαλείο επιβίωσης στον εργασιακό χώρο, έχουμε πρόβλημα. Αυτό που προτείνουν οι καπιταλιστές είναι ότι αν η δουλειά σας παρεμβαίνει στις προσωπικές σας προτεραιότητες, στις ηθικές αξίες ή στη συνολική ψυχική σας υγεία, απλά πρέπει να τα διαχωρίσετε σε ξεχωριστά κουτιά στο μυαλό σας και είστε έτοιμοι να γίνετε πιο παραγωγικοί! Με αυτόν τον τρόπο, ο διαχωρισμός γίνεται ένα άλλο είδος καταμερισμού της εργασίας, αυτή τη φορά όμως δεν λαμβάνει χώρα στη γραμμή παραγωγής σε ένα εργοστάσιο κονσέρβας του 1900, αλλά στο μυαλό σας, με αποτέλεσμα να σας αλλοτριώνει ακόμη περισσότερο. Στους ανθρώπους που βιώνουν επαγγελματική εξουθένωση συνήθως προτείνεται να πάρουν ένα διάλειμμα από τη δουλειά, να ασχοληθούν με χειροτεχνία, να γυμνάζονται περισσότερο ή να πάνε διακοπές. Βασικά, τους συμβουλεύουν να επικεντρωθούν στην προσωπική τους ανάπτυξη εκτός εργασίας, επειδή η έλλειψή της είναι αυτό που οδηγεί εξαρχής στην εξουθένωση. Εκτός από το άγχος, και συχνά εξαιτίας αυτού, τα άκαμπτα ωράρια εργασίας οδηγούν σε κατάθλιψη και άγχος.
Το θέμα είναι ότι στον καπιταλισμό το χρήμα είναι η απόλυτη επιβράβευση, ο πρωταρχικός στόχος της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εργασία που δεν φιλοδοξεί να κερδίσει χρήματα απονομιμοποιείται αμέσως. Ακόμα και οι σπουδές δεν θεωρούνται κερδοφόρες – όπως οι τέχνες – θεωρούνται άχρηστες και κατώτερες, γιατί σου λένε «τι θα κάνεις με αυτό το πτυχίο;».
Από την άλλη, το να έχεις κάποιο χόμπι στο οποίο δεν είσαι ιδιαίτερα καλός γίνεται επίσης σημείο προσωπικής αποτυχίας, γιατί να μπαίνεις στον κόπο να ζωγραφίζεις όταν είσαι κακός σε αυτό; Δεν μπορείτε να κερδίσετε χρήματα από αυτό- δεν μπορείτε να το αξιοποιήσετε οικονομικά. Τα χόμπι σας είναι μη κερδοφόρα κι ασύμφορα, και το ασύμφορο ισοδυναμεί με το άχρηστο. Σωστά; Σύμφωνα με τον καπιταλισμό, ναι. Αλλά αυτός είναι ένας πολύ ανθυγιεινός τρόπος σκέψης, οπότε πρέπει οπωσδήποτε να τον αποδομήσουμε, κι αν είναι δυνατόν να τον ανατρέψουμε. Το νόημα των χόμπι είναι ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχουν κάποιο στόχο- είναι απλώς αυτό που σας αρέσει να κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας. Επιτρέπεται να είστε μη παραγωγικοί μερικές φορές. Δεν πειράζει να «σπαταλάτε» τον χρόνο σας διαβάζοντας ποίηση, βλέποντας σειρές ή ταινίες, να πηγαίνετε σινεμά ή να βολτάρετε στην πόλη για να ξεδίνετε. Όσον αφορά τις δημιουργικές δραστηριότητες, δεν πειράζει αν ζωγραφίζεις απαίσια, ή αν γράφεις κακή ποίηση ή αν κατακρεουργείς τον Μπετόβεν στο πιάνο. Όσο κι αν ο καπιταλισμός προσπαθεί να σας πείσει ότι η αξία σας εξαρτάται από την κερδοφορία σας, είστε κάτι περισσότερο από ένα προϊόν. Τώρα, το ερώτημα είναι: πώς μπορούμε να αποφύγουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας με αυτόν τον τρόπο;
Η αβέβαιη εργασία, είτε με τη μορφή ειδικών συμβάσεων ή με άλλες μορφές απορρύθμισης, ευέλικτη από κάθε άποψη και βέβαια ως προς τα ωράρια και την αμοιβή, έχει πάψει να εγγράφει τους εργαζόμενους σε κάποια συλλογικότητα, έπαψε δε να δομεί τον καθημερινό χρόνο, τις εβδομάδες, τα έτη, τις περιόδους της ανθρώπινης ζωής. Εν τέλει, η εργασία αυτή δεν αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε κανείς να κτίσει το μέλλον του. Σε συστηματικό επίπεδο, η λύση θα ήταν ίσως λιγότερες ημέρες εργασίας και η μείωση των εργασιακών ωραρίων. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά «καλή εργασία» (καλά αμειβόμενη, σταθερή, πλήρους απασχόλησης) για όλους, αλλά η κοινωνία – δηλαδή, για την ακρίβεια το κεφάλαιο – που ενώ με την άνοδο της τεχνολογίας δεν χρειάζεται και θα χρειάζεται όλο και λιγότερο την εργασιακή συνεισφορά όλων μας, διατυμπανίζει σε κάθε περίπτωση ότι η εργασία είναι απαραίτητη, όχι βέβαια για την κοινωνία, αλλά για μας.
Ο Γάλλος διανοούμενος André Gorz, πρόδρομος της πολιτικής οικολογίας προτείνει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μέσω αυτού που ο ίδιος αποκαλούσε «αποανάπτυξη». Αυτό θα επέτρεπε στους εργαζόμενους να έχουν μια ζωή εκτός εργασίας και να εκπληρώνονται τόσο επαγγελματικά όσο και συναισθηματικά. Η ψυχική και συναισθηματική υγεία θα αυξανόταν, οδηγώντας έτσι σε υψηλότερη παραγωγικότητα. Στο τέλος της ημέρας είναι προς το συμφέρον τόσο των εργαζομένων όσο και των καπιταλιστών η μείωση των ωρών εργασίας, οπότε το γιατί δεν έχει ήδη συμβεί είναι απορίας άξιον. Πρώτον, οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο γενικά δεν έχουν τη διαπραγματευτική δύναμη να διαπραγματευτούν τις ώρες εργασίας τους, αν η κυβέρνηση αρνείται να το κάνει. Δεύτερον, επειδή η επιτυχία μιας εταιρείας μετριέται με βάση τις αποδόσεις στους μετόχους, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να παρέχουν εργασία για τον ίδιο χρόνο ή και περισσότερο, για όλο και λιγότερα χρήματα. Συνεπώς, καθώς το σύστημα όχι μόνο επιτρέπει, αλλά ενθαρρύνει και ευδοκιμεί μέσα από τη διαφθορά, οι εργαζόμενοι είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίζονται με άδικο τρόπο- γι’ αυτό πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα στο σύνολό του.
Τώρα, πέρα από τη θεωρία, σε ατομικό επίπεδο, πρέπει να μάθουμε να διαχωρίζουμε την εργασία από τη ζωή μας με υγιή τρόπο. Το πρώτο βήμα είναι να βεβαιωθείτε ότι δουλεύετε για να ζείτε και όχι να ζείτε για να δουλεύετε. Αυτό συνεπάγεται δραστηριότητες εκτός της εργασίας, φίλοι, χόμπι, αθλήματα, και πράγματα που καλλιεργούν το πνεύμα και σας βοηθάτε να αναπτύξετε κι άλλες γνώσεις και δεξιότητες, πέρα από το εργασιακό σας αντικείμενο. Διαχωρίστε την επαγγελματική και την προσωπική σας ζωή – ξέρω ότι αυτό είναι ουσιαστικά κατακερματισμός, αλλά όπως είπα και πιο πάνω, σε αυτή τη χρονική στιγμή είναι απαραίτητο για την επιβίωση. Πέρα από αυτό, να θυμάστε ότι μια δουλειά, ποτέ δεν είναι αρκετά σημαντική για να την αφήσετε να διαβάλει την ψυχική σας υγεία. Ο Καναδός συγγραφέας Douglas Coupland, σε ένα βιβλίο του που έγινε διεθνής επιτυχία, κινούμενος κάπου ανάμεσα στη δημοσιογραφική έρευνα και το μυθιστόρημα, είχε αποκαλύψει αυτό που ονόμασε Generation X, δηλαδή μια γενιά νέων που «αρνούνταν να πεθάνουν στα 30 και να περιμένουν να ενταφιαστούν στα 70». Κατά τον ίδιο τρόπο οι νέοι της Γερμανίας που συμμετείχαν στην έρευνα, αρνούνται να υπηρετήσουν σταθερά οποιαδήποτε από τις θέσεις εργασίας που τους αναλογούν, αφού διαπιστώνουν ότι καμμιά από αυτές τις θέσεις δεν έχει «αρκετή ουσία» ώστε να αφιερώσουν εκεί τις δυνάμεις τους. Προτιμούν λοιπόν να παραμένουν διαθέσιμοι, περνώντας από μια πρόσκαιρη δουλειά τύπου McDonald’s σε μια άλλη, διατηρώντας πάντα για τον εαυτό τους το μέγιστο δυνατό χρόνο κατά τον οποίο να επιδοθούν στις αγαπημένες τους δραστηριότητες.
Μιλήστε γι’ αυτό με τους συναδέλφους και στους φίλους σας. Να είστε ανοιχτοί στους συλλογικούς αγώνες, γιατί σας διαβεβαιώνω ότι όλοι μπορούν να ταυτιστούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και πάνω απ’ όλα, μην ξεχνάτε ποτέ, μα ποτέ: Είστε κάτι περισσότερο από ένα προϊόν.