Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, παρά την ισχνή κρατική χρηματοδότηση, την απαξίωση και την υποστελέχωση διαθέτουν καλά προγράμματα σπουδών, αξιόλογους καθηγητές και ερευνητές (ΔΕΠ),  το μεγαλύτερο μέρος των οποίων διαθέτει ακαδημαϊκό και επιστημονικό ήθος.  Γι’ αυτό εξάλλου οι φοιτητές και οι φοιτήτριες διαπρέπουν στο εξωτερικό κι έχουν αξιοσημείωτες διεθνείς επιτυχίες χάρη στη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού. Πάραυτα, τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια εξακολουθούν να συκοφαντούνται αμείλικτα μέσω της διαβούλευσης του νομοσχεδίου της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ο τίτλος του εν λόγω νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού είναι: «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων». Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανοίξει τον δρόμο στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει σηκώσει θύελλα αντιδράσεων, με τους εκπαιδευτικούς και τους φοιτητές να κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις τους κατά του νομοσχεδίου.

Πάντειο Πανεπιστήμιο
Στιγμιότυπο από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024. Οι φοιτητές προχώρησαν σε κατάληψη για να διαμαρτυρηθούν για το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (Φωτ.: Γιάννης Παγόπουλος / Eurokinissi)

Το νέο νομοσχέδιο προφανώς διαταράσσει βαθιά την ακαδημαϊκή ζωή σε κάθε της πτυχή, επιβάλλοντας νέες ιεραρχικές δομές και ανασχεδιάζοντας την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ώστε να συμμορφωθεί αυτή με τις αρχές της αγοράς και τις λειτουργίες μιας επιχείρησης.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να κατευθύνει το πανεπιστήμιο προς την επιχειρηματικοποίηση της ακαδημαϊκής έρευνας και την εμπορευματοποίηση της γνώσης. Έτσι, σταδιακά, τα πανεπιστήμια θα αναδιοργανωθούν από κέντρα της επιστήμης σε επιχειρήσεις στην αγορά της γνώσης, παράγοντας γνώση μορφοποιημένη σε εμπόρευμα με βάση τη ζήτηση της αγοράς, παρά τις ανάγκες της κοινωνίας, ενώ το κράτος έρχεται με τη σειρά του να επιβάλει μέσω οικονομικών και πολιτικών πιέσεων, τις ιδέες και τους προσανατολισμούς σχετικά με το ποιοι δικαιούνται να σπουδάσουν και τί γνώση και έρευνα παράγεται. Πόσο προσιτή στην αγορά είναι η Ανθρωπολογία ή η Φιλοσοφία; Είναι άχρηστες αυτές οι επιστήμες; Θα ήταν ενδιαφέρουσα η απάντηση που θα έδινε ο  Άνταμ Σμιθ, που συνέγραψε την “Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων” προτού γράψει τον “Πλούτο των Εθνών”.

Φιλοσοφικής
Εγκαίνια της βιλιοθήκης της Φιλοσοφικής (Φωτ. αρχείου: Στέλιος Μισίνας / Eurokinissi)

Πριν μερικές μέρες περιμένοντας το πράσινο στην διάβαση πεζών στην αρχή της οδού Σταδίου στο Σύνταγμα, άθελά μου πήρε τ’ αυτί μου τη συζήτηση δύο κοριτσιών που στέκονταν δίπλα μου. Από τη συζήτηση κατάλαβα ότι ήταν φοιτήτριες της νομικής και μόλις είχαν φύγει από τη συνέλευση της σχολής τους κατά την οποία ψηφίστηκε πενθήμερη κατάληψη.

Φαίνονταν έξαλλες και θυμωμένες και μιλούσαν για πολύωρες φοιτητικές συνελεύσεις με συμμετοχή αγνώστων και «εξωσχολικούς», όπου αποφασιζονται καταλήψεις σχολών σαν αντίδραση στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, και υπερτόνιζαν ότι κάθε κατάληψη είναι παράνομη και ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους αναγκάσει να χάσουν τη χρονιά.

Άναψε το πράσινο και η συζήτηση των νεαρών κοριτσιών έσβησε μέσα στο βουητό του δρόμου καθώς πήραμε αντίθετες κατευθύνσεις.

Αποφάσισα λοιπόν να ρωτήσω τον Αντώνη Χατζηκυριάκου, επίκουρο καθηγητή Οθωμανικής και Τουρκικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, τι θα απαντούσε σε αυτά τα δύο κορίτσια.

«Τους λέμε ότι δεν υπάρχει προοπτική αυτή τη στιγμή να χαθεί το εξάμηνο. Πολύ απλά, μπορεί να γίνει διπλή εξεταστική τον Ιούνη ή τον Σεπτέμβρη. Υπάρχει ένα ολόκληρο ιστορικό καταλήψεων και μάλιστα παρατεταμένων, στις οποίες δεν χάθηκε το εξάμηνο. Η κατάληψη είναι ένα μέσο και εργαλείο πίεσης της κυβέρνησης από τους φοιτητές, το οποίο χρησιμοποιείται και θα πρέπει να χρησιμοποιείται με στρατηγικό τρόπο που να διασφαλίζει τόσο το άμεσο, όσο και το μεσοπρόθεσμο μέλλον των φοιτητών. Το ζήτημα, όμως, ξεπερνά τα εξάμηνα: είναι η αξία των πτυχίων. Τι θα κάνουν τα κορίτσια αυτά ένα πτυχίο χωρίς αξία, που είναι η επιδίωξη της κυβέρνησης;»

– Πώς βλέπετε τη δημόσια συζήτηση για νομοσχέδιο που επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων;
Κυριαρχείται απόλυτα από το αφήγημα της κυβέρνησης. Σκεφτείτε την ορολογία που χρησιμοποιείται: Μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κρατικά πανεπιστήμια: μόνο δημόσια. Σε ένα κρατικό πανεπιστήμιο, το οποίο πολύ θα ήθελε να είχε η κυβέρνηση, το κράτος επιβάλλει τις πολιτικές του.

Στην Ελλάδα τα πανεπιστήμια έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο, που σημαίνει ότι χωρίς έξωθεν πολιτικές πιέσεις και υπόλογο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ένα πανεπιστήμιο παράγει έργο το οποίο κρίνεται από την κοινωνία, αλλά και την ντόπια και παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα. Σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, δεν μπορεί να επιβάλει, για παράδειγμα, ένας βουλευτής ή ένας επιχειρηματίας ποιο θα είναι το αντικείμενο της έρευνας ή της διδασκαλίας. Αυτά ορίζονται από την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα, απαραίτητο στοιχείο της οποία είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία.

Απλοϊκού τύπου επιχειρήματα όπως «θα επιστρέψουν 40.000 φοιτητές από το εξωτερικό» αγνοούν επιλεκτικά το ότι η ίδια η κυβέρνηση έχει αποκλείσει όλον αυτό τον κόσμο από το ελληνικό πανεπιστήμιο με τις Ελάχιστες Βάσεις Εισαγωγής.

– Ποιο είναι το πρόβλημα με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια;
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δημιουργούν φοιτητές δύο κατηγοριών: αυτοί που δεν έχουν χρήματα και πρέπει να κοπιάσουν πολύ περισσότερο για να μπουν σε ένα πανεπιστήμιο, και αυτοί που έχουν χρήματα και μπορούν να μπουν με χαμηλότερους βαθμούς. Άρα καταστρατηγείται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών στην δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση.

Επιτρέψτε μου να επικαλεστώ την προσωπική μου εμπειρία εργασίας και γνώσης των συνθηκών που επικρατούν σε πανεπιστήμια με δίδακτρα στην Αγγλία, Αμερική, Κύπρο και Τουρκία. Στα ιδιωτικά πανεπιστήμια υπάρχει μια πελατειακή σχέση: πληρώνεις-αγοράζεις. Η παιδεία, όμως, δεν μπορεί να ορίζεται από τους κανόνες της αγοράς γιατί πολύ απλά δεν είναι μια συναλλαγή. Υπάρχουν υποχρεώσεις από τους φοιτητές. Η εμπειρία συναδέλφων από το εξωτερικό είναι ενδεικτική: περνούν ώρες συζητώντας σε συνελεύσεις τμήματος για παράπονα φοιτητών για τους βαθμούς τους αντί να κάνουν έρευνα. Ένας πανεπιστημιακός δεν μπορεί να επιτελέσει το παιδαγωγικό του καθήκον υπό τον φόβο κυρώσεων επειδή θίχθηκαν οι φοιτητές-πελάτες ή επειδή ένιωσαν «άβολα» λόγω των θέσεων που εκφράστηκαν σε ένα μάθημα (και εδώ μιλάω με συγκεκριμένα παραδείγματα υπόψη). Άρα παύει να είναι ελεύθερος – και η ελευθερία είναι βασικό στοιχείο μιας υγιούς πανεπιστημιακής κουλτούρας. Η κριτική σκέψη, το ουσιαστικό ζητούμενο ενός πανεπιστημίου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον· επιβάλλεται να νιώσει κανείς άβολα για αποκτήσει κριτική σκέψη. Όταν οι φοιτητές αντιμετωπίζονται ως πελάτες και όχι ως συμμέτοχοι σε μια εκπαιδευτική διαδικασία που πλάθει ηθικά και διανοητικά τος ανθρώπους, τότε το πανεπιστήμιο αποτυγχάνει τον βασικά του σκοπό: να παράγει σκεπτόμενους ανθρώπους, χρήσιμους στην κοινωνία.

Ποιο είναι το διακύβευμα του νομοσχεδίου; Υπάρχει μια εν δυνάμει αγορά πελατών στα δημόσια πανεπιστήμια. Διαλύοντας τα δημόσια πανεπιστήμια, αναγκάζεται ο κόσμος να στραφεί στα ιδιωτικά, με το κόστος να βαρύνει την ελληνική οικογένεια. Πόσοι μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά την ιδιωτική εκπαίδευση; Κάποιοι μπορούν, κάποιοι μπορούν δύσκολα, άλλοι όχι.

Άρα σπουδάζουν αυτοί που μπορούν και οι υπόλοιποι ας εργαστούν σε χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα. Αυτή είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου. Από τη μεταπολίτευση και μετά, λόγω των δημόσιων πανεπιστημίων, μπορούσε να σπουδάσει δωρεάν ένα παιδί ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και να αποκτήσει δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Για τη σημερινή κυβέρνηση, αυτό προφανώς αποτελεί πρόβλημα, ιδιαίτερα όταν έχει στρέψει την οικονομία σε ένα μοντέλο υπερεξάρτησης από τον τουριστικό τομέα, όπου υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών λόγω των δυσμενών συνθηκών εργασίας και χαμηλών μισθών.

– Ένα συχνό επιχείρημα στη δημόσια σφαίρα αφορά την περίπτωση της Κύπρου ως ένα πετυχημένο παράδειγμα ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Τι απαντάτε σε αυτό;
Η περίπτωση της Κύπρου είναι παραπλανητική. Η διαφορά έγκειται στο ότι τα δημόσια πανεπιστήμια στην Κύπρο λαμβάνουν μια αξιοπρεπή υποστήριξη από το κράτος. Ενδεικτικά, οι μισθοί είναι άνω των διπλάσιων απ’ ότι εδώ. Στην Ελλάδα αυτό που επιχειρείται είναι να διαλύσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο – η Κύπρος δεν κάνει αυτό.

Η κυπριακή περίπτωση, δε, είναι υποδειγματική των προβλημάτων λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην Κύπρο, που έχει το ένα δέκατο του πληθυσμού της Ελλάδας, υπάρχουν τρία δημόσια πανεπιστήμια, έξι ιδιωτικά και διάφορες σχολές μεταπτυχιακών σπουδών (κυρίως ΜΒΑ) ή κολλέγια. Στη δε κατεχόμενη Κύπρο, υπάρχουν δεκαεπτά (!) ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δεν θα μιλήσω για την ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας – τα νούμερα αυτά μιλάνε από μόνα τους. Τα δύο μεγαλύτερα ιδιωτικά πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου) ελέγχονται από πολυεθνικές εταιρίες με δραστηριοποίηση στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Γιατί αυτό είναι πρόβλημα: (α) γιατί δεν υπάρχουν κριτήρια εισαγωγής πέρα από την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής των διδάκτρων και (β) γιατί οι συνθήκες εργασίας είναι εξαντλητικές, κάτι που αντανακλάται στην παρεχόμενη εκπαίδευση. Όταν καλείται κανείς να διδάξει τέσσερα και πέντε μαθήματα ανά εβδομάδα σε αντικείμενα που δεν έχουν σχέση με την δική του εξειδίκευση και γνώση, πώς μπορούμε να μιλάμε για εκπαίδευση επιπέδου;

Σε κανένα από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου δεν υπάρχει τμήμα ιστορίας, ανθρωπολογίας ή κοινωνιολογίας.

Τι είδους παιδεία παρέχει ένα πανεπιστήμιο όταν παραγκωνίζει τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές σπουδές, οι οποίες δεν έχουν ζήτηση από το πελατολόγιο;

Κι όταν ένα πανεπιστήμιο λειτουργεί για τις ανάγκες της αγοράς, το τελευταίο πράγμα που θέλει η αγορά είναι κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους που εν τέλει θα αμφισβητήσουν την ίδια.

Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της νεοφιλελευθεροποίησης του πανεπιστημίου διεθνώς, με τεράστιες πιέσεις και συνθήκες εργασιακής επισφάλειας μέσα στις οποίες καλούνται οι πανεπιστημιακοί να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος, για παράδειγμα, ότι ο νεαρός Άινσταϊν στις σημερινές συνθήκες θα έβρισκε δουλειά σε πανεπιστήμιο.

Πανεπιστήμιο Πειραιά
Πανεπιστήμιο Πειραιά (Φωτ. αρχείου: Eurokinissi)

– Πιστεύετε ότι αν γίνουν ιδιωτικά τα πανεπιστήμια θα επιβιώσουν;
Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Γνωρίζω, όμως, ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να σπρώξει τους εν δυνάμει πελάτες προς τους ιδιώτες,  εις βάρος των δημόσιων πανεπιστημίων. Τη πολιτική διάλυσης της δημόσιας τριτοβάθμιας παιδείας την δείχνουν γλαφυρά οι αριθμοί της Eurostat: το ελληνικό κράτος πληρώνει 1.480 ευρώ ετησίως ανά φοιτητή. Αυτό το χαμηλότερο ποσό σε όλη την Ευρώπη και μόλις το 15,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι 9.535 ευρώ. Τονίζω το μέσος όρος, γιατί αυτό σημαίνει ότι κάποιες χώρες ξοδεύουν πολύ περισσότερα.

Πώς αλλιώς ωθούνται οι φοιτητές προς τον ιδιωτικό τομέα; Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε η Νίκη Κεραμέως ήταν να εξισώσει τα πτυχία των ιδιωτικών κολλεγίων της αρχιτεκτονικής, με τα πτυχία του Πολυτεχνείου. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν η αύξηση των θέσεων στα περιφερειακά πανεπιστήμια και παράλληλα η μείωση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Εκ πρώτης όψεως αυτό ακούγεται καλό. Αλλά αν είσαι Αθηναίος ή Θεσσαλονικιός, όπου ζει πάνω από τη μισή χώρα, και πρέπει να μετακομίσεις στο Ρέθυμνο ή στην Λάρισα, προϋποθέτει ότι θα πρέπει να πληρώνεις νοίκι σε πόλεις όπου τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατακόρυφα λόγω του τουρισμού και του Airbnb. Όταν λοιπόν ένα γονιός υπολογίζει το κόστος στέγασης και σίτισης σε μια άλλη πόλη, συμφέρει η φοίτηση σε μια ιδιωτική σχολή στην πόλη που διαμένει η οικογένεια.

Το δεύτερο μέτρο που έλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήταν το να ψηλώσει τις βάσεις εισαγωγής -όπως ανέφερα πριν- με έναν χειραγωγήσιμο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν να εισέρχεται μικρότερος αριθμός φοιτητών στο πανεπιστήμιο. Οπότε από το να περιμένει κανείς έναν ακόμη χρόνο για να ξαναδοκιμάσει, η μόνη άλλη επιλογή είναι να πάει σε ένα ιδιωτικό ΙΕΚ.

Επιπλέον, η αφήγηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι ότι «εφόσον υπάρχουν 40.000 φοιτητές που επιλέγουν να σπουδάζουν στο εξωτερικό και πληρώνουν δίδακτρα, γιατί να μην μείνει αυτό το εισόδημα στην Ελλάδα;»  αποτελεί ένα ψευδές δίλημμα από τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση ώθησε αυτούς τους φοιτητές για σπουδές στο εξωτερικό.

– Τι πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συστηματική και μεθοδευμένη προσπάθεια απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου. Για παράδειγμα, παρουσιάζεται ως χώρος ανομίας. Ουδέν αναληθέστερο. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η παραβατικότητα στα πανεπιστήμια είναι πολύ χαμηλότερη από τις πόλεις στις οποίες βρίσκονται. Η κυβέρνηση δημιούργησε την πανεπιστημιακή αστυνομία -κάτι το οποίο εν τέλει απέτυχε- με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει ασφάλεια. Ξεχνά, όμως, ότι ο ίδιος ο κύριος Μητσοτάκης απέλυσε το προσωπικό φύλαξης των πανεπιστημίων το 2013.

Δημιουργεί, δηλαδή, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, κατασκευάζοντας μια ανάγκη για κάτι που δεν υπάρχει. Αυτή είναι η βασική φιλοσοφία του πώς γίνονται οι ιδιωτικοποιήσεις.

Έχοντας διαλύσει τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω της υποχρηματοδότησης και της κακοδιαχείρησης, οι κυβερνήσεις επικαλούνται το «κακό δημόσιο» για κλείσουν ή να ιδιωτικοποιήσουν ένα δημόσιο φορέα. Ας κρατούσαν, λοιπόν, το προσωπικό φύλαξης και αντί να προσλάβουν 1.000 άτομα ως πανεπιστημιακή αστυνομία, ας προσλάμβαναν καθηγητές και διοικητικούς. Για να μπορέσει το πανεπιστήμιο να εκπληρώσει τον ρόλο του, πρέπει να σταματήσει η λοιδορία και η χλεύη.

Νομική Σχολή Αθηνών
Νομική Σχολή Αθηνών, Τετάρτη 18 Μαΐου 2022(Φωτ.: Τατιάνα Μπόλαρη / Eurokinissi)

Αντίθετα με το κυρίαρχο αφήγημα σε σχέση με τα δημόσια πανεπιστήμια, η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα κάνει εξαιρετική και διεθνώς αναγνωρισμένη δουλειά υπό συνθήκες, όμως, υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης, και κατακόρυφης αύξησης των διοικητικών καθηκόντων. Όλα αυτά λειτουργούν εις βάρος της έρευνας και της διδασκαλίας, που είναι η ουσιαστική τους εργασία. Και παρ’ όλα αυτά, καταφέρνουν να συνομιλούν ισότιμα με τους συναδέλφους στο εξωτερικό, παράγοντας εξαιρετικό και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο και κερδίζοντας ιδιαίτερα ανταγωνιστικές χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε.

Θα τολμούσα να πω, ότι το έργο που παράγεται στην Ελλάδα υπό αυτές τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες είναι πολύ πιο σημαντικό, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε άλλα πανεπιστήμια υπάρχουν πολύ καλύτερες αμοιβές, διαθέσιμα ερευνητικά κονδύλια, υποτροφίες, και δυνατότητα ερευνητικών βοηθών και διοικητικής υποστήριξης.

Όταν συγκρίνουμε το ελληνικό πανεπιστήμιο με το Χάρβαρντ ή το Κέιμπριτζ, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τα συγκεκριμένα πανεπιστήμια έχουν μια ιστορία αιώνων και τεράστια καταπιστεύματα και αποθεματικά. Η σύγκριση, δηλαδή, είναι άτοπη. Επιτρέψτε μου, και πάλι, μια αναφορά από την προσωπική μου εμπειρία, έχοντας εργαστεί στο Πρίνστον και το Στάνφορντ. Εκεί έχω δει να χρηματοδοτούνται και να υποστηρίζονται επιστημονικά πολύ προβληματικές έρευνες. Αυτό εννοώ λέγοντας ότι, κατ’ αναλογία, το έργο που παράγεται στην Ελλάδα είναι πιο σημαντικό.

Άρα αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η στάση του κράτους απέναντι στο πανεπιστήμιο. Πρέπει να το στηρίξει παρέχοντας χρηματοδότηση, υποτροφίες, προσωπικό, διοικητική υποστήριξη, υποδομές και τις κατάλληλες συνθήκες εργασίας. Στην Ελλάδα υπάρχει εξαιρετική επιστημονική γνώση, με υποψήφιους διδάκτορες ή κατόχους διδακτορικού οι οποίοι βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής επισφάλειας κάνοντας δύο και τρεις δουλειές με πενιχρούς μισθούς, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να δημοσιεύουν και να πηγαίνουν σε συνέδρια. Τα άτομα αυτά πρέπει να απορροφηθούν στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, και όχι να εξωθούνται σε χώρες του εξωτερικού οι οποίες καρπώνονται την επένδυση και έκανε το ελληνικό κράτος εκπαιδεύοντάς τους. Σκεφτείτε τους γιατρούς: εκπαιδεύονται για χρόνια στην Ελλάδα για να καταλήξουν στη Γερμανία ή οπουδήποτε αλλού.

Δείτε επίσης: Ιδιωτικά πανεπιστήμια: Φοιτητής ή πελάτης;