Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, μου έλεγαν οι γονείς μου ότι δεν μιλάμε για λεφτά. Ότι δεν ρωτάμε τον άλλον «πόσα βγάζει ο πατέρας σου;», ούτε ανακοινώνουμε πόσο χαρτζηλίκι μάς δίνει η γιαγιά μας. Δεν το καταλάβαινα καθόλου, μιας που, ειδικά οι γονείς μου, σε όλα τα άλλα θέματα, μάς ανέθρεψαν με τον αδερφό μου ώστε να είμαστε ανοιχτοί, δεκτικοί, φιλοπερίεργοι, ειλικρινείς, μακριά από ταμπού και φόβο.

Τα χρόνια πέρασαν και ξεπέρασα την ηλικία που είχε η μαμά μου όταν με έφερε στον κόσμο. Τα χρόνια πέρασαν και με τους ανθρώπους μου μιλώ και παραμιλώ για χρήματα. Είναι βραχνάς για εμάς, τους τριαντάρηδες (συν πλην βάλτε-βγάλτε όσα χρόνια θέλετε) τα χρήματα, τα «κωλόλεφτα». Είναι ένα από τα κεντρικά θέματα συζητήσεών μας, μαζί με την ψυχοθεραπεία που κάνουμε ή δεν κάνουμε, τα ερωτικά μας και τους πολιτικούς προβληματισμούς μας. Α, και τι σειρές βλέπουμε.

Οι άνθρωποί μου, οι φίλοι μου προέρχονται κυρίως από μέσες οικογένειες, έχουν τουλάχιστον ένα πτυχίο και αντικείμενα κυρίως θεωρητικά. Έχω και αρκετούς φίλους και αγαπημένους καλλιτέχνες, φυσικά: μουσικούς και ηθοποιούς, βασικότερα. Υπάρχουν και αρκετά άτομα που απασχολούνται στην εστίαση, μάλλον προσωρινά, γιατί σπουδάζουν κάτι άλλο. Όλες και όλοι εμείς (δημοσιογράφοι, φιλόλογοι, δικηγόροι, κιθαρίστες, τραγουδίστριες, σκηνοθέτες) κινούμαστε οικονομικά κάπου ανάμεσα στα 800 και τα 1.500 ευρώ τον μήνα στην καλύτερη. Και είμαστε από 25 μέχρι 45 χρονών.

Το 800ρι μπορεί να είναι το βασικό και, λόγω της φύσης των δουλειών μας, να προκύπτει κάτι έξτρα (μια συναυλία, ένα μάθημα ακόμα, ένα θέμα για ένα περιοδικό εκτάκτως) και εμείς να μπορούμε επιτέλους να βουλώσουμε εκείνη την τρύπα ή να ψωνίσουμε ένα ρούχο της προκοπής ή να κάνουμε ένα μικρό λούσο για πάρτη μας.

Οι άνθρωποί μου, ο φίλοι μου, αλλά κι εγώ, είμαστε φτωχοί. Τα χρήματά μας δεν αρκούν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια τις 30 ημέρες του μήνα. Γνωρίζουμε καλά από θυσίες και μικροστερήσεις. Δεν έχουμε όλες αμάξι, ούτε ζούμε όλοι στο ενοίκιο. Κάποιοι έχουμε να φροντίσουμε κάποιο ζώο, άλλοι συγκατοικούμε με το ταίρι μας και υπάρχει μια μοιρασιά, μια ανακούφιση.

Είναι αδιανόητα δύσκολο και πιεστικό να ζεις στην Αθήνα σε συνθήκες αξιοπρέπειας, ας πούμε σε ένα σπίτι 50 τετραγωνικών, έχοντας 800 ή 900 ή στην καλύτερη 1000 ευρώ. Ακόμα και αν το σπίτι είναι δικό σου, τα χρήματα φτάνουν οριακά τις περισσότερες φορές. Εννοείται πως αν δεν είναι δικό σου, κάνεις ζογκλερικά, υπολογισμούς και «κόψε ράψε» για να βγει ο μήνας. Δηλαδή, δεν πληρώνεις πάντα στην ώρα σου το κινητό, για να κερδίσεις χρόνο να πάρεις δώρο στον ξάδερφο που έχει γενέθλια και να περιμένεις και ένα ποσό που σου ήρθε ουρανοκατέβατο και να τα μοντάρεις όλα και να…Λαχάνιασμα.

Αυτό ζούμε. Λαχάνιασμα. Τρέμουμε να ανοίξουμε τον λογαριασμό της ΔΕΗ. Μας πιάνει σύγκρυο. Μιλάμε για άτομα που εργαζόμαστε. Που δίνουμε 6, 7, 8, 9 ώρες την ημέρα σε μια δουλειά. Που δουλεύουμε και υπερωρίες, καμιά φορά. Ή που καθόμαστε καμιά ώρα παραπάνω «για να βγει το θέμα», «για να είναι όλα τέλεια για την πρεμιέρα», «γιατί έσπασε η βρύση και πρέπει όλοι να βοηθήσουμε» και τα λοιπά. Η συντριπτική πλειοψηφία από εμάς σκέφτεται αν θα πάρει δεύτερο ποτό, αποφεύγει εξόδους στα τέλη του μήνα και πιθανώς δεν τρώει ακριβώς ό, τι θέλει, κάνει εκπτώσεις και εκεί, γιατί και το σούπερ μάρκετ έχει πάει στον Θεό. Άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι δουλεύουν (όχι άνεργοι με επίδομα) αγχώνονται και ζορίζονται για το έξτρα τους, για αυτό που κάνει την ζωή «ζωένια». Ο φίλος μου ο Θ. λέει, καμιά φορά, «πλήρωσα νοίκι, έβαλα βενζίνη, πήρα κρέατα και λαχανικά, έμεινα με 5 ευρώ και είμαι ευτυχισμένος, γιατί δεν χρωστάω πουθενά και θα’ μαι χορτάτος για πολλές μέρες». Και χαμογελάει και μου μεταδίδει την καλή διάθεση.

Ύστερα, εγώ αποκαρδιώνομαι.

Σχεδόν ο μισός μισθός φεύγει για να μην είσαι άστεγος

Με βάση με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες έχουμε το αρνητικό ρεκόρ στην Ε.Ε. ότι ξοδεύουμε το μεγαλύτερο ποσοστό πανευρωπαϊκά επί του συνολικού τους εισοδήματος για τα κόστη του σπιτιού μας (σχεδόν το 40%). Οι τιμές στην Αθήνα έχουν αυξηθεί από 12 έως 15%, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι 20% με 25% υψηλότερες σε σχέση με τη δόση ενός μέσου στεγαστικού δανείου.

Ένα μέσο σπιτάκι 50-60 τετραγωνικών (διαμέρισμα) σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας κοστίζει, στην καλύτερη, από 350 και φθάνει τα 800 ευρώ. Δεν συζητάμε για μεγαλύτερα σπίτια. Το κέντρο (Κυψέλη, Εξάρχεια, Λυκαβηττός, Παγκράτι, Μετς, Κεραμεικός, Μεταξουργείο) είναι πανάκριβο. Λέω σε φίλους ότι βρήκα επιπλωμένο σπίτι 56 τ.μ κοντά στην Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη με 370 ευρώ και μου λένε πόσο τυχερή είμαι. Όταν, όμως, εμφανίζεται ο μισθός μου στην τράπεζα και μπαίνω να πληρώσω το νοίκι, κάνω refresh και βλέπω τι απέμεινε, παιδιά,  σφίγγεται η ψυχή μου.

Το ρεύμα βγαίνει γύρω στα 120 ευρώ το δίμηνο-με έλλογη χρήση και αρκετές ώρες απουσίας από το σπίτι. Για το σούπερ μάρκετ μου, περιλαμβανομένων βέβαια και των αναγκών τριών ζώων (δύο γάτες, ένας σκύλος), και με το δεδομένο ότι δεν είμαι δεινή κρεατοφάγος, ξοδεύω γύρω στα 150 ευρώ τον μήνα. Μέσα σε αυτά, το στανταράκι έξοδο κάθε γυναίκας για ταμπόν και σερβιέτες, ε;

Βάλτε τα κάτω:

Ενοίκιο:370
Σούπερ μάρκετ: 150 (κάποιους μήνες λιγότερο, άλλους περισσότερο, με οικονομικά ψώνια, από διαφορετικά μάρκετ καμιά φορά)
ΔΕΗ (μηνιαίως): 60
Κινητό (έχω συμβόλαιο, δεν είναι εύκολο να ξεμένω από μονάδες και ίντερνετ): 40
Κοινόχρηστα: 15
ΕΥΔΑΠ (μηνιαίως): 10

Μέχρι στιγμής, φτάσαμε τα 645 ευρώ. Από τον σταθερό μου μισθό, 800 ευρώ, μένουν άλλα 155 ευρώ που συνήθως είναι για τα τσιγάρα (ναι, οι καπνιστές έχουμε και αυτό το έξοδο!), τις μετακινήσεις (όχι, δεν έχω αυτοκίνητο, αλλά και τα ΜΜΜ κοστίζουν) και για κάποιες εξόδους εντός μήνα ή κάποια έξτρα έξοδα. Δηλαδή, ένα βράδυ, θα παραγγείλεις και μία πίτσα. Ή ένα άλλο βράδυ θα πάρεις ένα ταξί, γιατί πώς διάολο θα πας σπίτι σου στις 3 το πρωί; Θα κάνεις ένα δώρο κάπου, έστω των ελάχιστων ευρώ. Ελάχιστα-ελάχιστα, εξανεμίζονται.

Την κανονική ζωή μου, την πληρώνω με αυτά που βγάζω από τα περιφερειακά, τα οποία δεν είναι σταθερά, συνήθως: το ραδιόφωνο, το τραγούδι κ.ά. Κανονική ζωή ονομάζω την αγορά βιβλίων, ένα δυο ταξίδια τον χρόνο (σε Ελλάδα ή εξωτερικό, στο σπίτι κάποιου φίλου ή σε φθηνό προορισμό με φθηνή διαμονή και φαγητό από τον δρόμο).

Κανονική ζωή ονομάζω τα τραπέζια και τις γιορτές που μου αρέσει να κάνω στο σπίτι και να προσκαλώ φίλους-έξοδο κι αυτό. Κανονική ζωή ονομάζω έναν καφέ στον ήλιο με τον έρωτά μου.

Κανονική ζωή ονομάζω την αυτοφροντίδα: την ψυχολόγο μου τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, κάποιες ιατρικές εξετάσεις τον χρόνο (συχνά, με βοήθεια γονιών αυτές), κάποιο σεμινάριο, την περιποίηση μαλλιών και δέρματος (όχι με τα πιο ακριβά προϊόντα της αγοράς), μια συνδρομή σε συνδρομητικό κανάλι, η αγορά εισιτηρίων για κάποια παράσταση ή συναυλία. Σε αυτό το τελευταίο, η δουλειά μου με βοηθά σημαντικά με την εξασφάλιση προσκλήσεων. Όμως, είναι η δουλειά μου. Πάω να δω μια παράσταση και μετά γράφω κάτι. Πάω να δοκιμάσω το νέο μενού ενός εστιατορίου και γράφω ξανά.

Ούτε λόγος για αποταμίευση, φυσικά.

Υπάρχει, λέει, η γνωστή μέθοδος 50-30-20:

«Η συγκεκριμένη μέθοδος απευθύνεται σε εκείνους που διαθέτουν ένα σταθερό εισόδημα, αλλά δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν χρήματα. Αυτό που πρέπει να κάνεις, αν ανήκεις σ’ αυτή τη κατηγορία, είναι να υπολογίσεις ότι το 50% του μισθού σου θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη αναγκών, όπως οι λογαριασμοί και η τροφή.

Παράλληλα, θα υπολογίσεις ποιο είναι το ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του μισθού σου, προκειμένου να το διαθέσεις σε λιγότερο σημαντικά πράγματα, τύπου ρούχα, κομμωτήριο, γλάστρες για το μπαλκόνι. Τέλος, υπολόγισε πιο είναι το ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του μισθού σου και άφησέ το στην άκρη για ώρα ανάγκης.»

Εδώ, γελάμε.

Αναγκαστικά, για την «ώρα ανάγκης» υπάρχουν οι φίλοι (που κι εσύ τους βοηθάς αν μπορείς σε δική τους ώρα ανάγκης) και η οικογένεια. Κάποτε, μπορεί να βρεθεί ένα χαρτονόμισμα στο κάτω μέρος του συρταριού για την περίπτωση μιας ασθένειας που απαιτεί φάρμακα ή ειδικό φαγητό. Μένοντας μόνη χρόνια έμαθα και το έκανα αυτό, γιατί έχω περάσει περιόδους που δεν είχα για ντεπόν και έμαθα.

Αλλά αποταμίευση καραμπινάτη με τις συνθήκες που περιγράφουμε είναι σκέτη ουτοπία.

Τα πράγματα, ξαναλέω, είναι αλλιώς αν τα βάρη ενός ενοικίου κι ενός γεμίσματος ψυγείου μοιράζονται σε δύο. Κι ειδικά αν μοιράζονται σε δύο που αγαπιούνται και δεν βάζουν υποδεκάμετρο στις σπατάλες να δουν ποιος έδωσε τι πού. Αλλά και αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο κι εύκολο. Το να μείνεις άνεργος είναι πανεύκολο στις μέρες μας. Τα ψυχολογικά προβλήματα που προκύπτουν από την οικονομική ανασφάλεια είναι πολλά, υπαρκτά, τα αντιμετωπίζουμε εμείς, οι εραστές και οι κολλητοί μας.

Για τους άντρες, παρά την καλλιέργεια της ισότητας και του νέου ρεύματος του φεμινισμού, τα πράγματα μπορεί να είναι αρκετά σκληρά: θα έχουν στο νου τους το κέρασμα. Ή, ακόμα, αυτό το ρομαντικά παλιομοδίτικο «να στηρίξω το σπίτι μου».

Οι γυναίκες, παρά την αγάπη για το σώμα που εγκαθιδρύεται επίσης έντονα στους καιρούς μας, ή την αποδοχή του εαυτού, διασκεδάζουν τα υπαρξιακά τους άγχη ακόμα επενδύοντας σε skincare, πεντικιούρ, αλλαγές στα μαλλιά, αποτριχώσεις και τα συναφή.

Η Κ.μού είχε πει κάποια στιγμή ότι δεν θα βγαίνει ραντεβού για ένα-δυο μήνες γιατί της έσκασαν έκτακτα έξοδα και δεν είχε να κάνει τα νύχια της, της είχε τελειώσει το make-up και ήταν πολύ πεσμένη για να βγει με γκόμενο και να τη δει σε «αυτό το χάλι». Η Κ. Κάνει δύο δουλειές. Στον Μ. , από την άλλη, χρωστούσαν δύο μηνιάτικα και απέφευγε να βγει ραντεβού για τον ίδιο λόγο. «Με πέντε και δέκα ευρώ δε βγαίνω εγώ με γυναίκα», μου έλεγε. Κι έστριβε τσιγάρα κατηφής.

Σκέφτομαι συχνά ότι η ζωή μας σε αυτή την πόλη (σε αυτήν την χώρα, σε αυτόν τον πλανήτη, στην τελική) είναι αδιανόητα δύσκολη.

Σκέφτομαι ότι και εγώ που γκρινιάζω και παραπονιέμαι καμιά φορά, είμαι εντελώς τυχερή. Μπορώ ακόμα να πάω πέντε δέκα μέρες κάπου το καλοκαίρι. Μπορώ να πάρω μερικές φορές την εβδομάδα καφέ απ’ έξω και τουλάχιστον μια ή δυο φορές τον χρόνο να ψωνίζω κάτι καλό και όμορφο για μένα. Έπειτα, σκέφτομαι ότι θέλω παιδί και ότι αυτό ανεβάζει κι άλλο τα έξοδα, τις ανάγκες.

Ότι η καριέρα μου μου φέρνει υπέροχα πράγματα και περισσότερες απολαβές, σιγά σιγά, αλλά πάλι η κατάσταση είναι ζορισμένη. Ότι πάω 31 και νιώθω ανασφαλής ακόμα. Ότι πάω 31 και ανακουφίζομαι όταν, επισκεπτόμενη το πατρικό μου, η γιαγιά μού δίνει χαρτζιλίκι 50 ευρώ. Με αυτά τα 50 ευρώ κάνω πάντα μια ωραία τρέλα: αγοράζω το αγαπημένο μου μπουκάλι κρασί για το σπίτι ή κερνάω φτηνό φαγητό την κολλητή μου ή παίρνω καμιά μάσκα προσώπου από το φαρμακείο ή λίγο πιο ακριβή και ποιοτική τροφή για τις γάτες μου.

Δεν είναι λίγες οι φορές που με αυτά τα 50 ευρώ ξεχρέωσα τίποτα καθυστερημένα κοινόχρηστα ή αντικατέστησα κάτι που είχε χαλάσει μες στο σπίτι. Α, ρε γιαγιά. Οι γονείς μας ήθελαν να μας δουν να ζούμε καλύτερα από εκείνους. Χλωμό. Ίσως να είμαστε πιο συνειδητοποιημένα άτομα, ίσως πιο καλλιεργημένα, ίσως με πιο ουσιαστικές επιδιώξεις και επιλογές: δεν ονειρευόμαστε εξοχικό, ονειρευόμαστε road trips με την παρέα, δεν στοχεύουμε σε εντυπωσιακό αμάξι, αλλά σε πρώτη σειρά στην αγαπημένη μας μπάντα που έρχεται επιτέλους φέτος το καλοκαίρι, δεν μας καίει να κάνουμε επίδειξη ότι έχουμε λεφτά, μας φοβίζει μην μας τύχει κάτι σοβαρό και δεν έχουμε μία να το αντιμετωπίσουμε.

Έτσι είναι. Θλίψη. Και ευγνωμοσύνη, μαζί.

Θλίψη που έχει μικρύνει το ταβάνι, που έχουν στενέψει τα όνειρά μας, που το «τσίμα τσίμα» αρχίζει να παγιώνεται ως κατάσταση. Ευγνωμοσύνη που υπάρχει η δυνατότητα να γραφτεί αυτό το κείμενο. Που ζω (όπως ζω, ωραία και δύσκολα!) από μια δουλειά που, αν ήμουν πλούσια, θα έκανα δωρεάν.

Σημειωτέον, το παρόν άρθρο δεν γράφτηκε για να διερευνήσει τρόπους ανατροπής της κατάστασης, αν και αυτό επείγει, γιατί πνιγόμαστε, γιατί αυτό είναι βία. Γράφτηκε ως διαπίστωση μιας ζωής πολύ δύσκολης που οι περισσότεροι, πάνω κάτω, αντιμετωπίζουμε. Ας είμαστε πιο τρυφεροί μεταξύ μας, τουλάχιστον. Ας μη βγάζουμε επιθετικότητα και μένος ο συνάδελφος στον συνάδελφο και οι γείτονας στον γείτονα. Μην πείτε πως αυτό είναι άσχετο με το θέμα. Είναι και παραείναι σχετικό. Σκέψου να είσαι με πέντε ευρώ στην τσέπη και να έχεις να αντιμετωπίσεις και την κακία των ανθρώπων…