Οι στατιστικές δείχνουν πως οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι τείνουν να έχουν λιγότερα κιλά από τον μέσο όρο. Από μόνη της αυτή η συσχέτιση, φυσικά, δεν μας λέει και πολλά. Άλλωστε, μία «αρχή» της στατιστικής είναι η αμφισβήτηση των αριθμών και η αποδοχή των πολλαπλών αναγνώσεων των αποτελεσμάτων.
Ένας από τους κυρίαρχους λόγους για τη δημιουργία της συγκεκριμένης στατιστικής εικόνας, είναι πως οι άνθρωποι με κάποιο ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, θεωρητικά, έχουν καλύτερους μισθούς, άρα, καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Κάτι που συνεπάγεται με πρόσβαση σε πιο υγιεινές τροφές. Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν δεχθεί bullying για το βάρος τους, έχουν υψηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου. Ποιες είναι, όμως, οι βάσεις για να δημιουργηθεί αυτή η σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και βάρους;
[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για το καθημερινό ερώτημα του τι θα φάμε σήμερα]
Το 2015, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Genetics παρουσίασε το εξής: Πως το βάρος και η εκπαίδευση συνδέονται άμεσα επειδή μοιράζονται κοινές γενετικές ρίζες.
Οι ερευνητές χρησιμοποιώντας μια τεράστια βάση γενετικών δεδομένων, αναζήτησαν ζεύγη χαρακτηριστικών [εκπαίδευση – βάρος] που συσχετίζονταν με τα ίδια ανθρώπινα γονίδια. Στην συνέχεια, όρισαν την «γενετική συσχέτιση», η οποία τους έδειχνε με ποσοστό το πόσο μοιάζει το σύνολο των γονιδίων με εκείνα τα χαρακτηριστικά. Ένα από τα πλήθη ζευγών [χαρακτηριστικά – γονίδια] που προέκυψαν ήταν αυτό που αφορούσε τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και τα έτη εκπαίδευσης – τα υπόλοιπα ζεύγη ήταν τα αναμενόμενα, όπως η κατάθλιψη με το άγχος, ο διαβήτης τύπου 2 με τα επίπεδα γλυκόζης.
Έκτοτε, η επιστημονική κοινότητα προσπάθησε να εξηγήσει αυτή την προφανή συσχέτιση, υποθέτοντας ότι οι άνθρωποι με γενετική προδιάθεση για σωστές λήψεις αποφάσεων, είναι πιθανώς πιο επιτυχημένοι στην τάξη και αργότερα υιοθετούν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής (αφού μπορούν να τον υποστηρίξουν οικονομικά).
Βέβαια, αυτό δεν χρειάζεται να μας το αποδείξει κάποια έρευνα – απλά μας το επιβεβαιώνει, αφού μια ματιά να ρίξουμε στις τιμές των healthy προϊόντων στο σούπερ μάρκετ, καταλαβαίνουμε ξεκάθαρα πως ο βασικός μισθός δεν είναι αρκετός για να γεμίσεις τα ράφια της κουζίνας σου με ταχίνι, γκότζι μπέρι, κράνμπερι, σπόρους τσία, κρόκο Κοζάνης και τρούφα. Πόσω μάλλον για βιολογικά και eco friendly προϊόντα.
[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για την ακρίβεια και το κόστος ζωής]
Σε σύγκριση όμως με το παραπάνω απλουστευμένο παράδειγμα, οι γενετικές εξηγήσεις είναι πιο περίπλοκες και κάποιες φορές, ακούγονται «τραβηγμένες». Τα γονίδια έχουν μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην εξέλιξη του ανθρώπου, και για να προκύπτει γενετική συσχέτιση μεταξύ ΔΜΣ και μόρφωσης, θα πρέπει να βρεθεί η εξήγηση αυτής. Και τώρα, μία νέα μελέτη στο Science, δείχνει ότι οι γονείς είναι αυτοί που δημιουργούν το εύφορο έδαφος για να υπάρξει αυτή.
Για παράδειγμα, οι άνθρωποι υψηλής εκπαίδευσης – οι οποίοι είναι πιθανό να ανήκουν σε υψηλότερη κοινωνική τάξη – τείνουν να αναζητούν συντρόφους που εμφανίζουν αντίστοιχες δείκτες κοινωνικής θέσης ή χαμηλό ΔΜΣ (και το αντίστροφο). Έτσι, τα παιδιά αυτών των ζευγαριών, θα έχουν γονίδια που συνδέονται τόσο με την μόρφωση όσο και με το χαμηλό βάρος. Αυτό, οι ερευνητές το ονομάζουν «διασταυρούμενο ανάλογο ζευγάρωμα» και όταν συμβαίνει επανειλημμένα σε έναν πληθυσμό, είναι εμφανές στις έρευνές τους αφού το ζεύγος γονιδίων και χαρακτηριστικών εμφανίζεται συνεχώς μπροστά τους σε μεγάλο ποσοστό.
Και ενώ οι γενετικές συσχετίσεις είναι ένα δημοφιλές επιστημονικό εργαλείο, ο Richard Border, μεταδιδακτορικός ερευνητής στη νευρολογία και την επιστήμη των υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, θέτει το ενδεχόμενο ψευδών γενετικών συσχετίσεων.
Ο σχεδιασμός τέτοιων μελετών πρέπει να περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους και οι ερευνητές να λαμβάνουν υπόψην τους αρκετούς παράγοντες που καθορίζουν ένα αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιο τονίζει και ο Border, όπου μαζί με τους συναδέλφους στην έρευνα του Science, έλεγξαν – δημιουργώντας ένα νέο δεδομένο – το περιβάλλον της παιδικής ηλικίας και συνέκριναν τα γενετικά δεδομένα μεταξύ αδερφών. Κάτι αντίστοιχο, έκανε και ο γενετιστής Laurence Howe, ο οποίος δεν παρατήρησε καμία γενετική συσχέτιση μεταξύ ΔΜΣ και μόρφωσης.
Κατά κάποιο τρόπο, ήταν οι γονείς και όχι τα γονίδια που είχαν μετατρέψει το βάρος και την εκπαίδευση ως γενετικά συσχετισμένα. Οι γονείς δεν μεταβιβάζουν μόνο τα γονίδια στα παιδιά τους, αλλά και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση, η οποία, φυσικά, έχει άμεσες συνέπειες στην σχολική εκπαίδευση και την διατροφή τους.
Οι μελέτες, όμως, πρέπει να μετατρέπουν τις πεποιθήσεις, τις απόψεις και τους συσχετισμούς σε μαθηματικά δεδομένα. Γι’ αυτό και η επιστημονική ομάδα του Border, απευθύνθηκε στην UK Biobank που ένα τεράστιο σύνολο δεδομένων που περιλαμβάνει γενετικά, ιατρικά και δημογραφικά δεδομένα για εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου. Η μελέτη τους έδειξε πως, συχνά, οι άνθρωποι που έχουν ένα συγκεκριμένο ζεύγος χαρακτηριστικών είχαν την τάση να γίνονται ζευγάρι με ανθρώπους που φέρουν επίσης αυτά τα χαρακτηριστικά, δημιουργώντας έτσι τον παραπάνω γενετικό συσχετισμό.
Ωστόσο, οι παρατηρήσεις τους δεν απέδειξαν την πιθανή ψευδαίσθηση ενός γενετικού δεσμού – και είναι κάτι που ήθελαν, αφού όπως είπαμε, η στατιστική πρέπει να αμφισβητείται ακόμα και από τους ίδιους. Έτσι, σύμφωνα με το Wired, ο Border και η ομάδα του στράφηκαν σε μια υπολογιστική προσέγγιση: Ακολουθώντας τις συζυγικές τάσεις που είχαν παρατηρήσει στα πραγματικά δεδομένα της Biobank, προσομοίωσαν έναν πληθυσμό ανθρώπων που σχηματίζουν ζευγάρια. Αυτά τα φανταστικά ζευγάρια αναπαράγονταν, και τα παιδιά τους έβρισκαν συντρόφους, και τα παιδιά των παιδιών τους – και ούτω καθεξής. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τα γονίδια και τα χαρακτηριστικά όλων αυτών των προσομοιωμένων ατόμων και, χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, μπόρεσαν να υπολογίσουν τις γενετικές συσχετίσεις σε κάθε γενιά. Αυτό που βρήκαν επιβεβαίωσε τις υποψίες τους – ακόμη και αν δύο χαρακτηριστικά ήταν γενετικά εντελώς άσχετα στην πρώτη γενιά, αν τα άτομα που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά είχαν την τάση να ζευγαρώνουν μεταξύ τους, τα γονίδια άρχισαν τελικά να φαίνονται συσχετισμένα.
Υπάρχει, λοιπόν, μια διαιώνιση ενός μοτίβου που φέρει τα χαρακτηριστικά χαμηλού βάρους σώματος και εκπαίδευσης; Πιθανόν. Κοινωνιολογικά και εργαστηριακά μιλώντας, υπάρχουν άμεσοι συσχετισμοί μεταξύ αυτών των δύο χαρακτηριστικών. Μπορούμε γι’ αυτή την προδιάθεση ταξικής ανισότητας να «κατηγορήσουμε» τα γονίδια που κληρονομούμε – κατ’ επέκταση τους γονείς μας; Έως έναν βαθμό, φαίνεται πως ναι.
Την επόμενη φορά λοιπόν, δεν θα κατηγορήσω το «σύστημα», αφού τελικά «είναι τα γονίδια και οι γονείς ηλίθιε» και όχι ο καπιταλισμός. Πόσο βολικό…(για το σύστημα)