Τι είναι το γκουρμεδοποιημένο προλεταριάτο*;
Μπορεί να είναι πολύ αποθαρρυντικό να ξέρεις ότι μάλλον δεν πρόκειται να βρεις μια δουλειά που να αναλογεί στα προσόντα σου, ή ότι δεν θα συγκεντρώσεις ποτέ τα χρήματα που απαιτούνται για ένα αξιοπρεπές αμάξι ή για την προκαταβολή που μπορεί να απαιτεί ένα δικό σου διαμέρισμα. Κάτι που επιβεβαιώνεται σε πρόσφατη έρευνα της Cigna International Health, που υποστηρίζει ότι η Gen Z εξοικονομεί λιγότερα χρήματα και πολλοί ζουν «μεροδούλι-μεροφάι», άρα βρίσκονται πολύ μακριά από την ιδιοκτησία σπιτιού η οποία αποτελεί ορόσημο στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Το 59% των νέων 18-24 ετών δεν περιμένει ότι θα αποκτήσει ιδιόκτητο σπίτι, σε σύγκριση με το 29% των νέων 29-34 ετών. Επιπλέον, με τα κόκκινα δάνεια και τις τράπεζες να ρημάζουν την μικροϊδιοκτησία, ακόμα και αν είχες κάποια πιθανότητα να κληρονομήσεις κάποιο σπίτι από τις προηγούμενες γενεές, ολοένα και εξανεμίζεται, με το οικογενειακό απόθεμα ιδιοκτησίας να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που μια μεγάλη κοινωνική τάξη αναγκάζεται να έχει υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από αυτό που απαιτείται για τις θέσεις εργασίας που αναμένεται να εξασφαλίσουν. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση και παραδόξως πολλές από τις θέσεις εργασίας που απαιτούν πιστοποιήσεις υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου για την απόκτησή τους, στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται καν αυτά τα προσόντα για την εκτέλεση της εργασίας. Επομένως, ακόμα κι αν έχεις περάσει από τους πρώτους σε μια σχολή ή έχεις αποφοιτήσει από ένα εκ των καλύτερων πανεπιστημίων της χώρας ή ακόμα κι αν έχεις εξασφαλίσει τις πιο λαμπρές συστατικές επιστολές, από όλες εκείνες τις απλήρωτες πρακτικές ασκήσεις των τελευταίων ετών, δεν έχεις περιθώριο για πολύ μεγάλα σχέδια, ή έναν μισθό που να ανταποκρίνεται σε αυτήν την επένδυση σπουδών και τον μόχθο που κατέθεσες. Όχι σε αυτή τη ζωή τουλάχιστον. Αυτό εύλογα μας δημιουργεί ένα έντονο αίσθημα απογοήτευσης και αποξένωσης.
Επιπλέον, η γενιά μας βασίζεται σε χαμηλές και ευμετάβλητες χρηματικές αμοιβές. Δεν δικαιούμαστε μη χρηματικές παροχές, δεν έχουμε πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα και χάνουμε και τα κοινά, παραλίες, πάρκα, λόφοι και πλατείες. Τα κοινά αγαθά που θα έπρεπε να ανήκουν σε όλες και όλους μας και δίνουν μια αίσθηση αλληλεγγύης και ασφάλειας στις κοινωνίες μας. Αλλά πλέον τα κοινά έχουν ιδιωτικοποιηθεί, εμπορευματοποιηθεί και εξαντληθεί με την δικαιολογία της «ανάπτυξης».
Ακόμη και αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να έχεις όλα αυτά τα προνόμια, θα εξακολουθείς να είσαι ένας από τους εκατοντάδες υποψηφίους για κάθε θέση εργασίας που θα διεκδικείς. Και θα εξακολουθείς να παρακολουθείς τον κόσμο να γίνεται όλο και πιο άνισος, με λιγότερες αμειβόμενες ευκαιρίες για να εργαστείς στο πεδίο που επιθυμείς, ή στην ζωή σου.
Επιπλέον, δεν θα έχεις πολλή βοήθεια από τους φίλους σου, επειδή οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) από αυτούς ζουν το ίδιο δράμα με εσένα. Άρα, πρόκειται για μια επώδυνη και δύσκολη περίοδο που μας επηρεάζει όλους ταυτόχρονα.
Αναμφισβήτητα, θα υπάρξουν άνθρωποι που θα σου πουν ότι φταις εσύ. Ότι δεν προσπαθείς αρκετά σκληρά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι ένοχοι για τη διαιώνιση ενός μεγάλου ψέματος της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Οι καθιερωμένες υποδείξεις του παρελθόντος για το πώς να είσαι επιτυχημένος στη ζωή σου που ίσχυαν μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, πλέον δεν ισχύουν.
Από το προλετατιάτο στο πρεκαριάτο, ένας νεοφιλελεύθερος δρόμος
Το πρεκαριάτο, από το λατινικό precarious (που σημαίνει αβέβαιος, ανασφαλής), είναι νέος όρος που εμφανίζεται από τη δεκαετία του ’80 στις μη δoγματικές μαρξιστικές αναλύσεις για τα σύγχρονα προβλήματα. Αφορά όλους όσοι εργάζονται διανοητικά ή χειρονακτικά με ελαστικούς όρους εργασίας, καθώς και τους ανέργους και τους χαμηλοσυνταξιούχους. Αφορά ανασφάλιστους εργαζόμενους με μπλοκάκια, περιστασιακά ή εποχικά ή εκ περιτροπής εργαζόμενους. Γενικά εργαζόμενους με “ελαστικούς όρους” και στο πλαίσιο του “flexicurity” (ελαστική και με χαμηλή ασφάλιση εργασία).
Ουσιαστικά, αναφέρεται σε όλους και όλες που βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας πρόβλεψης για τη ζωή τους στο σήμερα και το αύριο, κατάσταση που δημιουργεί αστάθεια στην υλική και πνευματική τους ευημερία. Ο όρος αναπτύχθηκε στο βιβλίο του καθηγητή Γκάι Στάντιγκ το 2011 “Το πρεκαριάτο – Η νέα επικίνδυνη τάξη”.
Στο βιβλίο του ο Στάντιγκ αναφέρει τρεις διαστάσεις του πρεκαριάτου: τις αβέβαιες θέσεις εργασίας, τις χαμηλές αμοιβές και την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη. Τονίζει επίσης τον κίνδυνο του μη βιώσιμου χρέους και τις αρνητικές συνέπειες σε ψυχολογικό επίπεδο και τονίζει πώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα εκμεταλλεύεται το πρεκαριάτο μέσω αυτού (κάπου εδώ σκέφτομαι όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν χρέος στο ΟΑΕΕ -πρώην ΤΕΒΕ). Επιπλέον, επισημαίνει την απώλεια δικαιωμάτων και την αίσθηση του πρεκαριάτου ότι είναι ικέτες, υποχρεωμένοι να ζητούν συνεχώς χάρες από το κράτος. Εξετάζει επίσης την έλλειψη εκπροσώπησης του πρεκαριάτου από πολιτικά κόμματα και επισημαίνει την ανάγκη για έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό που θα αντικατοπτρίζει τα συμφέροντα του.
Προς μια γκουρμεδοποίηση της ζωής
Αν και όπως υποστηρίχθηκε εδώ, ζούμε σε συνθήκες αβεβαιότητας, και δεν έχουμε διαθέσιμο κεφάλαιο για μακροπρόθεσμα πλάνα ζωής –εδώ που τα λέμε, ούτε για βραχυπρόθεσμα, με την στεγαστική κρίση, την ακρίβεια και τα υψηλά ενοίκια, το μόνο οικονομικό απόθεμα που μας απομένει από το «μεροδούλι» μας, αν και δεν επαρκεί για μεγάλα σχέδια ζωής, επαρκεί ωστόσο για το «μεροφάι» μας– ένα μεροφάι γκουρμέ.
Έτσι, δημιουργείται μια ολόκληρη βιομηχανία έτοιμη να απορροφήσει αυτό το λιγοστό διαθέσιμο κεφάλαιο του πρεκαριάτου. Η βιομηχανία αυτή μοιράζεται μάλλον ισόποσα ανάμεσα στην ψυχαγωγία και την εστίαση. Πολιτισμός, σινεμά, θέατρο, συναυλίες, μουσικά events, καλλιτεχνικά δρώμενα, ενώ ακολουθεί η ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανία της εστίασης: κουζίνες μοριακές, γκουρμέ, μπραντσάδικα, χρυσοί σκούφοι, fusion, functional, παραδοσιακή «πειραγμένη», μπαρίστες, food bloggers, κριτικοί, εκπομπές για σεφ, concept food, concept εστιατόρια, αποδόμηση και υπερεξειδίκευση.
Ένας καταιγισμός από καινούργια μαγαζιά που ξεμυτίζουν καθημερινά μέσω Instagram και TikTok, τα οποία μας βαλτώνουν σε μια αίσθηση μόνιμου FOMO, και θεωρούμε ότι αν καταφέρουμε να πάμε σε όλα τότε ίσως απαλλαγούμε από κάποιο προπατορικό αμάρτημα, ή πως ίσως ανεβαίνουμε πίστες ωσάν να παίζαμε κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Έτσι, ο σχεδόν ψυχαναγκαστικός στόχος του να επισκεφθούμε κάθε νεοσύστατο μπραντσάδικό, ή να παραβρεθούμε σε κάθε «σπουδαία» συναυλία, έχει ουσιαστικά αντικαταστήσει τα μεγάλα σχέδια που αφορούν συνήθως την αγορά σπιτιού και τη δημιουργία οικογένειας.
Και κάπως έτσι, ενώ το πρεκαριάτο βιώνει αβέβαιες κι επισφαλείς συνθήκες ζωής, χαμηλές αμοιβές, χρέη και πιθανότατα μια επιστροφή στο πατρικό στα 35, ενώ δεν μπορεί να προβλέψει τη ζωή του στο σήμερα και στο αύριο, ωστόσο διαθέτει όλο το διαθέσιμο οικονομικό του απόθεμα για γκουρμεδιές και ψυχαγωγία**. Το μυαλό και οι γευστικοί μας κάλικες πάντα έχουν την ανάγκη να «ξεφεύγουν» από μια στυγνή πραγματικότητα, με τι άλλο; Μα με «άρτον και θεάματα»*** φυσικά.
* Ο τίτλος είναι δανεισμένος από ένα παλιό Blog, του οποίου η σημασία δεν συσχετίζεται με τον τρόπο που αποδίδεται στο παρόν άρθρο.
** Αυτή είναι μια ανάγνωση της πραγματικότητας της συντάκτριας και δεν βασίζεται στα ευρήματα κάποιας συγκεκριμένης έρευνας.
*** Κατά τον Γιουβενάλη, διάσημο Ρωμαίο σατυρικό ποιητή, ο αυτοκράτορας προσέφερε στο λαό σιτάρι (ψωμί) και θεάματα στο αμφιθέατρο (στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στον ιππόδρομο) με σκοπό να τους αποσπά από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.
✥ Δείτε επίσης: Αγάπη και καπιταλισμός, μια διεστραμμένη σχέση