Η έννοια της μεταδημοκρατίας αναγνωρίζει πως οι εκλογές διενεργούνται ομαλά διασφαλίζοντας τη νομιμότητα για τα κόμματα που εκλέγονται, το μείζον όμως πρόβλημα είναι ότι ο ρόλος του πολίτη υποχωρεί στο ρόλο του θεατή. Η εντεινόμενη αίσθηση πως η πολιτική διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εικόνων και συνθημάτων υποβιβάζει την πολυσυλλεκτικότητα του δημοκρατικού λόγου σε θέματα που τεχνηέντως επιλέγονται από ομάδες δημόσιας εποικινωνίας των κομμάτων. Στον απόηχο των προηγούμενων η λήψη των πραγματικών αποφάσεων θεωρείται πως λαμβάνεται κεκλεισμένων των θυρών ανάμεσα στους κυβερνώντες και συγκεκριμένες ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων. Η αρνητική προδιάθεση των πολιτών για την ουσιαστικότητα της χρήσης των εκλογικών δικαιώματων και ταυτόχρoνα o περιορισμός του λόγου τους στην πολιτική ζωή επιφέρει την απογοήτευση και την άρνηση ενασχόλησης με την πολιτική.

Οι προηγούμενες δεκαετίες, την επαύριο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, είδαν μια μοναδική αναγέννηση της δημοκρατίας, η οποία κάτω από τη σκέπη της αποτολμούσε να παρέχει αρωγή και ασφάλεια στους περισσότερους. Ήταν η στιγμή του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και τις εργατικές τάξεις, η οποία έθετε τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους και των πολιτικών ανακατανομής. Ήταν κάτι που δεν συνέβη ταυτόχρονα στο Δυτικό κόσμο, καθώς χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, έχοντας διέλθει την ατραπό δικτατορικών καθεστώτων, θα γνώριζαν πολύ αργότερα την έλευση της δημοκρατίας. Η εντεινόμενη βελτίωση της ζωής και η σταθεροποιήση των δημοκρατικών καθεστώτων επέφερε μια σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για την πολιτική, η οποία εντάθηκε τα επόμενα χρόνια.

Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ΄70 και ο μαρασμός του κεϋνσιανικού μοντέλου οδήγησαν στην υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου οργάνωσης  της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα. Ο νεοφιλελευθερισμός άρχισε να ανατέλλει απο τη δεκαετία του ’80 και μαζί του η παγκοσμιοποίηση άλλαζαν τον τρόπο της κρατικής λογικής πολλών χωρών και ταυτόχρονα τον ρόλο των πολιτών σε αυτά. Κάπου εδώ ανιχνεύεται και η ανάδυση της μεταδημοκρατίας: ενώ συγκεντρώνει πολλά στοιχεία της δημοκρατίας εμφανίζεται σαν μια κατάσταση που μετεωρίζεται ανάμεσα σε στοιχεία που θέλησε να αντιστρατευτεί και μαζί μια κατάσταση που, ενώ εμφανίζεται με όλα τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, ουσιαστικά έχει αποστεωθεί από τις ζωτικές της λειτουργίες.

Η ιδιωτική δύναμη

Η νέα λογική των ιδιωτικοποιήσεων συμπορευόταν με την απομάγευση του ρόλου του κράτους για την παροχή των δημόσιων αγαθών. Το ιδιωτικό συμφέρον γινόταν ο οδοδείκτης για την οργάνωση της οικονομικής ζωής, το οποίο έπρεπε χωρίς προσκόμματα να προάγει την ανάπτυξη. Δεν ήταν μόνο οι εταιρίες δημόσιας παροχής,  οι οποίες άλλαζαν εκ βάθρων την ταυτότητά τους, ήταν το ίδιο το κράτος που μετατρεπόταν σε εταιρεία επιλέγοντας ποιος τομέας ήταν  αποδοτικός ή μη επεκτείνοντας ή περικόπτοντας αντίστοιχα τη λειτουργία. Η εκάστοτε κυβέρνηση γινόταν ο μοχλός που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα εκείνα που υπόσχονταν τις μεγαλύτερες επενδύσεις. Στο περίγραμμα των αλλαγών που επέφερε η παγκοσμιοποίηση και η ελεύθερη χωρίς προσκόμματα κίνηση του κεφαλαίου κάθε εταιρεία μπορούσε να επιλέξει τον τόπο με τη μικρότερη φορολογία καθιστώντας απόλυτη τη διαπραγματευτική της ισχύ. Μια αντιστροφή των όρων που φέρνει στο νου, όπως υπογραμμίζει ο Κόλιν Κράουτς, την προεπαναστατική Γαλλία στην οποία ο κλήρος και η αριστοκρατία είχαν το προνόμιο της μη καταβολής φόρων· το φορτίο των οποίων έμελλε να μετατεθεί αποκλειστικά στον λαό.

Μια θεμελιώδης αλλαγή ήταν πως οι εταιρίες, η ιδιωτική δύναμη που το κεϋνσιανικό κράτος ήθελε να χαλιναγωγήσει, γίνονταν πλέον μια πραγματικότητα που δεν γνώριζε περιστολές: Η αγορά ήταν και θεωρητικά ο βασιλικός δρόμος προς την αλήθεια της ευμάρειας και της δίκαιης κατανομής των καρπών της. Σε σύγκρουση με όσα πρέσβευε ο Adam Smith για την ανάγκη αποχώρησης της πολιτικής από την οικονομία δεν ήταν αυτό που εν τέλει συνέβη: το κράτος υπήρξε ο καίριος αρωγός για την ιδιωτική ανάπτυξη και σε αντίθεση με όσα πρέσβευαν οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί, η αγορά δεν οδήγησε στον μαρασμό του κράτους, αλλά έστρεψε τον προσανατολισμό του προς την προστασία της.

Αυτό που επακολούθησε ήταν πως οι άλλοτε αντιτιθέμενοι ιδεολογικοί πόλοι ασπάστηκαν τα προτάγματά της, ενστάλαξαν στην ταυτότητά τους μια καινούργια υπόσταση που θολώνει το τοπίο της πολιτικής αντιπαράθεσης: το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας λ.χ. ακολουθούσε τον τρίτο δρόμο που πρότεινε ο Μπλαιρ καθιστώντας εν τέλει δυσδιάκριτες τις πάλαι ποτέ διαχωριστές τομείς ανάμεσα στους Συντηρητικούς. Η εργατική τάξη μπορεί ενδεχομένως να έχασε τη μορφή που είχε τον εικοστό αιώνα ως απόρροια της ταχείας αποβιομηχανοποίησης και της έλευσης των εταιριών υπηρεσιών δεν έπαψε, όμως, να συμπεριλαμβάνει εργαζόμενους από διάφορους κλάδους που μαστίζονται από εξαντλητικά ωράρια, επαχθείς συνθήκες εργασίας και πενιχρούς μισθούς.

Ο πολίτης της μεταδημοκρατίας αισθάνεται εγκλωβισμένος σε έναν κόσμο που αδυνατεί να συλλάβει και να ψηλαφίσει με την πρότερη γνώση του. Τα παραδοσιακά κόμματα ταλανίζονται από κρίση ταυτότητας και τα νεώτερα αδυνατούν να εδραιωθούν στον χρόνο. Η αίσθηση πως η ψήφος αλλάζει ελάχιστα  πράγματα για την καθημερινότητά του, η οποία καθοδηγείται και διαμορφώνεται από δυνάμεις που δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει. Υπερεθνικά κέντρα εξουσίας που στερούνται νομιμοποίησης και καθορίζουν τη ζωή του μειώνουν το ενδιάφερον για τις εκλογές σε τοπικό επίπεδο. Το σημαντικότερο μπορεί να οριστεί στην παρατήρηση πως η εναλλακτική πρόταση που μπορεί να αναζωογονήσει τον πολιτικό διάλογο και τη συμμετοχή σε αυτόν φαίνεται να έχει  απολέσει τη δυναμική της.