«Επιτέλους» είπαμε τον Δεκέμβρη του 2022, όταν η Σοφία Μπεκατώρου μίλησε για τον βιασμό που υπέστη το 1998 από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας. «Επιτέλους» γιατί το κίνημα του #MeToo αν και είχε ξεκινήσει στο εξωτερικό από το 2018 με την υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης του παραγωγού Harvey Weinstein, στην Ελλάδα καθυστέρησε να έρθει 4 χρόνια. Με συγχωρείτε, θα αναδιατυπώσω. Χρειάστηκαν 4 χρόνια για να βρει το θάρρος μία γυναίκα και να κάνει το πρώτο και τεράστιο βήμα να μιλήσει δημόσια για την σεξουαλική κακοποίηση που είχε δεχθεί.
Λίγες μέρες αργότερα, οι δημόσιες καταγγελίες διαδέχονταν η μία την άλλη στον χώρο του θεάματος με τη κοινή γνώμη να «σοκάρετε» (όπως έγραφαν τότε Μ.Μ.Ε.) για τις πράξεις που φέρεται ότι διέπραξαν οι αγαπημένοι τους ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Οι γυναίκες αυτές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στον αποστιγματισμό των θυμάτων βιασμού και σεξουαλική βίας, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις νιώθουν ντροπή και ενοχή εξαιτίας των πατριαρχικών αντιλήψεων της κοινωνίας.
Όλοι ήμασταν βέβαιοι ότι θα αποδοθεί η δικαιοσύνη -γιατί πιστεύαμε σε αυτή- και περιμέναμε με αγωνία να έρθει η ώρα της εκδίκασης των υποθέσεων. Το αποτέλεσμα όσων εκδικάστηκαν έως τώρα; Τόσο ο Πέτρος Φιλιππίδης, όσο και ο Δημήτρης Λιγνάδης, αν και καταδικάστηκαν, βρίσκονται εκτός φυλακής με περιοριστικούς όρους. Στη φυλακή όμως βρίσκεται ο προπονητής ιστιοπλοΐας εκτίοντας ποινή 13 ετών.
Αυτή την περίοδο εκδικάζεται άλλη μία υπόθεση που ήρθε στη δημοσιότητα μέσω του κινήματος #MeToo, με κατηγορούμενο τον γνωστό σκηνοθέτη Κώστα Κωστόπουλο. Η μήνυση έγινε από την ηθοποιό Έλενα Αθανασοπούλου η οποία τον κατήγγειλε ότι τη βίασε στο αυτοκίνητό του το 2010.
Ο εισαγγελέας, Στέφανος Μπαξεβάνης, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές πρότεινε την απαλλαγή του κατηγορουμένου από την κατηγορία του βιασμού, που αντιμετωπίζει, χρησιμοποιώντας ρήσεις μεγάλων ανδρών, για να καταλήξει στο ερώτημα, που απηύθυνε στο ακροατήριο, στους Δικαστές και Ενόρκους: «Τι επιτέλους θέλει μία γυναίκα;».
Όσα αναφέρει το ρεπορτάζ του iEidiseis, μας προβλημάτισαν και μας έκαναν να αναρωτηθούμε: τελικά υπάρχει αντικειμενικότητα και αμεροληψία στη δικαιοσύνη; Είναι πράγματι απαλλαγμένη από στερεοτυπικές και σεξιστικές προκαταλήψεις ή μήπως τελικά αυτές κρίνουν το αποτέλεσμα της δίκης;
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, ξεκίνησε την αγόρευσή του, λέγοντας ότι τα «κορίτσια» που έρχονται σε συναινετική επαφή, μπορεί μετά να καταγγείλουν τον άνδρα, χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις, και αυτό γίνεται πολύ συχνά. Αναφέρθηκε στη δικονομική μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατά την προδικασία, διερωτώμενος «Γιατί έμεινε στη χώρα εάν είναι ένοχος; Δεν θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να φύγει;».
Σχετικά με την καταγγέλλουσα, ανέφερε ότι ήταν ψυχρή στη διαδικασία, χωρίς κανένα συναίσθημα, και σύμφωνα με τον ίδιο του έδειξε ότι δεν βίωσε το συγκεκριμένο συμβάν που κατήγγειλε. Αντιθέτως, ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του πέρασαν και οι δύο καλά, όταν ήρθαν σε επαφή -γιατί μάλλον ο εισαγγελέας ήταν μπροστά και είναι σε θέση να σχηματίσει τέτοιου είδους άποψη.
Αντιθέτως, αναφερόμενος στις μάρτυρες, Γιαννάτου και Διδασκάλου, ανέφερε ότι είχαν συναίσθημα, καθώς μπορεί να υποδύθηκαν και ρόλο, ως ηθοποιοί (και κριτικός θεάτρου).
Κάνοντας αναδρομή σε όσα κατέθεσε η κυρία Γιαννάτου, η οποία απάντησε ότι ήταν βιασμός, ο Εισαγγελέας με στόμφο ρώτησε το ακροατήριο: «Πως το βίωσε η κυρία Αθανασοπούλου; Τι υπέστη η κυρία Αθανασοπούλου;».
Κι έδωσε ο ίδιος την απάντηση: «Ήταν κάτι που ξεκίνησε συναινετικά και τελικά κατέληξε σε αυτό που είπε ο Φρόυντ: Τι πραγματικά θέλει μία γυναίκα;».
Επίσης, έθεσε και ένα άλλο κρίσιμο θα λέγαμε ερώτημα για το οποίο μάλλον δεν είναι αυτονόητη η απάντηση για τον κο Μπαξεβάνη, ο οποίος υποθέτουμε ότι γνωρίζει και άλλες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: «Θα διακινδύνευε τη φήμη, την καριέρα και την οικογένειά του για πέντε λεπτά βιολογικής ορμής;».
Εν συνεχεία, ο Εισαγγελέας αναφέρθηκε στον Βεργίλιο, λέγοντας ότι σέβεται κάθε γυναίκα σα να ήταν μητέρα του, και αφού διερωτήθηκε γιατί δεν το κατήγγειλε εγκαίρως η φερόμενη ως παθούσα, έδωσε ο ίδιος την απάντηση: «Μήπως έχει δίκιο ο Σαίξπηρ; Να το αποδώσουμε σε αστάθεια;».
Να υπενθυμίσουμε ότι η καταγγέλλουσα υποστήριξε στην κατάθεσή της μεταξύ άλλων: «ένιωσα ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου. Όταν σηκώθηκα μου ήρθε έντονη σκοτοδίνη, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα και έχασα τις αισθήσεις μου μέσα στο μαγαζί. Έκτοτε η πρώτη εικόνα που έχω είναι στο αμάξι του κ. Κωστόπουλου. Εκείνος πάνω μου να ασκεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συγκατάθεσή μου». Αυτό το σημείο σχολίασε ο εισαγγελέας στην πρότασή του τονίζοντας ότι «δεν μπορεί κάποιος να είναι επάνω σου κι εσύ να μην το θυμάσαι. Δεν μπορούν να ταιριάξουν αυτά».
Πριν καταλήξει στην αθωωτική του πρόταση, ανέφερε ότι «ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να προτείνει ρόλο στην παθούσα για να την εκμεταλλευτεί», αλλά δεν το έκανε. Έδωσε και πάλι ο ίδιος την απάντηση: «Ένας άντρας χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να προσεγγίσει μία γυναίκα…Δόξα, φήμη, χρήματα…αλλά εκείνος δεν το έκανε. Απλώς πέρασε καλά, όπως πέρασε και η κοπέλα».
Δεν θα σταθούμε στο αν είναι αθώος ή ένοχος ο κατηγορούμενος. Αυτή δεν είναι δική μας δουλειά. Όμως πρέπει και οφείλουμε να σταθούμε στα παραπάνω σχόλια του εισαγγελέα. Σχόλια σεξιστικά. Σχόλια ειρωνικά, περιπαικτικά. Σχόλια ρατσιστικά προς το γυναικείο φύλο. Και όλα αυτά τα σχόλια αφορούσαν μία υπόθεση βιασμού. Κάπου εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο βιασμός είναι έγκλημα και όχι αδίκημα. Είναι έγκλημα σε μία χώρα που μια γυναίκα πέφτει θύμα βιασμού κάθε δύο μέρες σύμφωνα με μία έρευνα του 2020.
Ανεξάρτητα από αν τελέστηκε ή όχι πράξη έπρεπε να έχει μια πιο συγκροτημένη στάση μόνο από σεβασμό σε όλες τις επιβιώσασες από σεξουαλική κακοποίηση. Μάλλον η ενσυναίσθηση απουσίαζε την ώρα που μιλούσε ο κος Μπαξεβάνης, αλλά η πόρτα της αίθουσας ήταν διάπλατα ανοιχτή για την πατριαρχία.
Ο κος Μπαξεβάνης έκανε ξεκάθαρα victim blaming στην κα Αθανασοπούλου. Το «γιατί δεν μίλησε νωρίτερα» είναι αρκετό για να αντιληφθούμε τις αντιλήψεις του και πόσο στα σοβαρά παίρνει τις επιβιώσασες από βιασμό.
Μάλλον κάποιος ψυχολόγος πρέπει να εξηγήσει στον εισαγγελέα ότι το θύμα στα πρώτα στάδια βρίσκεται σε μία κατάσταση σοκ και δυσπιστίας, ενώ στη συνέχεια, κυριαρχούν συναισθήματα όπως η οργή, η αμηχανία, η ντροπή και η αυτοενοχοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο, το θύμα αποφεύγει να μιλήσει για το γεγονός ή να συμμετέχει σε συζητήσεις που σχετίζονται με αυτό, επιχειρεί να επανέλθει στην καθημερινότητά του, σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτε, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο προσπαθεί να ξεχάσει το γεγονός. Κατά τη φάση αυτή (η οποία σε ορισμένα άτομα μπορεί να διαρκέσει μέχρι και χρόνια) το άτομο συχνά περνάει περιόδους κατάθλιψης· ουσιαστικά δεν έχει ξεπεράσει –ούτε αποδεχτεί– το γεγονός, απλώς προσπαθεί να το αποφύγει. Για να καταγγείλει τελικά το θύμα του βιασμού θα πρέπει να ξεπεράσει το πρώτο στάδιο του μετατραυματικού συνδρόμου, αλλά αυτό δεν ξέρουμε πόσο μπορεί να διαρκέσει.
Η ψυχολογική κατάσταση του θύματος ενός βιασμού περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1979 από την Ann Burgess και τη Lytle Holmstrom και το πιο πιθανό είναι να μην έχει ψάξει γι’ αυτή ο εισαγγελέας, παρόλο που ασχολείται με υποθέσεις βιασμού. Γιατί δεν το χωράει το μυαλό μας ότι μπορεί να γνωρίζει τη ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων και παρόλα αυτά να επιλέγει τη χρήση της άνωθεν φρασεολογίας. Συνειδητά δηλαδή δεν πιστεύουμε ότι είχε σκοπό να επισείει ντροπή και ενοχή στα θύματα ούτε και να τα αποτρέψει από το να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη. Πάντως, δε νομίζω ότι κάποιο θύμα θα ήθελε να ακούσει έστω και ένα μέρος του προαναφερθέντα λόγου του συγκεκριμένου εισαγγελέα.
Επίσης, δε νομίζω να πιστεύει κανείς ότι όποιος βιάζει σε αυτή χώρα φοβάται και θα φύγει. Γιατί μιλάμε για την Ελλάδα. Μία χώρα που η βία προς τις γυναίκες θεωρείται κάτι διαδεδομένο στην κοινωνία: Το 90,1% όσων συμμετείχαν σε μία έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, πιστεύει ότι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας κατά των γυναικών από τον σύντροφό τους -πρώην ή νυν- σήμερα στην Ελλάδα είναι αρκετά ή πολύ συχνή.
Μία χώρα που παρά την εμφάνιση του #MeToo δεν έχει δείξει τη πρέπουσα ευαισθησία για το ζήτημα. Μία χώρα που δεν δίνει πια panic button αν δεν έχει κάνει πρώτα η γυναίκα καταγγελία. Γιατί μάλλον είναι σίγουροι ότι η γυναίκα θα είναι σε θέση να κάνει καταγγελία. Όμως, ούτε η γραμμή SOS 15900, για τη βία κατά των γυναικών, μπορεί να σώσει κάποια γυναίκα. Όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή της η Σοφία Μπεκατώρου: «πρόκειται για μια γραμμή η οποία δεν συνδέεται με τίποτα». «Καλείς, απαντάει ένα τηλεφωνικό κέντρο και σου ζητούν να κλείσεις ραντεβού. Όμως δεν υπάρχει ραντεβού όταν υπάρχει τόσο υψηλό ρίσκο και τέτοια επικινδυνότητα».
Το πραγματικό ερώτημα είναι: γιατί να μη μείνει ο κακοποιητής ή ο βιαστής στη χώρα που δεν λειτουργεί τίποτα;
Η τελευταία γυναικοκτονία δυστυχώς αποτελεί την απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση.
Το victim blaming του εισαγγελέα δεν είναι ένα πρωτοφανές γεγονός. Δεν πιστεύω ότι σόκαρε κανέναν. Άλλωστε ζούμε σε μία κοινωνία που είναι εμποτισμένη με πατριαρχικές αντιλήψεις και αυτό μπορεί να αποδειχθεί σε όλα τα περιβάλλοντα: στο δρόμο, την εργασία, την οικογένεια και φυσικά, το διαδίκτυο.
Αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία και δεν ευαισθητοποιηθούμε πραγματικά για τα θέματα έμφυλης βίας, δεν πρόκειται να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος.
Δυστυχώς ζούμε στην Ελλάδα και ακόμα είμαστε πολύ μακριά από το να έχουμε έναν μηχανισμό αντιμετώπισης της βίας κοντά σε αυτόν της Ισλανδίας, που ανέφερε η Σοφία Μπεκατώρου στη συνέντευξή της
Κάθε γυναίκα πρέπει να συνεχίζει να βγαίνει και όχι απλά να μιλάει, αλλά να ΦΩΝΑΖΕΙ για την κακοποίηση που έχει δεχθεί ή εξακολουθεί να δέχεται.
Μέχρι να σωφρονιστούν όλοι οι κακοποιητές εκεί έξω, οι υπόλοιποι βήμα το βήμα πρέπει να συμμετέχουμε ενεργά στη προστασία όλων των κακοποιημένων γυναικών. Είναι σημαντικό ακόμα κι όσοι δεν έχουν δεχθεί βία, να υψώσουν και αυτοί τη φωνή τους -με όποιο τρόπο μπορούν- και να τεθούν ενάντιά της.
Γιατί -συνεχίζουμε να βλέπουμε ότι- είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.