Την εβδομάδα που μας πέρασε οι ευρωπαίοι αγρότες κλιμάκωσαν τις κινητοποιήσεις τους εναντίον της νέας ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) που ανακοίνωσε η ΕΕ με τις κινητοποιήσεις να έχουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν από τους αγρότες στη Γερμανία πριν περίπου ενάμιση μήνα κι επεκτάθηκαν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Πολωνία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Ρουμανία, την Ολλανδία, ακόμη και την Ελβετία, στήνοντας μπλόκα στις εθνικές αρτηρίες και δρόμους. Στις κινητοποιήσεις μπήκαν στις αρχές Ιανουαρίου και οι έλληνες αγρότες.

Τα αιτήματα είναι πανευρωπαϊκά, αλλά και εθνικά. Τα βασικά αιτήματα των Ευρωπαίων αγροτών έχουν να κάνουν με τις αυξήσεις των φόρων, τις περικοπές στις αγροτικές επιδοτήσεις, τους φόρους στα καύσιμα, ενώ η νέα ΚΑΠ που άρχισε να επανασχεδιάζεται το 2018 θέτει ένα αυστηρότερο πλαίσιο παραγωγής και εκμετάλλευσης της γης για τη προστασία του περιβάλλοντος.

Ο γεωργικός τομέας αντιμετώπιζε ανέκαθεν με καχυποψία τα μέτρα που έφερε η ΕΕ για να αναμορφώσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική, ύψους 55 δισ. ευρώ, και να την καταστήσει πιο βιώσιμη. Περισσότερο από το 70% των χρημάτων αυτών δαπανώνται για άμεσες ενισχύσεις στους αγρότες ως δίχτυ ασφαλείας, σύμφωνα με το BBC.

Η “Πράσινη Συμφωνία” της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), επιβάλλει αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα. Η νέα ΚΑΠ περιλαμβάνει την υποχρέωση να αφιερώνεται τουλάχιστον το 4% της καλλιεργήσιμης γης σε μη παραγωγικά χαρακτηριστικά, καθώς και την απαίτηση να πραγματοποιούνται αμειψισπορές -η εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι και η αγρανάπαυση- όπως και να μειωθεί η χρήση λιπασμάτων κατά τουλάχιστον 20%. Όλοι θέλουν την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά αυτή δεν πρέπει να δημιουργήσει πρόβλημα στην παραγωγή τροφίμων. Οι διαδοχικές κρίσεις (COVID, Ουκρανικό, ενεργειακή κρίση, κλιματικές συνθήκες) έχουν γονατίσει τον πρωτογενή τομέα καθιστώντας τον μη βιώσιμο.

Οι αγρότες της Ευρώπης επικρίνουν ακόμη τις εμπορικές συμφωνίες, όπως η συμφωνία ΕΕ-Mercosur, επειδή επιτρέπουν την εισαγωγή τροφίμων από τρίτες χώρες, που δεν πληρούν τα ίδια πρότυπα σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ. Πολλοί αγρότες υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι τα μέτρα αυτά θα καταστήσουν τον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα λιγότερο ανταγωνιστικό έναντι των εισαγωγών. Οι ευρωπαίοι αγρότες αναφέρουν επίσης πώς έχουν ήδη πολύ σοβαρά προβλήματα λόγω των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, επειδή δεν έχουν πλέον φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, κάνοντας τη τιμή των λιπασμάτων να εκτοξευθεί λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής όπως και οι λογαριασμοί του ρεύματος, καθιστώντας αδύνατο να ζήσουν από τη γεωργική δραστηριότητα.

Οι κινητοποιήσεις ανησυχούν έντονα τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών, καθώς φοβούνται ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις ευρωεκλογές του Ιουνίου.

Οι λόγοι των κινητοποιήσεων ποικίλουν ανάμεσα στις διάφορες ευρωπαϊκές αγροτικές ενώσεις

Ο βέλγος υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Ντέιβιντ Κλαρινβάλ, ο οποίος εκπροσωπεί τη χώρα ως σημερινός πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέστησε βάσιμο τον φόβο που κλονίζει την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τον ακρογωνιαίο λίθο της ΕΕ που απορροφά το 1/3 του κοινοτικού προϋπολογισμού:

«Η οργή των αγροτών είναι πολυπαραγοντική. Δεν είναι αναγκαστικά για τους ίδιους λόγους που εκφράζουν από τη μια χώρα στην άλλη, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ανησυχίες τους πρέπει να ληφθούν περισσότερο υπόψη».

Στη Γερμανία οι αγρότες είναι εξαγριωμένοι με τη σταδιακή κατάργηση των φορολογικών ελαφρύνσεων για το αγροτικό ντίζελ από το 2026, η οποία, όπως λένε, θα τους οδηγήσει σε χρεοκοπία. Διαμαρτύρονται επίσης για το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατά 40% από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Από τις αρχές του 2024 διεύρυναν τα μπλόκα στις εισόδους με συγκεντρώσεις τρακτέρ σε βασικές οδικές αρτηρίες, αλλά και στην ίδια τη γερμανική πρωτεύουσα και μπροστά από την Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Τα τρακτέρ βρέθηκαν τις τελευταίες ημέρες ξανά στο κέντρο του Βερολίνου, παρά τα βήματα οπισθοχώρησης που έκανε η τρικομματική κυβέρνηση του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς. Συγκεκριμένα, η γερμανική κυβέρνηση υπαναχώρησε από τα αρχικά σχέδια να καταργήσει το αφορολόγητο των αγροτικών οχημάτων και ανέβαλε για τρία χρόνια την κατάργηση του επιδόματος για το αγροτικό πετρέλαιο κίνησης.

Στη Γαλλία τα μεγάλα αγροτικά συνδικάτα ξεκίνησαν εχθές τη λεγόμενη «πολιορκία του Παρισιού». Συγκεκριμένα, όπως είπαν: «Όλοι οι κεντρικοί δρόμοι που οδηγούν στην πρωτεύουσα θα είναι κατειλημμένοι από αγρότες». Τις αγροτικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία πλαισιώνουν αλιείς, οδηγοί φορτηγών και ταξιτζήδες. Ζητούν λιγότερη γραφειοκρατία και ενίσχυση των εσόδων τους, καθώς το μέσο εισόδημα ενός αγρότη ανέρχεται σε 1.800 ευρώ μικτά τον μήνα για 55 ώρες εργασίας την εβδομάδα, έχοντας ως αποτέλεσμα 1 στους 5 αγρότες να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η Ουκρανία στο κάδρο

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών τροφοδοτούνται και από την ανησυχία του ανταγωνισμού από τα ουκρανικά προϊόντα. Η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ ανησυχεί πολύ τους Ευρωπαίους αγρότες.

Μετά τη ρωσική εισβολή, τον Φεβρουάριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να δημιουργήσει «διαδρόμους αλληλεγγύης» προκειμένου να παράσχει στο Κίεβο έσοδα μέσω των αγροτικών εξαγωγών, ιδιαίτερα του σιταριού. Τα προϊόντα αυτά έχουν κατακλύσει τις αγορές των γειτονικών χωρών και έχουν προκαλέσει πτώση των τιμών της τοπικής παραγωγής. Στην Πολωνία οι αγρότες κάνουν λόγο για «αθέμιτο ανταγωνισμό» με αυτόν τον διάδρομο. Στις αρχές Ιανουαρίου, εμπόδισαν τις εισαγωγές σιτηρών σε συνοριακό πέρασμα με την Ουκρανία. Το ίδιο συνέβη και στη Ρουμανία, όπου οι αγρότες απέκλεισαν επίσης δρόμους που οδηγούσαν στις γειτονικές χώρες –Ουγγαρία, Ουκρανία, Βουλγαρία και Σερβία– καθώς και διαδρομές πρόσβασης στο Βουκουρέστι. Αρκετές κυβερνήσεις στην ανατολική Ευρωπαϊκή Ένωση καλούν τις Βρυξέλλες να επιβάλουν φόρους στις εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

Η εικόνα στην Ελλάδα δεν απέχει σημαντικά από τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Οι αγρότες έχουν βγει στους δρόμους σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη, καθώς στα συσσωρευμένα προβλήματα του αγροτικού κόσμου προστέθηκε το 2023 το δυσβάσταχτο βάρος από τις καταστροφές που προκάλεσε η κακοκαιρία Ντάνιελ αλλά και οι πυρκαγιές.

Ζητούν την αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματός τους από τη μείωση της παραγωγής που προκάλεσαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις ασθένειες σε φυτικό και ζωικό κεφάλαιο, τη μείωση του κόστους παραγωγής με παρεμβάσεις στις τιμές της ενέργειας και των αγροεφοδίων και την υλοποίηση όλων των απαραίτητων έργων υποδομής που θα θωρακίσουν την παραγωγή από καταστροφές που φέρνει η κλιματική αλλαγή. Ζητούν επίσης την αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ ώστε να ασφαλίζει και να αποζημιώνει στο 100% την παραγωγή και το ζωικό κεφάλαιο από όλους τους κινδύνους σε όλα τα στάδια της παραγωγής, αλλά και παρεμβάσεις στη νέα ΚΑΠ, καθώς προκύπτουν μεγάλες περικοπές στη βασική ενίσχυση και στις συνδεδεμένες ενισχύσεις σε κάποια προϊόντα.

Παράλληλα, ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) στηρίζει τις κινητοποιήσεις των Αγροτικών και Κτηνοτροφικών Οργανώσεων που έχουν ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να κλιμακωθούν για την επίλυση των δίκαιων αιτημάτων των ελλήνων αγροτών και κτηνοτρόφων. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο, ο ΣΕΚ «καλεί τις Οργανώσεις μέλη του σε όλη την Ελλάδα, να πάρουν πρωτοβουλίες και να συμμετάσχουν ενεργά σε όλες τις κινητοποιήσεις, όπως και όλους τους κτηνοτρόφους, προκειμένου να διεκδικήσουν την επιβίωσή τους.»

Ο Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘ.Ε.Α.Σ.), κ. Μόσχος Κορασίδης, σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Καθημερινή, τόνισε πως οι κινητοποιήσεις των αγροτών συμβαίνουν, καθώς μετά την περίοδο της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση έχουν συσσωρευτεί μια σειρά από προβλήματα στον αγροτικό τομέα, με σημαντικές συνέπειες στο κόστος παραγωγής, αλλά και στη νέα ΚΑΠ, λόγω των αλλαγών που επήλθαν ως προς την εφαρμογή των αποφάσεων.

Σε αυτές τις κρίσεις έρχεται να προστεθεί η κλιματική αλλαγή, «που είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τη γεωργία. Το 2023 ήταν η πιο ζεστή χρονιά και αυτό επηρεάζει πολύ την παραγωγή, αυξάνοντας τα κόστη. Υπολογίζεται πως στο 20% των Ευρωπαίων αγροτών, προκλήθηκε 30% επιπλέον ζημιά εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Θεσσαλίας».

Παράλληλα, συνυπολογίζοντας πως «ορισμένοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι κατέχουν μικρές εκτάσεις γης, οι οποίες είναι οικονομικές επιχειρήσεις και είναι ευαίσθητες στις μεταβολές κόστους», οι διεκδικήσεις των ελλήνων αγροτών «δεν ορίζονται ως συνδικαλιστικού τύπου, αλλά σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τη βιωσιμότητά τους. Πρέπει να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε να συνεχίσουν να παράγουν», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Κορασίδης.

Η κυβέρνηση είναι ανήσυχη από το “κύμα” των κινητοποιήσεων των αγροτών σε όλη τη χώρα και αναζητεί τρόπους προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση. Σύμφωνα με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, από την πλευρά της κυβέρνησης ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρης Αυγενάκης διαμηνύει ότι είναι ανοιχτός σε διάλογο με τους αγρότες. «Εχω πλήρη εικόνα για τα διαφορετικά αιτήματα που καταφθάνουν. Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με τον οποιοδήποτε, κάτι που ούτως ή άλλως δεν αρνηθήκαμε ποτέ. Ο διάλογος και η πραγματική και ειλικρινής συζήτηση και ενώνει αλλά κυρίως δίνει λύσεις. Και είμαστε ανοιχτοί σε αυτό», ανέφερε ο υπουργός.

Σημειώνεται ότι από τη σύσκεψη ευρείας κλίμακας, υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιαν. 2024 στο Μέγαρο Μαξίμου και είχε ως κυρίαρχο θέμα τις κινητοποιήσεις των αγροτών, έγινε επισκόπηση -όπως ανάφεραν κυβερνητικές πηγές- των συνολικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης για τους πληγέντες από τα συναρμόδια υπουργεία. Όπως δήλωσε μετά την σύσκεψη ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης, ένα μέτρο που συμφωνήθηκε είναι οι Νέοι Αγρότες να ενισχύονται με 30.000 έως 40.000 ευρώ στο ξεκίνημά τους. Δήλωσε ακόμη μετά την σύσκεψη ότι «η νέα διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ θα δημιουργήσει γραμμή επικοινωνίας με τους αγρότες, οι οποίοι θα μπορούν να ενημερώνονται για το τί ενισχύσεις δικαιούνται αλλά και για να διατυπώνουν καταγγελίες και προβλήματα που υπάρχουν».

Ανάφερε ακόμη ότι «έδωσε εντολή για άμεση εκκαθάριση των 16.000 δεσμευμένων ΑΦΜ, ώστε σε όσα διαπιστωθούν παρατυπίες να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη και τα υπόλοιπα να πληρωθούν κανονικά. Δόθηκε εντολή για άμεση πληρωμή των περιπτώσεων που έχουν δικαιωθεί δικαστικά.»

Το Olafaq μίλησε με τον κ. Φώτη Παπαδόπουλο, πρόεδρο του συνεταιρισμού Λαρισαίων αγροτών. Στην επικοινωνία μας είπε επιγραμματικά:

«Όπως και των άλλων αγροτών της Ευρώπης, έτσι και το δικό μας βασικότερο πρόβλημα ξεκινά από τις τεράστιες αυξήσεις στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε για την αγροτική παραγωγή όπως τα καύσιμα και τα λιπάσματα. Μεγάλο πρόβλημα επίσης υπάρχει με τις πολύ μεγάλες αυξήσεις στα προϊόντα που φτάνουν στα ράφι του καταναλωτή εκεί που οι τιμές στον πρωτογενή τομέα έχουν πέσει σε ποσοστό ως και 60%. Για παράδειγμα τα ζυμαρικά έχουν φτάσει στα ύψη ενώ οι τιμές στο σιτάρι και το κριθάρι έχουν πέσει πάρα πολύ. Το σιτάρι αυτή τη στιγμή κάνει 0,38 ευρώ το κιλό και το κριθάρι 0,32. Κοιτάξτε πόσο κάνει ένα πακέτο μακαρόνια και αναλογιστείτε τι πραγματικά συμβαίνει.

Οι τιμές στον πρωτογενή τομέα έχουν φτάσει στα όρια του εξευτελισμού, με αποτέλεσμα οι αγρότες να μην μπορούν να ζήσουν και οι τιμές στα σούπερ μάρκετ στα ύψη. Το ίδιο συμβαίνει και με το λάδι, του οποίου οι αυξήσεις ξεκίνησαν την Άνοιξη του 2023, ενώ οι έμποροι και οι μεσάζοντες είχαν ήδη αγοράσει τη παραγωγή του 2022 στις τότε τιμές των 2,50 και τριών ευρώ το λίτρο. Το λάδι που αυξήθηκε η τιμή του ήταν παραγωγής του 2022. Μας είπε ο κ. Σρεκας ότι σαν άμεσο μέτρο έχει επιβάλει πρόστιμα σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ αλλά αυτές δεν είναι χαμένες μπροστά στα υπερκέρδη τους και μπορούν να το απορροφήσουν. Η αγροτική παραγωγή συνεχώς συρρικνώνεται με αποτέλεσμα τα προϊόντα να ακριβαίνουν, αλλά και με συνέπειες στην ίδια τη ποιότητα των τροφίμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το κράτος δέχτηκε να αγοράσει τη κατεστραμμένη παραγωγή  από τις πλημμυρισμένες περιοχές σε πολύ χαμηλή μεν τιμή για ζωοτροφές. Αυτό όμως όμως περνά στη τροφική αλυσίδα. Το έδαφος έχει κριθεί ακατάλληλο για καλλιέργεια σε πολλές περιοχές, η παραγωγή όμως όχι εφόσον θα πάει για ζωοτροφές και αυτό το έκανε προκειμένου οι πληγέντες αγρότες να πάρουν έστω κάποια λίγα χρήματα. Τα ζώα όμως που θα τραφούν με αυτή τη παραγωγή θα καταλήξουν στο πιάτο μας.

Ένα ακόμη ζήτημα για να τα λέμε όλα είναι και οι διάφοροι “κανίβαλοι-αγρότες”. Για παράδειγμα, αγρότες που δεν έπαθαν καμία ζημιά από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία έτρεξαν να κάνουν δηλώσεις για να εισπράξουν χρήματα χωρίς να τα δικαιούνται. Οι αγρότες σε ποσοστό 70% έχουν βιβλία εσόδων εξόδων, οι υπόλοιποι δεν δηλώνουν τίποτε γιατί δεν έχουν βιβλία, και αν το κράτος ήθελε να μάθει την αλήθεια για τη πραγματική τους οικονομική κατάσταση θα μπορούσε να τους ζητήσει τα τιμολόγια αγορών και πωλήσεων. Δε λείπει και η κοροϊδία, όπως έγινε σήμερα [σ.σ. εχθές] στη Λάρισα όπου κτηνοτρόφοι έχυναν καρδάρες με γάλα στους δρόμους. Μόνο που το γάλα έχει φτάσει 1,60 το κιλό και κανείς δεν είναι τρελός ώστε να το πετάξει. Αυτό που έχυναν για να τραβάνε τα κανάλια δεν ήταν παρά γάλα σκόνη που είναι πάνφθηνο, αναμειγμένο με πολύ νερό. Γενικότερα, και από τη δική μας πλευρά, δεν υπάρχει ένα ενωμένο μέτωπο ώστε να διεκδικήσουμε πιο δυναμικά το δίκιο μας. Στα μπλόκα βρίσκεται ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με τον αγροτικό πληθυσμό, ενώ αυτοί που ηγούνται των κινητοποιήσεων είναι οι ίδιοι που σπρώχνει ο ένας τον άλλο ώστε να καθίσουν πιο κοντά στον υπουργό και να βγουν φωτογραφίες, όπως συνέβη όταν μας επισκέφτηκε προ ημερών ο κ. Αυγενάκης προκειμένου να συζητήσουμε τα προβλήματά μας. Αγροτοπατέρες που ψηφίζουν χρόνια το κυβερνών κόμμα, και άλλοι που είναι στελέχη του, ηγούνται σήμερα των κινητοποιήσεων. Δεν αφήνω απέξω τους βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι δεν έχουν δώσει όχι παρουσία αλλά ούτε καν σημασία στις κινητοποιήσεις μας. Η κυβέρνηση -και κάθε κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια- δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την αγροτική παραγωγή.

Αυτό είναι φανερό μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει αλλάξει τέσσερεις υπουργούς γεωργίας στα χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία. Εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας, αλλά δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος. Θα επιδιώξουμε να κατέβουμε ως αντιπροσωπία των αγροτικών συλλόγων στην Αθήνα ώστε να συναντηθούμε με τον πρωθυπουργό, αλλά προσωπικά δεν τρέφω και πολλές ελπίδες ότι θα δικαιωθούμε στα αιτήματά μας.»